Στη Λίβερπουλ, εκεί που το αγγλικό χιούμορ συναντά την αλμύρα του Μέρσεϊ, μια γυναίκα ξύπνησε μια μέρα και βρέθηκε να μιλά… ρωσικά. Όχι, δεν είχε ταξιδέψει μυστηριωδώς στην Αγία Πετρούπολη εν μία νυκτί, ούτε είχε πέσει θύμα κάποιου πειράματος μυστικής υπηρεσίας. Το μυαλό της απλώς αποφάσισε να παίξει μαζί της, όπως ένας γάτος παίζει με ένα κουβάρι μαλλί.
Η 69χρονη Ρόουζ Γκρίφιθς ζούσε μια απόλυτα συνηθισμένη ζωή στη Λίβερπουλ, εργαζόμενη σε ένα κατάστημα. Όμως, το 2014, το σώμα της αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα από τη ρουτίνα: ένα εγκεφαλικό επεισόδιο την χτύπησε σαν κεραυνός, στερώντας της την ικανότητα να μιλά, να διαβάζει και να γράφει. Οι γιατροί δεν ήταν αισιόδοξοι – προβλέψεις σκοτεινές σαν τον ουρανό μιας βρετανικής Δευτέρας.
Αλλά η Ρόουζ δεν ήταν από αυτές που παραιτούνται εύκολα. Με επιμονή και θέληση, άρχισε να γράφει ξανά, αυτή τη φορά με το αριστερό χέρι. Και όταν επιτέλους ξαναβρήκε τη φωνή της, κάτι παράξενο είχε συμβεί: μιλούσε αγγλικά, αλλά με έναν παχύ, αδιαμφισβήτητο ρωσικό τόνο. Η Λίβερπουλιανή προφορά της είχε εξαφανιστεί, και στη θέση της βρισκόταν ένας ανατολικοευρωπαϊκός ρυθμός, λες και το πνεύμα του Ντοστογιέφσκι είχε εγκατασταθεί στον λάρυγγά της.
Οι γιατροί της εξήγησαν ότι αυτό ήταν ένα εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο, γνωστό ως «Σύνδρομο Ξένου Προφοράς». Ο εγκέφαλός της, στην προσπάθειά του να επανεκκινήσει την ομιλία, αποφάσισε να αλλάξει τα φωνητικά δεδομένα. Σαν χαλασμένο ραδιόφωνο που ξαφνικά πιάνει σταθμούς από άλλη χώρα.
Το ταξίδι της προφοράς, όμως, δεν σταμάτησε εκεί. Με τον καιρό, ο ρωσικός τόνος μετατράπηκε σε κάτι πιο αφηρημένα ανατολικοευρωπαϊκό, και αργότερα, προς γενική κατάπληξη, σε μια νότα γερμανικής προφοράς. Ήταν σαν ο εγκέφαλός της να έκανε τουρισμό στην Ευρώπη, ενώ το σώμα της παρέμενε σταθερά στη βροχερή Αγγλία.
Η Ρόουζ αρχικά ένιωσε αποξενωμένη. Οι άνθρωποι την κοιτούσαν περίεργα, μιλούσαν αργά μαζί της, λες και ήταν τουρίστρια χαμένη στους δρόμους του Λονδίνου. Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Έγινε μέλος μιας ομάδας επιζώντων εγκεφαλικού, βρήκε ανθρώπους που την καταλάβαιναν και, τελικά, αποδέχθηκε το νέο της «ταξιδιωτικό» φωνητικό στυλ.
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, δεν την ενδιαφέρει πώς ακούγεται. «Όσο μπορώ να μιλάω, δεν με νοιάζει πώς το κάνω», δηλώνει με αυτοπεποίθηση, σαν αληθινή επιζήσασα – ή ίσως σαν μια μυστική κατάσκοπος που έχει ζήσει σε πολλές χώρες. Και, μεταξύ μας, αν κάποιος τη ρωτήσει από πού είναι, μπορεί να του πει οποιαδήποτε απάντηση θέλει. Άλλωστε, ποιος μπορεί να είναι σίγουρος;