Οι πνεύμονες διαθέτουν αρκετούς μικρούς και ελαστικούς σάκους που ονομάζονται πνευμονικές κυψελίδες. Όταν αναπνέουμε, οι κυψελίδες γεμίζουν με οξυγόνο και απελευθερώνουν διοξείδιο του άνθρακα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται ανεμπόδιστα και χωρίς επιπλοκές.
Εάν όμως υπάρχει βλάβη ή δυσλειτουργία στους πνεύμονες, οι κυψελίδες γεμίζουν με υγρό αντί για αέρα και κατά συνέπεια δε μεταφέρεται το οξυγόνο με το αίμα.
Σύμφωνα με τη Mayo Clinic, οι γιατροί χρησιμοποιούν τον όρο πνευμονικό οίδημα για να περιγράψουν τη διαδικασία συσσώρευσης υγρού στον πνεύμονα. Το πνευμονικό οίδημα οφείλεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε καρδιαγγειακή επιπλοκή (καρδιογενές ή καρδιογενητικό πνευμονικό οίδημα).
Η σχέση της καρδιάς με τους πνεύμονες
Οι καρδιά αποτελείται από δύο κόλπους και δύο κοιλιές (εικόνα). Οι κόλποι λαμβάνουν το εισερχόμενο αίμα και το διοχετεύουν στις κοιλίες. Οι κοιλίες με τη σειρά τους απομακρύνουν το αίμα από την καρδιά. Οι βαλβίδες της καρδιάς επιτρέπουν στο αίμα να κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.
Κανονικά, το χωρίς οξυγόνο αίμα από όλο το σώμα εισέρχεται από το δεξιό κόλπο και περνά στη δεξιά κοιλιά, απ’ όπου και διοχετεύεται στη συνέχεια μέσω των πνευμονικών αρτηριών στους πνεύμονες. Εκεί, το αίμα προσλαμβάνει οξυγόνο και απελευθερώνει διοξείδιο του άνθρακα.
Στη συνέχεια, το πλούσιο σε οξυγόνο αίμα επιστρέφει στον αριστερό κόλπο, περνά από τη μιτροειδή βαλβίδα, φτάνει στην αριστερή κοιλιά και τελικά απομακρύνεται από την καρδιά μέσω της αορτής.
Η βαλβίδα στη βάση της αορτής αποτρέπει την παλινδρόμηση του αίματος προς την καρδιά. Μέσω της αορτής, το αίμα μεταφέρεται σε ολόκληρο το σώμα.
Τι είναι το καρδιογενές πνευμονικό οίδημα
Το καρδιογενές πνευμονικό οίδημα είναι αποτέλεσμα της αυξημένης πίεσης και καταπόνησης της καρδιάς. Παρατηρείται συνήθως όταν η ασθενής αριστερή κοιλία αδυνατεί να απομακρύνει όλο το αίμα που λαμβάνει από τους πνεύμονες. Κατά συνέπεια, αυξάνεται η πίεση εντός του αριστερού κόλπου και κατ’ επέκταση στις φλέβες και τις κοιλότητες των πνευμόνων. Έτσι, τα υγρά διαπερνούν τα τοιχώματα των κοιλοτήτων και φτάνουν στις κυψελίδες των πνευμόνων.
Η αριστερή κοιλία εκφυλίζεται (αποδυναμώνεται) συνήθως λόγω στεφανιαίας αρτηριοπάθειας, μυοκαρδιοπάθειας, υπέρτασης ή βλάβης στις βαλβίδες.
Πνευμονικό οίδημα άλλης αιτιολογίας
Εάν δεν είναι αποτέλεσμα καρδιαγγειακού προβλήματος, το υγρό στον πνεύμονα μπορεί να οφείλεται σε:
– σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS)
– υψηλό υψόμετρο
– βλάβη του νευρικού συστήματος
– πνευμονική εμβολή
– ιογενή λοίμωξη
– τραυματισμό στον πνεύμονα
– έκθεση σε τοξίνες
– εισπνοή καπνού
– εισπνοή νερού (στη θάλασσα, σε πισίνα κ.λπ.)
Στο πνευμονικό οίδημα μη καρδιογενούς αιτιολογίας, το υγρό μπορεί να διαρρεύσει από τις κοιλότητες των πνευμόνων επειδή οι ίδιες οι κυψελίδες έχουν εκφυλιστεί.
Συμπτώματα
Ανάλογα με την αιτία του, το πνευμονικό οίδημα μπορεί να εκδηλωθεί ως οξύ περιστατικό ή να εξελίσσεται σταδιακά. Τα βασικά συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν σε κάθε περίπτωση.
Οξύ πνευμονικό οίδημα
Το οξύ πνευμονικό οίδημα αποτελεί επείγουσα κατάσταση. Τα συμπτώματα που εκδηλώνει συνήθως ο ασθενής είναι:
– σοβαρής μορφής δύσπνοια που επιδεινώνεται σε ύπτια θέση (ανάσκελα)
– αίσθημα αποπνιξίας
– έντονο λαχάνιασμα
– άγχος και νευρικότητα
– έντονος βήχας και αφρώδες φλέμα (μπορεί να περιέχει και αίμα)
– πόνος στο στήθος (εάν οφείλεται σε καρδιοπάθεια)
– ταχυπαλμία
Χρόνιο πνευμονικό οίδημα
– δύσπνοια που εντείνεται με τη σωματική άσκηση
– δύσπνοια λόγω σωματικής κούρασης
– λαχάνιασμα
– αίσθημα διακοπής της αναπνοής τη νύχτα (διαταράσσει τον ύπνο)
– απότομη αύξηση του βάρους (όταν οφείλεται σε συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια) και οίδημα στα πόδια
– κόπωση
Πνευμονικό οίδημα λόγω υψομέτρου
– δύσπνοια λόγω κούρασης (εξελικτικά η δύσπνοια εμφανίζεται και τις ώρες χαλάρωσης)
– βήχας
– δυσκολία βάδισης σε ανηφορικό δρόμο
– έντονος βήχας και αφρώδες φλέμα (μπορεί να περιέχει και αίμα)
– πυρετός
– ταχυπαλμία
– δυσφορία/βάρος στο στήθος
– πονοκέφαλος
Επιβάλλεται η άμεση επίσκεψη στο γιατρό ή το κοντινότερο νοσοκομείο εάν εκδηλωθεί ξαφνική δύσπνοια, έντονο λαχάνιασμα και εφίδρωση, βήχας με αφρώδες φλέμα, ζαλάδα και υπόταση.