Πολλαπλά καταγράφονται τα οφέλη της βουβαλοτροφίας στη χώρα μας, με τον κλάδο να κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος και τα προϊόντα του (γάλα και κρέας) να γίνονται “ανάρπαστα” στην εγχώρια αγορά, προσφέροντας ικανοποιητικό εισόδημα στους εκτροφείς.
Μάλιστα, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αναπληρωτής καθηγητής στο Αλεξάνδρειο ΤΕΙ Θεσσαλονίκης Βασίλης Μπαμπίδης, οι δαπάνες των εκτροφέων βουβαλιών είναι μειωμένες κατά περίπου 25% σε σχέση με αυτές των αγελαδοτρόφων, βοοτρόφων και προβατοτρόφων, λόγω της μη χρήσης ζωοτροφών.
Η εκτροφή των νεροβούβαλων ενδείκνυται σε παραλίμνιες και παραποτάμιες περιοχές και οι μονάδες εντοπίζονται, κυρίως, στη Βόρεια Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στη λίμνη Κερκίνη.
Σύμφωνα με τον κ. Μπαμπίδη, από τις 30 εκτροφές που υπάρχουν σήμερα στη χώρα μας, οι 20 βρίσκονται στη λίμνη Κερκίνη, όπου και βόσκουν τα 3.000 από τα 4.000 ζώα που υπάρχουν συνολικά σήμερα στον ελλαδικό χώρο.
“Η χώρα μας θα μπορούσε να στηρίξει περισσότερους από 10.000 νεροβούβαλους, με τα προϊόντα να απορροφώνται ίσως και πριν κυκλοφορήσουν στην αγορά” εκτιμά ο αναπληρωτής καθηγητής στο ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης.
Όπως εξηγεί ο κ. Μπαμπίδης, την εποχή μέχρι και μετά τον Β. Παγκόσμιο Πόλεμο, στη χώρα μας εκτρέφονταν περισσότεροι από 70.000 νεροβούβαλοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων χρησιμοποιούνταν για δυναμοπαραγωγή. Τη δεκαετία του 1980, ο αριθμός τους μειώθηκε δραματικά σε 500 και συγκεκριμένα το 1984 υποχώρησε στο χαμηλότερο σημείο- 384 ζώα.
Οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ραγδαία μείωση των αριθμών των βουβαλιών στην Ελλάδα, ήταν το μεταναστευτικό “κύμα” των Ελλήνων, τις δεκαετίες ’60, ’70 και ’80, που είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, η εισαγωγή γενετικά βελτιωμένων φυλών (αγελάδων γαλακτοπαραγωγής, μόσχων κρεοπαραγωγής, αιγοπροβάτων κ.λπ.), όπως και η μείωση των εκτάσεων στις οποίες έβοσκαν οι νεροβούβαλοι, λόγω εκχερσώσεων και αλλαγής χρήσεων γης.
Από τις 30 εκτροφές νεροβούβαλων που υπάρχουν σήμερα στη χώρα μας, μόλις οι πέντε εκτρέφουν τα ζώα και για γάλα.
Ένας νεροβούβαλος, σύμφωνα με τον κ. Μπαμπίδη, δίνει ετησίως ως και 1.000 λίτρα γάλα, με την τιμή του ανά λίτρο να κυμαίνεται στο 1,5 ευρώ, όταν του αγελαδινού διαμορφώνεται στο 1,2 ευρώ/λίτρο.
Το βουβαλίσιο γάλα έχει ευεργετικές συνέπειες στον ανθρώπινο οργανισμό, ιδιαίτερα σε όσους έχουν προβλήματα αλλεργιών, ψωρίασης, εκζέματα ή δυσανεξία στη λακτόζη. Το φρέσκο γάλα ειδικά συνιστάται ως τροφή αδύνατων και ασθενών ανθρώπων. Είναι απόλυτα υγιεινό γιατί τα βουβάλια ευδοκιμούν χωρίς την ανάγκη ζωοτροφών ή αντιβιοτικών, ενώ γρασίδια, τριφύλλια και άχυρο αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής τους.
Μάλιστα, όπως αναφέρει ο κ. Μπαμπίδης, η γαλακτοπαραγωγή του βούβαλου απορροφάται πλήρως από την εγχώρια αγορά και “βούτυρο, γιαούρτι και τυρί γίνονται ανάρπαστα!”.
Σε ό,τι αφορά την κρεοπαραγωγή, ο ίδιος επισημαίνει πως το κρέας του βουβάλου, όπως και το γάλα, έχει υψηλότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη από τα αντίστοιχα προϊόντα που προέρχονται από τα κοινά βοοειδή. Ενώ, όμως, η περιεκτικότητα σε λίπος του γάλακτος βούβαλου είναι κατά πολύ υψηλότερη σε σύγκριση με το γάλα αγελάδας, η περιεκτικότητα του κρέατος βούβαλου σε λίπος είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με το κρέας των κοινών βοοειδών.
Σημειώνεται ότι ετησίως παράγονται περί τα 600.000 κιλά κρέας βούβαλου και η τιμή του ανά κιλό διαμορφώνεται στα 15 ευρώ.
Σύμφωνα με τον κ. Μπαμπίδη, ένα θέμα που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης προκειμένου να ενισχυθεί περαιτέρω η αυξητική τάση στον κλάδο είναι ο ανταγωνισμός στα βοσκοτόπια, όπου σε ορισμένες περιπτώσεις σημειώνεται συνωστισμός, εκεί που θα έπρεπε να βόσκουν αποκλειστικά και μόνο νεροβούβαλοι.