25 Δεκεμβρίου: Χριστούγεννα
Τα Χριστούγεννα (σύνθετη λέξη της δημοτικής Χριστός + γέννα) δηλώνουν την ετήσια χριστιανική εορτή της γέννησης του Χριστού και κατ’ επέκταση το σύνολο των εορτών από της Γεννήσεως μέχρι των Θεοφανίων (“Γιορτές των Χριστουγέννων”). Τα Χριστούγεννα γιορτάζονται στις 25 Δεκεμβρίου.
Το χρονικό διάστημα που περικλείει τις γιορτές των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανίων, ονομάζεται στη λαογραφία καιΔωδεκαήμερο.
Ιστορία του εορτασμού των Χριστουγέννων
Οι ιστορικές πηγές υποδεικνύουν ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων άρχισε να τηρείται στη Ρώμη γύρω στο 335, αν και κάποιοι ερευνητές βασιζόμενοι σε αρχαίους ύμνους με χριστουγεννιάτικη θεματολογία θεωρούν ότι τα πρώτα βήματα που οδήγησαν στον εορτασμό αυτό έγιναν μέσα στον 3ο αιώνα. Η παράδοση θεωρεί ότι η αρχαιότερη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων εκφωνήθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ..
Επί Πάπα Ιουλίου Α’ (337-352) τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να γιορτάζονται μαζί με τα Θεοφάνεια και θεσπίσθηκε ως επέτειος η 25 Δεκεμβρίου κατόπιν έρευνας των αρχείων της Ρώμης, όπως πιστεύεται, επί της απογραφής που έγινε επί αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, σε συνδυασμό με υπολογισμό ρήσης του Ευαγγελίου (το οποίο και συνέτεινε) του Προδρόμου λεχθείσα περί τον Χριστόν:”Εκείνος δει αυξάνειν, εμέ δε ελατούσθαι” (Ιωάνν. γ’30). Με βάση αυτή την υποθετική πηγή, η Γέννηση του Χριστού ορίσθηκε κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο όπου και αρχίζει η αύξηση των ημερών. Στον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημερομηνίας εορτασμού συντέλεσαν προφανώς η μεγάλη εθνική εορτή του “ακατανίκητου” θεού Ήλιου (Dies Natalis Solis Invicti) και ο εορτασμός των γενεθλίων του Μίθρα που ήταν διαδεδομένα σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την έννοια ότι η επιλογή αυτής της ημέρας ως ημέρας γέννησης του Χριστού είχε να κάνει με την προσπάθεια αντικατάστασης των παγανιστικών (μη χριστιανικών) γιορτών που τηρούνταν εκείνον τον καιρό, όπως τα Σατουρνάλια και τα Μπρουμάλια
Συνεπώς, όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, προσπάθησε να απορροφήσει και να δώσει νέα διάσταση και νέα σημασία σε πανάρχαια λατρευτικά έθιμα και λατρευτικές συνήθειες αιώνων. Πάντως, παρά τις απαγορεύσεις της εκκλησίας για πολλές από τις εκδηλώσεις που τελούνταν στην αντίστοιχη του Δωδεκαημέρου περίοδο ή τις νομοθεσίες, αυτές διατηρήθηκαν κυρίως στην ύπαιθρο καθ’ όλη την διάρκεια των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Σε μεταγενέστερη εποχή πολλά από τα έθιμα τους (ανταλλαγή δώρων, γλέντια, χαρτοπαίγνια κ.ο.κ.) μεταβιβάστηκαν στον εορτασμό τής Πρωτοχρονιάς.
Στη Ρώμη το καλεντάρι των Φιλοκαλίων (354 μ.Χ.) περιλαμβάνει στην ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου, απέναντι από την παγανιστική Natalis invicti, δηλ. “γέννηση του ακατανίκητου (ήλιου)”, την φράση “VIII kaalitan nattis Christus in Bethleem Iudea”.
Από τη Δύση ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου πέρασε και στην Ανατολή γύρω στο 376. Το 386 ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης. Τον καιρό του Αγ. Αυγουστίνου (354-430) η ημερομηνία της Γιορτής της Γέννησης είχε καθοριστεί, πάντως ο Αυγουστίνος την παραλείπει από τον κατάλογό του με τις σημαντικές χριστιανικές επετείους (PL 33.200).
Με τον χρόνο επεκράτησε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο εκτός της Αρμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που συνεχίζει τον συνεορτασμό με τα Θεοφάνια.
Το 529 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και τα ανακήρυξε δημόσια αργία. Ως το 1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστολών στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα. Εντούτοις, αργότερα, εξαιτίας της Μεταρρύθμισης απαγορεύτηκε ή περιορίστηκε κατά περιόδους η τήρησή του εορτασμού τους σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική, καθώς θεωρούνταν ότι περιλάμβανε σε μεγάλο βαθμό ειδωλολατρικά στοιχεία.
Της εορτής των Χριστουγέννων προηγείται νηστεία «τεσσαράκοντα ημερών» που αρχίζει από την εορτή του αποστόλου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου). Η Υμνολογία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας περιλαμβάνει λαμπρούς ύμνους για τη μεγάλη αυτή εορτή των διασημότερων υμνογράφων της Εκκλησίας όπως του Ρωμανού του Μελωδού, Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κοσμά επισκόπου Μαϊουμά κ.ά.
Η ημέρα της εορτής του αποστόλου Φιλίππου, στις 14 Νοεμβρίου, στο λαϊκό καλαντάρι χαρακτηρίζεται ως Μικρή Αποκριά, γιατί από την επομένη αρχίζει η νηστεία των σαράντα ημερών για τα Χριστούγεννα, η οποία και λέγεται Μικρή Σαρακοστή. Αυτή η ημερομηνία σε πολλές χώρες της Ευρώπης και Αμερικής θεωρείται ως έναρξη των εορτών των Χριστουγέννων. Το χρονικό διάστημα που περικλείει τις γιορτές των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανείων, ονομάζεται Δωδεκαήμερο.
Η εορτή των Χριστουγέννων είναι η σημαντικότερη από τις ακίνητες εορτές της Ορθοδόξου Εκκλησίας και γι’ αυτό έχει προεόρτια και μεθέορτη περίοδο. Όλες τις σχετικές διατάξεις για τις ακολουθίες αυτές τις βρίσκει κανείς στο Τυπικό της Εκκλησίας.
Στη Δύση η εορτή των Χριστουγέννων εορτάζεται λαμπρότερα από εκείνη της Ανάστασης, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στην Ανατολή.
Βιβλική αφήγηση της γέννησης του Χριστού
Εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών μόνο ο Λουκάς και ο Ματθαίος αρχίζουν τις αφηγήσεις τους από τη Γέννηση του Ιησού. Οι δύο αυτές περιγραφές φέρονται να συμπληρώνουν η μία την άλλη. Ενώ πληρέστερη φέρεται του Λουκά. Από τον συνδυασμό των παραπάνω και άλλων πηγών, το ιστορικό έχει ως εξής:
Οι χριστιανοί θεωρούν ότι η γέννηση του Χριστού εκπληρώνει τις προφητείες των Εβραϊκών Γραφών και ότι ως Μεσσίας ήλθε για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους.
Η Βυζαντινή υμνογραφία των εορτών των Χριστουγέννων χαρακτηρίζεται όχι μόνο πλούσια και πανηγυρική αλλά έχει και μεγάλη ποιητική αξία. Οι καταβασίες, τα μεγαλυνάρια, τα στιχηρά ιδιόμελα, τα κοντάκια των ύμνων, οι κανόνες εκφράζουν αισθήματα δέους και θάμβους, κατάνυξης και ευλάβειας. Οι μεγάλοι υμνογράφοι στους ύμνους τους συμπυκνώνουν σε απαράμιλλους στίχους όλη τη θεολογία της Εκκλησίας.
Ιστορική έρευνα της ημερομηνίας γέννησης του Ιησού Χριστού
Η ακριβής χρονολόγηση της ζωής του Ιησού είναι αδύνατη αφού οι υπάρχουσες μαρτυρίες που προέρχονται από την Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζονται από χρονολογική ασάφεια και επίσης το αφετηριακό 1 μ.Χ. δεν εναρμονίζεται επακριβώς με τα γενικότερα ιστορικά δεδομένα των χρόνων εκείνων.
Οι πληροφορίες των Ευαγγελίων
Πέρα από αυτό, τα λίγα στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη κατά προσέγγιση χρονολόγηση της γέννησης του Ιησού, προέρχονται κυρίως από το Ευαγγέλιο του Λουκά και του Ματθαίου και αφορούν:
Τη γέννηση του Ιησού επί αυτοκράτορα Αυγούστου (Λουκ. 2,1), του οποίου η βασιλεία διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.)
Τη γέννηση του Ιησού “εν ταις ημέραις Ηρώδου βασιλέως της Ιουδαίας” (Λουκ. 1,5), του οποίου επίσης η βασιλεία στην Ιουδαία ήταν από τις μακρότερες χρονικά (37-4 π.Χ.).
Στις περιγραφές για το άστρο της Βηθλεέμ (Ματθ. 2,2)
Στα γεγονότα της “πρώτης” απογραφής, η οποία “εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου” (Λουκ. 2,2) (12-8 π.Χ. ή 8-6 π.Χ.)
Οι Μάγοι και ο Θάνατος του Ηρώδη
Το πιο γνωστό σημείο στην προσπάθεια προσέγγισης χρονολογικά της γέννησης του Ιησού, είναι ο θάνατος του Ηρώδη του Μεγάλου. Μπορεί να ειπωθεί με σχετική ακρίβεια ότι ο Ηρώδης πέθανε κατά το έτος 750 “από κτίσεως Ρώμης” (4 π.Χ.) ή λίγο πριν και στη συνέχεια κηρύχθηκε πένθος μιας εβδομάδας. Εφ’ όσον ο Ιησούς, γεννήθηκε “εν ημέραις Ηρωδου του βασιλέως”, πρέπει να γεννήθηκε σίγουρα πριν από το 750 “από κτίσεως Ρώμης” (4 π.Χ.) κατά το οποίο πέθανε ο Ηρώδης.
Αλλά το πρόβλημα είναι, πόσο πριν.
Λαμβάνοντες υπ’ όψη τη διαταγή του Ηρώδη να φονευθούν τα νήπια στη Βηθλεέμ “από διετούς και κατωτέρω”, υπολογίζεται ότι ο Ιησούς μπορεί να γεννήθηκε έως και δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Ηρώδη. Δηλαδή οι υπολογισμοί φτάνουν στο 6 π.Χ. υποθέτοντας ότι ο Ηρώδης θα επιμήκυνε τον σχετικό χρόνο για να είναι βέβαιος ότι μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα θα είχε οπωσδήποτε γεννηθεί ο μελλοντικός βασιλιάς των Ιουδαίων. Εξάλλου κατά την ευαγγελική ρήση, αφού ο Ηρώδης κάλεσε τους Μάγους, τους έστειλε στη Βηθλεέμ, όπου συνάντησαν πλέον τον Ιησού ως “παιδίον” και όχι ως βρέφος. Συνεπώς, οι σχετικοί αυτοί υπολογισμοί οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς μάλλον θα γεννήθηκε σε χρονικό διάστημα δύο τουλάχιστο χρόνια πριν το θάνατο του Ηρώδη, δηλαδή περίπου το έτος 747 ή 748 “από κτίσεως Ρώμης” (7 ή 6 π.Χ.).
Το άστρο της Βηθλεέμ, αν τελικά αφορούσε κάποιο αστρονομικό φαινόμενο, οδηγεί και πάλι στο έτος 747 από κτίσεως Ρώμης ή 7 π.Χ., αφού κατά τον Κέπλερ και άλλους αστρονόμους υπήρξε πράγματι τότε ένα παρόμοιο ουράνιο φαινόμενο που προκαλείται κατά τη συνάντηση των τριών πλανητών, του Κρόνου, του Δία και της Αφροδίτης. Στο φαινόμενο αυτό, μετά παρέλευση δύο ή τριών μηνών, ο Δίας δύει ή εξέρχεται από την τροχιά. Τότε παρατηρείται και πάλι το ίδιο έντονο φωτεινό φαινόμενο που παρουσιάζεται στην αρχή, σαν να εμφανίζεται εκ νέου.
Το γεγονός αυτό ταιριάζει με την παρατήρηση του Ματθαίου ότι οι Μάγοι πορευόμενοι προς τη Βηθλεέμ, “είδον” τον “αστέρα” και “εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα”, προσθέτοντας ότι το “αστέρι” αυτό ήταν ίδιο με εκείνο “ον είδον εν τη Ανατολή” (Ματθ. 2,9-10). Καθώς ένα ταξίδι από τη Μεσοποταμία στην Παλαιστίνη με τα μέσα της εποχής απαιτούσε δύο ή τρεις μήνες, η χρονική αυτή απόσταση ταιριάζει με την αντίστοιχη φυσική κίνηση του πλανήτη Δία και τη διπλή εμφάνιση του κατά την είσοδο και έξοδο από την τροχιά συνάντησης με τους άλλους δύο πλανήτες.
Μέσα από μελέτη των πηγών, προκύπτει ότι η πρώτη ηγεμονία του Κυρηνίου, αν υπήρξε, τοποθετείται μεταξύ των ετών 12-8 π.Χ. Η πρώτη λύση που δόθηκε στο πρόβλημα της χρονολόγησης ήταν να υποτεθεί πως ο Κυρήνιος εκτέλεσε την απογραφή προς το τέλος της θητείας του (8 π.Χ.), όπως διέταξε ο Αύγουστος Οκταβιανός. Η απογραφή αυτή επειδή ήταν η “πρώτη” που γινόταν στους Ιουδαίους διήρκεσε πολύ χρόνο και την έφερε εις πέρας, σύμφωνα και με τον Τερτυλλιανό, ο διάδοχος του στην ηγεμονία της Συρίας, ο Σέντιος Σατουρνίνος. Έτσι, οι μεν Ρωμαίοι ανέφεραν στα ρωμαϊκά έγγραφα το όνομα εκείνου που ολοκλήρωσε την απογραφή, του Σέντιου Σατουρνίνου, οι δε Ιουδαίοι, από τους οποίους άντλησε την πληροφορία ο Ευαγγελιστής Λουκάς, κράτησαν στη μνήμη τους το όνομα αυτού που την άρχισε και ο οποίος αργότερα, το 6-7 μ.Χ., διενήργησε και την άλλη απογραφή. Συνεπώς, αφού ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει “απογραφή πρώτη εγένετο”, εννοείται ότι γνώριζε τη δεύτερη απογραφή του 6-7 μ.Χ. και χρησιμοποίησε το επίθετο “πρώτη” σε αντιδιαστολή προς τη δεύτερη απογραφή. Η απογραφή, επομένως, που αναφέρει ο Λουκάς πρέπει να αποφασίσθηκε την περίοδο 12 π.Χ. έως 8 π.Χ. και να συνδέθηκε με το όνομα του Κυρήνιου αντί του Σατουρνίνου.
Η δεύτερη λύση, που προτείνεται, είναι εκείνη η οποία δέχεται μεν επί Κυρηνίου την αρχή της απογραφής περί το 9 π.Χ., η πρακτική ολοκλήρωση της όμως, ιδιαίτερα στις περιοχές της Συρίας, Παλαιστίνης κ.λπ., πραγματοποιήθηκε από το διάδοχο του, Σατουρνίνο, έξαρχο της Συρίας από το 8-6 π.Χ. Αλλά η απογραφή συνέχιζε να ονομάζεται “απογραφή Κυρηνίου” εξαιτίας σχετικού διατάγματος, και προς την οποία είναι σύμφωνο το σχετικό κείμενο του Λουκά.
Ως τρίτη λύση έχει προταθεί η συνύπαρξη δύο έξαρχων σε κάποια περιοχή, σύμφωνα με πρακτική της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα κατά την περίοδο διαδοχής, για ενημέρωση και ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας. Μπορεί έτσι να υποτεθεί ότι κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 8-6 π.Χ., κατά τό σύστημα της συνδιοίκησης υπάρχουν στην εξαρχία της Συρίας δύο αξιωματούχοι, ο Κυρήνιος και ο Σατουρνίνος, εκδοχή που προσφέρει μία ακόμη λύση στο πρόβλημα της απογραφής.
Σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο τα Χριστούγεννα αναγνωρίζονται ως εθνικές διακοπές. Στις 26 Ιουνίου του 1870 η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αναγνώρισε τα Χριστούγεννα ως ομοσπονδιακές διακοπές. Η ημέρα των Χριστουγέννων είναι η μόνη κοινή επίσημη αργία σε όλους τους λιμένες του κόσμου.
Στις κυρίως Χριστιανικές χώρες, τα Χριστούγεννα είναι η σημαντικότερη οικονομικά περίοδος διακοπών του έτους και επίσης γιορτάζονται σαν κοσμικές διακοπές σε πολλές χώρες με μικρούς Χριστιανικούς πληθυσμούς. Χαρακτηρίζονται κατά ένα μεγάλο μέρος με την ανταλλαγή δώρων μέσα στις οικογένειες και από τα δώρα που φέρνει ο Άγιος Βασίλης (για τους ορθόδοξους) ή Santa Claus (για το Δυτικό κόσμο), ένας μεγάλος εύθυμος άντρας με μια άσπρη γενειάδα. Οι τοπικές και περιφερειακές παραδόσεις των Χριστουγέννων είναι ακόμα πιο πλούσιες και ποικίλες παρά τη μεγάλη επιρροή των Αμερικάνικων ή Βρετανικών Χριστουγεννιάτικων μοτίβων που διαδίδονται μέσω της λογοτεχνίας, της τηλεόρασης και άλλων μέσων
Έθιμα – Λαογραφία
Γενικά τα έθιμα στις “εορτές των Χριστουγέννων” προέρχονται από ένα συνδυασμό θρησκευτικών (χριστιανικών και πρότερων), και λαϊκών παραδόσεων που εορτάζονται κυρίως από τους χριστιανούς της Ευρώπης και Αμερικής αλλά και από άλλους λαούς μη χριστιανικούς (Κινέζοι, Ιάπωνες κλπ). Στην Ελλάδα συνδυάζονται διεθνή έθιμα όπως ο Άϊ Βασίλης και η υποδοχή του νέου έτους με ελληνικά έθιμα όπως το πρωτοχρονιάτικο ρόδι και ιστορίες με καλικάντζαρους. Κάθε χώρα έχει τα ιδιαίτερα Χριστουγεννιάτικα έθιμά της.
Σημαντικότατο έθιμο στις γιορτές των Χριστουγέννων είναι η ανταλλαγή δώρων. Ιδιαίτερα για τα παιδιά, η εποχή των Χριστουγέννων είναι αυτή κατά την οποία λαμβάνουν σημαντικό αριθμό δώρων από τους γονείς και συγγενείς τους, αλλά και από τον Άϊ Βασίλη, ο οποίος κατά τη διεθνή παράδοση φέρνει τα δώρα κατεβαίνοντας από την καμινάδα του σπιτιού και τα τοποθετεί μέσα στις κάλτσες που είναι κρεμασμένες μπροστά από το τζάκι (κάλτσες των δώρων).
Σημαντικά έθιμα στις εορτές των Χριστουγέννων θεωρούνται τα Κάλαντα Χριστουγέννων, τα κάλαντα Πρωτοχρονιάς και τα κάλαντα Φώτων που ψάλλουν συνήθως μικρά παιδιά. Επίσης πολύ δημοφιλή είναι και τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια (διεθνή και εθνικά).
Κύρια έθιμα στη διακόσμηση είναι ο στολισμός του δένδρου των Χριστουγέννων (διεθνές), η απεικόνιση Φάτνη της Γεννήσεως ή Φάτνη των αλόγων, το Αλεξανδριανό ή Αστέρι της Βηθλεέμ (διεθνές), τοχριστουγεννιάτικο καράβι (ελληνική συνήθεια που έχει σχέση με την ενασχόληση των Ελλήνων με τη θάλασσα, αλλά και εκκλησιαστική αναφορά – η Εκκλησία συχνά συμβολίζεται με πλοίο), ο στολισμός τα φώτα των Χριστουγέννων (διεθνές) και το χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Στην Ελλάδα το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο στολίστηκε στα βασιλικά ανάκτορα όταν ήταν βασιλιάς ο Όθωνας.
Φαγητά των Χριστουγέννων
Τοπικά έθιμα σε περιοχές της Ελλάδας
Στο διήγημα του “Τα χριστουγεννιάτικα τσαρούχια” ο Γ. Αθάνας έχει δώσει παραστατικά τη χρησιμότητα του εθίμου του σφαξίματος του χοίρου στην οικιακή οικονομία της Ρούμελης και όχι μόνο:
“Στα μέρη μας, γράφει, σφάζουνε τα θρεφτά γουρούνια την παραμονή των Χριστουγέννων. […] το πετσί τους γδέρνεται, αλατίζεται και απλώνεται στον ήλιο. Απ’ αυτήν βγαίνουν τα γουρνοτσάρουχα της φαμελιάς. Το πάχος γίνεται γλίνα, οι χοντράδες γίνονται τσιγαρήθρες, κι έπειτα μένουν τα κόκκαλα για μαγειρευτά, τα εντόσθια για πηχτές και για ματιές, το κρέας για λουκάνικα και για παστουρμά. Μ’ ένα καλό γουρούνι περνάει τον υπόλοιπο χειμώνα η φτωχοφαμελιά”.
Στη Θεσσαλία, στη Ρούμελη, στο Μωριά αλλά και στη Νησιωτική Ελλάδα, κυρίως του Αιγαίου, χαρακτηριστικά της γιορτής των Χριστουγέννων ήταν το διαρκές άναμμα της φωτιάς (κρατάει όλο το Δωδεκαήμερο) που έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα κατά των καλικάντζαρων και των κακών πνευμάτων και το σφάξιμο και μαγείρεμα του γουρουνιού. Όσοι δεν είχαν γουρούνι σφάζανε γίδα ή πρόβατο. Στόλιζαν το σπίτι με κλαδιά κέδρων και αγριοκερασιάς. Δεν λούζονταν, γιατί το θεωρούσαν γρουσουζιά, κι έβαζαν ένα αγοράκι να κάνει ποδαρικό.
Η γνωστή αναπαράσταση με τους μάγους να επισκέπτονται τον νεογέννητο Ιησού στη φάτνη μάλλον είναι πάντως ιστορικά ανακριβής, καθώς η Καινή Διαθήκη λέει ότι η επίσκεψή τους έγινε “εις την οικίαν” όπου βρισκόταν το “παιδίον” με τη Μαρία (Ματθ. 2:11). Αν το “παιδίον” σημαίνει παιδάκι ή αγοράκι τότε η λεπτομέρεια αυτή εξηγεί γιατί ο Ηρώδης διέταξε να θανατωθούν τα νήπια “από διετούς και κατωτέρω”, και όχι απλώς τα βρέφη (Ματθ. 2:16). Κατ’ άλλους, απλώς ο Ηρώδης έβαλε χρονικά όρια ασφαλείας για να επιτύχει με βεβαιότητα το σκοπό του.
Για τους Ευρωπαίους και τους Βορειοαμερικανούς, το γεγονός της γέννησης του Χριστού συνδέθηκε με χιόνια και έλατα, που βέβαια δεν υπάρχουν στην Παλαιστίνη.
Η Βηθλεέμ όσο και τα Ιεροσόλυμα είναι οι πόλεις όπου γιορτάζονται τρεις φορές τα Χριστούγεννα.
Οι Καθολικοί και οι Διαμαρτυρόμενοι γιορτάζουν τα Χριστούγεννα την 25η Δεκεμβρίου σύμφωνα με το νέο Γρηγοριανό ημερολόγιο, ενώ
οι Ελληνορθόδοξοι στις 7 Ιανουαρίου του νέου έτους, ημερομηνία που αντιστοιχεί στις 25 Δεκεμβρίου κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο.
Η Αρμενική Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει τα Χριστούγεννα μαζί με τα Θεοφάνια στις 19 Ιανουαρίου, ημερομηνία που αντιστοιχεί στις 6 Ιανουαρίου κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο.
Σήμερα στη γενέτειρα του Χριστού κατοικούν περίπου 35.000 Μουσουλμάνοι και 15.000 Χριστιανοί.