Απορρίφθηκε η έφεση που υπέβαλε πατέρας που βίαζε την 9χρονη κόρη του επί τρία χρόνια, στον οποίο επιβλήθηκε ποινή 15 χρόνων.
Συγκεκριμένα, ο πατέρας καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο σε 26 κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα. Η κόρη του κατά την περίοδο της τέλεσης των αδικημάτων (2010-2013) ήταν 9 χρόνων. Δηλαδή, όταν κατέθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο βασίστηκε στη δική της, χωρίς ενίσχυση, μαρτυρία για να καταδικάσει τον Εφεσείοντα, ήταν ακόμα ανήλικη.
Εντύπωση προκαλεί η στάση τόσο του πατέρα όσο και της κόρης αλλά για διαφορετικούς λόγους. Αρχικά, ο καταδικασθείς όταν κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να τηρήσει σιωπή, ενώ δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα προς υπεράσπιση του. Από την άλλη, το Κακουργιοδικείο, αφού συνόψισε τη μαρτυρία που δόθηκε από τον κάθε μάρτυρα, την αξιολόγησε και κατέληξε σε αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας. Ειδικότερα, αναφορικά με τη μαρτυρία της ανήλικης, ανέφερε ότι τους έκανε εξαιρετικά θετική εντύπωση και ότι τίποτε δεν κλόνισε τη μαρτυρία της.
Προς απόδειξη των κατηγοριών έδωσαν μαρτυρία συνολικά εννέα μάρτυρες, μεταξύ των οποίων η μητέρας της 9χρονης, η αδελφή της, η θεία της μητέρας της, ο φίλος της, η ψυχοθεραπεύτρια και ο κλινικός ψυχολόγος, καθώς δύο αστυνομικοί.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Η μητέρα της ανήλικης εργαζόταν σε δύο δουλειές και απουσίαζε πάρα πολλές ώρες από το σπίτι, με αποτέλεσμα η κόρης της να μένει πολλές ώρες μόνη με τον πατέρα της, εφόσον η αδελφή της, είχε φύγει για σπουδές. Οι σχέσεις της μητέρας με τον σύζυγό της ήταν πολύ άσχημες, εφόσον συχνά τσακώνονταν μεταξύ τους, κυρίως γιατί αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα και πολλές φορές ο κατηγορούμενος είχε κτυπήσει τόσο τη σύζυγό του όσο και την κόρη του που είχε φύγει για σπουδές. Η τελευταία φορά που η σύζυγός του υπήρξε θύμα ξυλοδαρμού, ήταν τον Αύγουστο του 2015. Μετά από αυτό το επεισόδιο, επήλθε ο χωρισμός της με τον σύζυγό της και μετά από Διάταγμα του Δικαστηρίο, ο κατηγορούμενος εγκατέλειψε τη συζυγική οικία.
Όταν η ανήλικη ήταν 9 χρονών, δηλαδή μετά τον Νοέμβριο του 2010, ένα βράδυ γύρω στις 10:00 μ.μ., στις γιορτές των Χριστουγέννων – όταν τα σχολεία ήταν κλειστά και φοιτούσε στην τετάρτη τάξη του Δημοτικού – βρισκόταν μόνη της στο σπίτι με τον πατέρα της. Μετά από μια λογομαχία και καυγά που είχε με τον καταδικασθέντα, ο οποίος σχετιζόταν με το φαγητό της, η ίδια θύμωσε και πήγε στο δωμάτιο της κτυπώντας την πόρτα του διαδρόμου και του δωματίου της. Τότε ο πατέρας της μπήκε στο δωμάτιο της, άρχισε να την κτυπά και στη συνέχεια την έσπρωξε στο κρεββάτι της. Της αφαίρεσε το παντελόνι της, όπως και το δικό του παντελόνι και εσώρουχο και τη βίασε.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου «χωρίς τη θέληση της, τη βίασε και της κρατούσε τα χέρια από τους καρπούς. Κατά τη διάρκεια του βιασμού της πονούσε πάρα πολύ, και ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει».
Στη συνέχεια ο πατέρας έφυγε από το σπίτι και της είπε ότι δεν έπρεπε να πει τίποτα και σε κανένα και να μην «κλαφτεί στην μάμα της». Η ίδια, μετά το βιασμό της, παρατήρησε αίμα στο εσώρουχο της. Έμεινε μόνη της σε μια γωνιά του δωματίου της και έκλαιγε γιατί ένοιωθε πολύ άσχημα. Πίστευε ότι η ζωή της είχε τελειώσει, ότι δεν χρειαζόταν να κάνει οτιδήποτε πλέον στη ζωή της, ότι δεν είχε κανένα δίπλα της, κανένας δεν θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Φοβόταν να το αναφέρει σε οποιονδήποτε ούτε και στη μητέρα της εφόσον αυτή απουσίαζε από το σπίτι πάρα πολλές ώρες και αυτό σήμαινε ότι θα έμενε μόνη μαζί με τον πατέρα της. Έτσι φοβόταν ότι αν ο πατέρας της μάθαινε ότι το είχε εκμυστηρευθεί σε οποιονδήποτε, θα την κτυπούσε και θα την βίαζε ξανά.
Ένα χρόνο μετά η ανήλικη βρισκόταν μόνη της στο σπίτι, εφόσον η μητέρα της εργαζόταν, φορούσε τα τακούνια που της είχε αγοράσει ο πατέρας της και έκανε φραπέ στην κουζίνα. Τότε έφτασε στο σπίτι ο πατέρας της, ο οποίος είχε σχολάσει από τη δουλειά του, άφησε τα κλειδιά του στον πάγκο της κουζίνας, την πλησίασε και χωρίς να της πει οτιδήποτε, την κτύπησε πολύ με τα χέρια του σε διάφορα μέρη του σώματος της και ήταν πολύ νευριασμένος, όμως η ίδια δεν γνώριζε τον λόγο. Ενώ την κτυπούσε, την άρπαξε από το χέρι, την τράβηξε και την πήρε στο δωμάτιο της. Την έσπρωξε στο κρεβάτι της και της αφαίρεσε το κοντό άσπρο παντελονάκι και την άσπρη κοντομάνικη φανέλα που φορούσε. Της αφαίρεσε επίσης το εσώρουχο της, όπως και το δικό του παντελόνι και εσώρουχο και ξάπλωσε από πάνω της. Η ίδια προσπάθησε να τον σπρώξει αλλά δεν τα κατάφερε και σταμάτησε να αντιδρά. Ο κατηγορούμενος κρατούσε τα χέρια της με τα δικά του χέρια και τη βίασε. Στη συνέχεια, φόρεσε τα ρούχα του και έφυγε από το δωμάτιο της, χωρίς να της πει οτιδήποτε, ενώ η ίδια παρέμεινε εκεί και έκλαιγε συνέχεια.
Σύμφωνα πάντα με όσα αναφέρονται στη δικαστική απόφαση, κάποια μέρα – χωρίς να θυμάται η ανήλικη αν ήταν χειμώνας ή καλοκαίρι – ενώ αυτή βρισκόταν στο σπίτι της γιαγιάς της, της μητέρας του πατέρα της, τσακώθηκε μαζί της, έφυγε από το σπίτι της και πήγε σε ένα κοντινό πάρκο. Ήταν απόγευμα και ο πατέρας της, ο οποίος είχε σχολάσει από την εργασία του, έφτασε με το αυτοκίνητο του στο πάρκο. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο του, την πλησίασε και την κτύπησε με τα χέρια του στο πρόσωπο της. Στη συνέχεια την έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο, την μετέφερε στη γιαγιά της, από την οποία ζήτησε συγγνώμη, όπως της είχε επιβάλει ο πατέρας της, και πήγε μαζί με του στο σπίτι τους. Εκεί ο πατέρας της την κτύπησε ξανά και την έριξε με το ζόρι πάνω στον καναπέ. Αφαίρεσε τα ρούχα της όπως και το δικό του παντελόνι και εσώρουχο και την βίασε ξανά με το ζόρι. Η ίδια έκλαιγε πολύ, κάτι όμως που δεν ενδιέφερε καθόλου τον κατηγορούμενο και συνέχιζε να την βιάζει.
Επίσης, μια άλλη μέρα όταν βρισκόταν στο σπίτι της γιαγιάς της, η γιαγιά της είχε ανέφερε στον πατέρα της ότι η ίδια δεν της συμπεριφερόταν καλά, κάτι που τον εκνεύρισε όπως πάντα. Πολύ νευριασμένος, την μετέφερε στο σπίτι τους και απευθείας στο δωμάτιο της. Η ίδια δεν αντέδρασε καθόλου, γιατί γνώριζε ότι πάλι θα την βίαζε. Την έσπρωξε στο κρεβάτι της, της αφαίρεσε τα ρούχα της, όπως και το δικό του παντελόνι και εσώρουχο, και τη βίασε. Ο πατέρας της ήταν πολύ άγριος και βίαιος και αντιλαμβανόταν ότι όταν την βίαζε «έβγαζε από μέσα του θυμό».
Κάποια ημέρα, όταν βρισκόταν στο σπίτι της γιαγιάς της και ο πατέρας της είχε σχολάσει από την εργασία του το απόγευμα, η γιαγιά της του ανέφερε πως η ίδια την είχε κτυπήσει ενώ τσακώνονταν. Μόλις ο καταδικασθέντας τη μετέφερε στο σπίτι τους, την κτύπησε πολύ. Στη συνέχεια την τράβηξε στον καναπέ και τη βίασε. Όπως ξάπλωνε από πάνω της, κρατούσε τα χέρια της με τα δικά του χέρια και ήταν πολύ θυμωμένος μαζί της. Η ίδια έκλαιγε αλλά αυτό δεν ενδιέφερε τον κατηγορούμενο καθόλου και την βίασε.
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος αρκετές φορές στο σαλόνι του σπιτιού τους την «χούφτωνε», δηλαδή άγγιζε το στήθος της ή τον γλουτό της.
Η τελευταία φορά που ο πατέρας προσπάθησε να βιάσει την κόρη του, η οποία κατά τη χρονική περίοδο ήταν ηλικίας 11½ χρονών και πήγαινε στην 1η τάξη Γυμνασίου, ήταν προτού αρχίσουν οι εξετάσεις του σχολείου του Ιουνίου του 2012 και ήταν βράδυ. Σ’ αυτήν του την προσπάθεια και όταν είχε βγάλει έξω το γεννητικό του όργανο, η ίδια αντέδρασε, του έδωσε ένα χαστούκι, βρήκε τη δύναμη, έφυγε από το σπίτι και πήγε στο σπίτι της φίλης της Σ. που μένει κοντά στο δικό της σπίτι. Είχε φοβηθεί πάρα πολύ, έτρεχε, έκλαιγε και διανυκτέρευσε στο σπίτι της φίλης της.
Μετά από αυτή την τελευταία προσπάθεια του, δεν έκανε ξανά κίνηση για να τη βιάσει. Μέχρι την καταγγελία της στην Αστυνομία η ανήλικη δεν ήταν έτοιμη να αποκαλύψει όλα όσα της συνέβαιναν διότι αφ’ ενός φοβόταν την αντίδραση του πατέρα της, δηλαδή μήπως της κάνει κακό και αφ’ ετέρου δεν ήθελε να στενοχωρήσει τη μητέρα της, η οποία δεν γνώριζε όλα όσα της συνέβαιναν και δεν ήθελε να νιώθει ενοχές επειδή δεν ήταν στο σπίτι μαζί της. Ο πατέρας της επιπρόσθετα, την απειλούσε ότι αν αποκάλυπτε στη μητέρα της τους βιασμούς της, θα τις σκότωνε και τις δύο.
Τελικά τα Χριστούγεννα του 2015, η ανήλικη αποκάλυψε για πρώτη φορά στον φίλο της, τους βιασμούς της από τον πατέρα της. Αυτό έγινε γιατί ο φίλος της την πίεζε ώστε να ολοκληρώσουν σεξουαλικά τη σχέση τους. Στις 3.1.2016 το αποκάλυψε στη μητέρα της με χειρόγραφο σημείωμα.
Η καταδίκη και η απόρριψη της έφεσης
Το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον Εφεσείοντα σε πέντε κατηγορίες βιασμού, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορίες 1-5), σε πέντε κατηγορίες διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13, κατά παράβαση του Άρθρου 153(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορίες 6-10), σε πέντε κατηγορίες αιμομιξίας, κατά παράβαση του Άρθρου 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορίες 11-15), σε δέκα κατηγορίες σεξουαλική εκμετάλλευσης παιδιού, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4, 10 και 17 του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(Ι)/2007 (Κατηγορίες 16-20 και 22-26) και σε μία κατηγορία απόπειρας βιασμού κατά παράβαση του Άρθρου 146 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορία 21). Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον Εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 15 χρόνων στις κατηγορίες 1-5 και 6-10.
Εντούτοις, ο πατέρας υπέβαλε έφεση, προβάλλοντας τον λόγο ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα τον καταδίκασε, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, αφού η μαρτυρία της ανήλικης δεν ήταν τέτοιας ποιότητας και στερείτο πειστικότητας, αλλά και λογικής συνοχής ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά σε αυτή».
Το δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση του πατέρα ανέφερε ότι: « δεν βρίσκουμε κανένα έρεισμα για να επέμβουμε στην κρίση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αξιοπιστία της Παραπονουμένης. Οι κατ΄ ισχυρισμόν αντιφάσεις και ανακολουθίες της Παραπονουμένης δεν ήταν σημαντικές ώστε να επηρεάσουν αρνητικά την αξιοπιστία. Το Κακουργιοδικείο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια και έχοντας έναντι μας τη μοναδική ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, κατέληξε σε εύλογα επιτρεπτό εύρημα ως προς την αξιοπιστία της» .
ΠΗΓΗ: Sigmalive