Γράφει ο Alexandros Raskolnick
«Αποκάλυψη Ρούντι Ρινάλντι για μυστικό έγγραφο του ΣΥΡΙΖΑ για τη διαπραγμάτευση του 2015.»
«Φέρεται να είχε αποφασιστεί από το 2014 να απορριφθεί η μονομερής κατάργηση του μνημονίου.»
Αυτοί είναι οι υπέρτιτλοι, της διαδικτυακής αρθρογραφίας και αύριο θα το πιάσουν και τα ραδιόφωνα, μπορεί να τ’ ακούσουμε κι απ’ τα κανάλια της τηλεόρασης, μπορεί και όχι.
Στο καινούριο του βιβλίο με τίτλο «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε», λοιπόν, ο Ρούντι Ρινάλντι, πρώην μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του Σύ.Ρι.ζα. και επικεφαλής μιας από τις αποσχισμένες συνιστώσες του, ισχυρίζεται αυτό που υποψιαζόμασταν όλοι μας. Ότι, δηλαδή, ως αξιωματική αντιπολίτευση, είχαν καταλάβει εγκαίρως, πόσο γυμνοί και πόσο ανέτοιμοι ήταν για να διαχειριστούν την κατάσταση που επρόκειτο να αναλάβουν.
Αλλά μπροστά στη γλύκα της ιδέας ότι αυτοί θα διαχειρίζονταν καλύτερα τα μνημόνια, πώς θα μπορούσαν να αντισταθούν? Μια ανόητη ιδεοληψία, θα έλεγε κανείς, που όμως σύντομα μετατράπηκε σε γλύκα για τις καρέκλες, μετά που τις γεύτηκαν όλοι αυτοί οι αντιρρησίες του γλυκού νερού. Γλύκα κι αγάπη για τη μεγάλη ζωή που συνήθως απολαμβάνουν οι τσανακογλείφτες της καθεστηκυίας τάξης. Τα σημάδια υπήρχαν και ήταν σαφή, αν θέλαμε να τα δούμε.
Μπορεί να κρυβόμασταν πίσω από το δάχτυλό όλοι εμείς, αλλά κι αυτοί, θίασος ανίδεων και μαθητευόμενων μάγων, έκαναν τα πράγματα τρισχειρότερα, χωρίς προφανή λόγο. Δεν έφτανε μόνο που μας αποπλάνησαν. Δε φτάνει που κορόιδεψαν με τους θεατρινισμούς τους έναν ολόκληρο λαό! Δεν φτάνουν όλα αυτά, αλλά τα έκαναν και τα ζητήματα της διαπραγμάτευσης, χειρότερα κι από τα μούτρα τους. Πούλησαν κι εμάς και τα σπίτια μας, πουλώντας τις υποθήκες μας μαζί με τις τράπεζες. Πούλησαν και τα αεροδρόμια μας -πάει και το φιλέτο του «Ελληνικού»!
Και καλά με τα σπίτια μας, ας προσέχαμε, θα μας πουν στο τέλος! Καλά και με τ’ αεροδρόμια, ας πάνε στο διάβολο κι αυτά, πες ότι δεν μπορούσαν να τα βάλουν με τους γερμαναράδες, και τα ξεπούλησαν! Αλλά να υπογράψουν, οι ανεκδιήγητοι το ξεπούλημα του «Ελληνικού» και μάλιστα σε έναν ντόπιο ιδιώτη, πρώην ιδιοκτήτη τράπεζας που την φούνταρε και που εμείς κληθήκαμε να τη σώσαμε, με αντάλλαγμα την υπερχρέωση των δισέγγονών μας, αυτό είναι από τα άγραφα!
Ποιος άλλος σφουγγοκωλάριος της εξουσίας, θα τα είχε καταφέρει καλύτερα από αυτόν, που φωτογραφίζεται ετούτες τις μέρες στην Πλατεία Τιεν Αν Μεν και στην Απαγορευμένη Πόλη, χασκογελώντας στους Κινέζους για την εκχώρηση του Πειραιά?! Ποιος βένετος ή ποιος πράσινος θα μπορούσε ποτέ να το πετύχει αυτό το πρωτοφανές? Προφανώς κανείς!
Σήμερα, συμπληρώνεται ένας χρόνο μετά τη νίκη του «Όχι»! Ο Θεός να το κάνει «Όχι», δηλαδή, αφού μας ζήτησαν να απαντήσουμε στο ερώτημα, αν θέλουμε ή όχι, μια κακή συμφωνία, που εν τω μεταξύ είχε ήδη αποσυρθεί.
Το ηρωικό μας το «Όχι», πάντως, τους εκνεύρισε τους (συν)ετάιρους κι έγιναν ακόμα πιο κακοί, ακόμα πιο εκδικητικοί μ’ εμάς τους Έλληνες.
Όχι με τους κυβερνήτες μας, αφού αυτούς, όπως υπονοεί κι ο σύντροφος, ο Ρούντι, τους είχαν στο τσεπάκι τους οι (συν)εταίροι από την αρχή, παρά τα καραγκιοζλίκια του ασυγχώρητου πρωταγωνιστή εκείνων των ημερών, του Μπαρουφάκη!
Όχι, με μας τους τεμπέληδες και τους βρωμιάρηδες τους Έλληνες, τα είχαν οι (συν)εταίροι. Με μας, τους άθλιους, που τους εκπλήξαμε πάλι και πέρα από κάθε προσδοκία!
Με τα ΜΜΕ, τα μέσα μαζικού εμπαιγμού -που θα τα κλείνανε, οι αστείοι, τρομάρα τους- να μουγκρίζουν πάνω από τα κεφάλια μας ότι θα καταστρεφόμασταν, αν επιλέγαμε τον Αρμαγεδδώνα του «Όχι»!
Το κυριότερο, απ’ όλα τα όπλα των τρομοκρατών με τα κουστούμια, ήταν οι κλειστές τράπεζες κι οι ουρές στα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης, έμειναν αξέχαστες κι επικές. Θρήνος και οδυρμός από τους παπαγάλους της Τηλεδημοκρατίας μας, που ρωτούσαν τους συνταξιούχους των 600 ευρώ, πώς θα τα έφερναν βόλτα με τα capital controls, ώστε να ζουν με 60 ευρώ την ημέρα!
Αλλά εκεί στις ουρές του κόσμου που περίμενε για να πάρει τα χαρτονομίσματα της ημέρας, αναπτύχθηκαν, αντί για τον τρόμο, κοινωνικές σχέσεις ανθρώπινες, που πολλοί τις αναπολούν.
Παρόλα αυτά, η απόλυτη τρομοκρατία κυριαρχούσε στους μηντιακούς αιθέρες κι όμως εμείς, οι Έλληνες, είπαμε το «Όχι», κι αρνηθήκαμε τη συμφωνία τους. Κι ας ήταν μια συμφωνία που είχε αποσυρθεί. Κι ας ήταν ένα «Όχι» που ο καθένας μας το έδινε για τους δικούς του λόγους, το «Όχι» μας ειπώθηκε κι ήταν βροντερό.
Ήταν ένα «Όχι» στην τρομοκρατία του capo dei capi, signore Draghi, ένα «Όχι» στους ασεβείς πόθους του χερ Σουλτς, ένα «Όχι» στην υποκρισία του μεσιέ Γιουνκέρ, ένα «Όχι» στον ιδεοληπτικό δόκτορα Σόιμπλε, ένα «Όχι» κατά της κάστας των εραστών ενός προγράμματος “διάσωσης” που κρινόμενο από το αποτέλεσμα, έχει αποτύχει οικτρά.
Κι αυτός ο ανεκδιήγητος πρωθυπουργός, πήρε αυτό το «Όχι» και μετά από δεκαεφτά ώρες, το πούλησε κι αυτό, όπως πούλησε και το «Ελληνικό», χωρίς να μας πει τίποτα. Απατεωνίσκος του χειρίστου είδους και φτηνός τυχοδιώκτης, απέναντι σε όλους, αντιπάλους και συντρόφους. Κήρυξε νέες εκλογές ποντάροντας στο γεγονός ότι στη συνείδησή μας, οι περισσότεροι από εμάς, θεωρούσαμε τους υπόλοιπους μνηστήρες της εξουσίας χειρότερους. Και μας κορόιδεψε, όσους κατάφερε να κοροϊδέψει, τέλος πάντων, για άλλη μια, τελευταία φορά.
Πάντως, αυτό που ομολογεί ο μπάρμπα-Ρούντι, αν το δει κανείς ψύχραιμα το πράγμα, ότι δηλαδή, «η περίοδος 2012-2014 χαρακτηρίστηκε από τη μεθοδική προσπάθεια λείανσης αιχμών και εγκατάλειψης ριζοσπαστικών στόχων», είναι κάτι που το βλέπαμε και το φοβόμασταν όλοι. Κάναμε όμως τα κορόιδα αφού, όπως λένε, ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται.
Όμως αυτός ο τελικός ξεπεσμός, να έχουν γίνει ετούτοι εδώ, δουλικότεροι των προηγούμενων δουλικών, λέω και ξαναλέω ότι είναι άνευ προηγουμένου.
Άτολμοι και ανίδεοι στις συναναστροφές τους με τους έξω. Ανίκανοι να διαχειριστούν και τα εσωτερικά προβλήματα του διαλυμένου μας κράτους, που έχει μετατραπεί πλέον, απροσχημάτιστα πια, σε προτεκτοράτο. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, αλλά κυρίως απρόθυμοι να χτυπηθούν και τη ντόπια ολιγαρχία, που όπως αποδεικνύεται, περίτρανα και συνεχώς, συνεχίζει να διαφεντεύει τις ζωές μας.
Δεν υπάρχουν πια απορίες. Το βουβό κύμα, αργά η γρήγορα, θα σκάσει πάνω στους βράχους των καημών μας και θα τους πάρουν κι αυτούς τα απόνερα της Ιστορίας. Ή όπως λέει κι ο φίλος μου ο Όττο, «οι χαοτικές διαδικασίες είναι περίπλοκες και δεν βαίνουν σταδιακά. Σύμφωνα με τη θεωρία των καταστροφών, κάθε κατακλυσμιαίο γεγονός (αλλά και κάθε εξελικτικό άλμα) σωρεύεται για καιρό, μέχρι που ξαφνικά ξεσπάει απροειδοποίητα».
Συμπερασματικά, ενώ οι πηχυαίοι τίτλοι που διαφημίζουν το εν λόγω βιβλίο μπορεί να μην δικαιολογούνται, σ’ εμάς, τουλάχιστον, ας μείνει αυτό: όλοι τους γνώριζαν. Όλοι τους γνώριζαν και μόνο εμείς κοιμόμασταν, πέρσι τέτοια μέρα, τον ύπνο του δικαίου.
Κολάζ: “The Untold Story“