«Έβαλε ένα από τα αρκουδάκια της μπροστά στην οθόνη, εκείνος αυνανιζόταν μπροστά στην κάμερα»
«Όταν είσαι γονιός, κάνεις ταυτόχρονα πολλές δουλειές: εκπαιδεύεις, αγαπάς και χίλια δυο άλλα. Η πιο βασική όμως είναι να προσέχεις την ασφάλεια των παιδιών σου. Εγώ απέτυχα στο κομμάτι αυτό και δεν μπορώ να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Δεν μπορώ να σβήσω όσα συνέβησαν και πρέπει να μάθω να ζω με αυτό και να το αποδεχτώ. Το συναίσθημα δεν είναι ωραίο…», γράφει στη βρετανική εφημερίδα Independent μια μητέρα που η κόρη της έπεσε θύμα 11χρονου παιδόφιλου.
Όπως περιγράφει, της αρέσει πολύ το διαδίκτυο αλλά δεν ήθελε η μικρή της κόρη να ανοίξει λογαριασμό στο Facebook. «Το νόμιμο όριο είναι τα 13 χρόνια και εκείνη ήταν 11» γράφει, αλλά όλα τα παιδιά στο σχολείο της είχαν, και η μεγαλύτερη αδελφή της επίσης, κι έτσι δεν σταματούσε να παρακαλά τη μητέρα της να υποχωρήσει.
«Τελικά υποχώρησα. Της άνοιξα εγώ τον λογαριασμό, ιδιωτικό, της είπα πως δεν επιτρεπόταν να κάνει φίλους άγνωστα άτομα και πως μπορεί κατά καιρούς να μπαίνω να βλέπω κι εγώ τι γίνεται. Την προειδοποίησα και για τους παιδόφιλους» γράφει.
«Η μέθοδός του ήταν απλή και πολύ αποτελεσματική. Είχε γίνει φίλος με άλλα κορίτσια στο σχολείο της και όταν έκανε αίτημα φιλίας στην κόρη μου είχαν ήδη 32 κοινούς φίλους. Είχε για φωτογραφία μια θολή εικόνα ενός έφηβου με αθλητική φόρμα, το όνομά του ήταν Τζακ Σμιθ. Η κόρη μου δεν ήταν σίγουρη αν τον ήξερε αλλά είχαν 32 κοινούς φίλους οπότε συμπέρανε πως τον ήξερε και αποδέχθηκε το αίτημα φιλίας» συνεχίζει.
Η ταυτότητά του αποκαλύφθηκε μόνο στο δικαστήριο. Ζούσε δίπλα στο σπίτι της οικογένειας. Καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης. Ήταν ο χαμογελαστός υπάλληλος που βοηθούσε στο τοπικό σούπερ μάρκετ. Κοντά στα τριάντα, ψηλός, αδύνατος, αστειευόταν όταν βοηθούσε με τα ψώνια. «Θυμάμαι που είχα πει σε μια φίλη μου: ‘είδες τον καινούριο βοηθό στο σούπερ μάρκετ, είναι πολύ ευγενικός και φιλικός’. Αυτός ήταν ο άνδρας που στοχοποίησε την κόρη μου» λέει.
«Όταν ανακάλυψα τι είχε γίνει δεν μπορούσα να ακούσω λεπτομέρειες, μόνο σιγουρεύτηκα πως δεν είχαν γνωριστεί από κοντά. Η κόρη μου δεν ήθελε να μιλά γι’ αυτό κι εγώ δεν την πίεσα. Στην ανάκριση τα άκουσα όλα. Άρχισε να της στέλνει φιλικά μηνύματα, αστεία, όλα έδειχναν αθώα. Μετά της ζήτησε να ενεργοποιήσει τη webcam- εγώ δεν ήξερα καν πως το Facebook είχε τέτοια επιλογή. Αρχικά αρνήθηκε αλλά έχτιζαν μια φιλία και στο τέλος ένιωσε πως έπρεπε να το κάνει. Μου είπε πως ένιωθε να την ιντριγκάρει. Άνοιξε την κάμερα αλλά δεν έδειξε τον εαυτό της, έβαλε ένα από τα αρκουδάκια της μπροστά στην οθόνη. Εκείνος αυνανιζόταν μπροστά στην κάμερά του. Η πρώτη της σεξουαλική εμπειρία ήταν να δει το πέος ενός παιδόφιλου να αυνανίζεται, μέσα στο δωμάτιό της. Έκλεισε την κάμερα. Εκείνος άρχισε να της στέλνει μηνύματα άσεμνα, προσβλητικά, σεξουαλικά. Όταν τα διάβαζαν οι αστυνομικοί στην αρχή δεν μπορούσα να τα καταλάβω. Μου προκαλούσαν αηδία, απελπισία, σοκ και θλίψη, όλα μαζί. Η παιδική ηλικία της κόρης μου είχε μόλις στιγματιστεί. Εκείνη τον μπλόκαρε. Όλα αυτά κράτησαν δύο εβδομάδες».
Το κορίτσι δεν το είχε πει αρχικά σε κανέναν. Πέρασε πάνω από έναν χρόνο να νιώθει ντροπή, να σηκώνει το μυστικό της μόνη της. Δεν ένιωθε πια ασφαλής ούτε στο σπίτι. Είχε επιτρέψει σε έναν παιδόφιλο να «μπει» στο δωμάτιό της. «Αν κάποιος μου έλεγε το μυστικό κουβαλούσε η κόρη μου θα έλεγα πως αποκλείεται, δεν υπάρχει τίποτα που δεν συζητάμε. Κι όμως εκείνη δεν ένιωθε πως μπορούσε να μου μιλήσει επειδή είχε παραβιάσει έναν από τους κανόνες που της είχα επιβάλει για το Facebook κι αυτό οδήγησε σε κάτι φρικτό κι εκείνη ένιωθε υπεύθυνη γι’ αυτό. Δεν μπορούσε να απευθυνθεί σε κανέναν και ντρεπόταν και για τον εαυτό της» περιγράφει η μαμά της.
«Τελικά πιάστηκε. Συνέχιζε τη δράση του και μια άλλη μαμά τον κατήγγειλε. Χωρίς τη δική της πράξη ποιος ξέρει πόσα περισσότερα κορίτσια θα είχε βάλει στο στόχαστρό του και αν εξελίχθηκαν οι ορέξεις του. Κατηγορήθηκε για υποθέσεις 38 κοριτσιών» προσθέτει.
«Μήπως νόμιζα πως θα ήταν ντυμένος σαν τον Κακό Λύκο και θα είχε τη λέξη παιδόφιλος στο μέτωπό του; Ντρεπόμουν για την άγνοιά μου, ένιωθα ηλίθια» γράφει κάνοντας την αυτοκριτική της.
«Δεν ξέρω αν η κόρη μου είναι ακόμα επηρεασμένη από όλο αυτό. Αριστεύει στο σχολείο, έχει καλές φιλίες, είναι έξυπνη και έχει αυτοπεποίθηση. Νομίζω πως δεν το συζητά γιατί δεν επέτρεψε να την καθορίσει αυτό. Όταν της είπα πως ήθελα να γράψω αυτό το άρθρο και τη ρώτησα αν συμφωνούσε, μου είπε ναι χαμογελώντας. Μετά την υπόθεση αυτή της πήρα το τηλέφωνο, έκλεισα όλους τους λογαριασμούς της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και της είπα να περνά τον χρόνο της στο σαλόνι, με την υπόλοιπη οικογένεια. Δεν ήταν τιμωρία, απλώς δεν μπορούσα να σκεφτώ πως υπάρχει άλλη επιλογή. Θύμωσε αλλά το αποδέχθηκε. Την είδα να αλλάζει. Έγινε μεγαλύτερη η ενασχόλησή της με την οικογένεια, έπαιζε με τα μικρότερα αδέλφια της, μαγείρευε μαζί μας, διάβαζε περισσότερο. Άρχισε και πάλι να χαμογελά. Κάθε τόσο με ρωτούσε αν μπορούσε να πάρει καινούριο τηλέφωνο, της έλεγα όχι. Η ερώτηση άρχισε να γίνεται όλο και πιο αραιά και όταν της το επέτρεψα, ένα χρόνο μετά, είχε πια χάσει το ενδιαφέρον της» σημειώνει.
Η μοναδική συμβουλή της προς άλλους γονείς είναι να αναζητήσουν όλες τις συμβουλές και τις πληροφορίες που θα τους βοηθήσουν να προστατεύσουν τα παιδιά τους online.
Πηγή