Σημαντικός αριθμός νοικοκυριών φοβάται ότι θα χάσει το σπίτι του, λόγω μείωσης ή απώλειας των εισοδημάτων και των οικονομικών βαρών που έχει επωμιστεί τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνει μελέτη που δημοσιεύεται στο Οικονομικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Παράλληλα, στην ίδια μελέτη καταγράφεται η υποβάθμιση της ποιότητας διαβίωσης των νοικοκυριών, δραματική αύξηση των νοικοκυριών που διαβιούν σε παράγκες, υπερδιπλασιασμός των νοικοκυριών με εισοδήματα κάτω των 750 ευρώ μηνιαίως και τη μετατροπή της Ελλάδας από χώρα υποδοχής μεταναστών σε χώρα αποστολής μεταναστών σε άλλες χώρες.
Η μελέτη της Κατερίνας Αιρέτη καταγράφει τις δραματικές μεταβολές που επέφερε η κρίση στην ελληνική κοινωνία, μελετώντας τα στοιχεία στην περίοδο 2008-2012 και τα συμπεράσματα είναι απογοητευτικά, τόσο για το επίπεδο διαβίωσης όσο και για τα εισοδήματα, ενώ το ερώτημα που για την ώρα μένει αναπάντητο είναι πότε θα ανακτηθούν.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, «σημαντικός είναι ο αριθμός των νοικοκυριών που έχει υποστεί αρνητική μεταβολή στη στεγαστική του κατάσταση, ενώ αρκετά νοικοκυριά τελούν υπό καθεστώς δυνητικής επισφάλειας ως προς τη δυνατότητα διατήρησής της, είτε λόγω των οικονομικών βαρών επί των ιδιόκτητων κατοικιών τους είτε γιατί διαβιούν σε παραχωρημένες κατοικίες, των οποίων η παραχώρηση δύναται να σταματήσει να υφίσταται». Αιτίες είναι η μείωση των εισοδημάτων και η παράλληλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, που μειώνει περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Εκτός από τα νοικοκυριά που φοβούνται μήπως χάσουν το σπίτι τους, αυξήθηκε θεαματικά ο αριθμός εκείνων που ήδη το έχασαν. Διαπιστώνεται συγκεκριμένα ότι «αυξήθηκε ο αριθμός των νοικοκυριών που διαβιούν σε μη κανονικές κατοικίες, όπως καλύβες, παράγκες και καταστήματα». Μάλιστα αναφέρει πως ο αριθμός αυτών των νοικοκυριών ξεπέρασε τις 27.000 το 2012 από 16.000 περίπου που ήταν το 2008 πριν ξεσπάσει η κρίση, δηλαδή προκύπτει αύξηση κατά 71%.
Γενικότερα, ένας σημαντικός αριθμός νοικοκυριών έχει υποστεί αρνητική μεταβολή στη στεγαστική του κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνεται πως η κρίση είχε επίσης ως αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των νοικοκυριών που διαβιούν σε κατοικίες ενός, δύο και τριών δωματίων, ενώ αντίθετα μειώθηκαν τα νοικοκυριά που διαβιούν σε κατοικίες τεσσάρων δωματίων και άνω.
Η μετακίνηση των νοικοκυριών σε μικρότερες κατοικίες ερμηνεύεται μόνο εν μέρει από τις μεταβολές στη σύνθεση των νοικοκυριών (αύξηση ολιγομελών νοικοκυριών λόγω διάσπασης συμβίωσης νοικοκυριών δύο και τριών γενεών, αύξησης ζευγαριών με λιγότερα παιδιά, διαζευγμένων, μονογονεϊκών οικογενειών), κατά το υπόλοιπο αποδίδεται -σύμφωνα με την έρευνα- σε οικονομικούς λόγους. Συνέπεια της κρίσης είναι επίσης η αύξηση των νοικοκυριών που διαβιούν σε κατοικίες με υψηλό συντελεστή παλαιότητας, ενώ:
Αυξήθηκαν επίσης τα νοικοκυριά με ιδιόκτητες κατοικίες που φέρουν οικονομικά βάρη και εκείνα που διαβιούν σε κατοικίες που τους έχουν παραχωρηθεί.
Παρατηρήθηκε μετακίνηση των νοικοκυριών σε κατοικίες μικρότερου εμβαδού.
Μειώθηκαν τα εισοδήματα
Τα εισοδήματα του συνόλου των νοικοκυριών μειώθηκαν αισθητά στην πενταετία 2008-2012, ενώ αυξήθηκαν τα νοικοκυριά που εντάσσονται στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια και μειώθηκαν τα περισσότερο εύπορα νοικοκυριά. Το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα για την Ελλάδα το 2012 είχε υποχωρήσει στα περίπου 9.500 ευρώ, με αποτέλεσμα να είναι το δεύτερο χαμηλότερο, μετά από εκείνο της Πορτογαλίας (8.323 ευρώ), ενώ η Ισπανία βρίσκεται στην τρίτη από το τέλος θέση με 11.970 ευρώ.
Το μέσο εισόδημα για την Ε.Ε. των 27 κρατών την ίδια χρονιά ανερχόταν σε 15.325 ευρώ. Μεταξύ των ετών 2008 και 2012 ο χάρτης των εισοδημάτων άλλαξε δραματικά. Συγκεκριμένα:
Το ποσοστό των νοικοκυριών με εισόδημα έως 750 ευρώ το μήνα (9.000 ευρώ ετησίως) από 4,8% που ήταν το 2008, το 2012 υπερδιπλασιάστηκε και διαμορφώθηκε σε 10,6%.
Στον αντίποδα, το ποσοστό των νοικοκυριών με εισοδήματα άνω των 3.500 ευρώ μηνιαίως μειώθηκε από 22,3% το 2008, σε 12,2% το 2012. Γενικότερα παρατηρείται μια τάση μετατόπισης των νοικοκυριών από την υψηλή και μέση κατηγορία στα χαμηλά εισοδήματα στην πενταετία 2008-2012, η οποία έχει επιπτώσεις στο επίπεδο διαβίωσης.
Δεν γεννάνε οι Ελληνίδες
Τεράστιο είναι και το δημογραφικό πρόβλημα, που συμπληρώνει την εικόνα της υποβάθμισης της ελληνικής κοινωνίας και αποτυπώνεται και στη σύνθεση των νοικοκυριών, όπου παρατηρείται αύξηση τόσο των ζευγαριών χωρίς παιδιά όσο και εκείνων με ένα μόνο παιδί, με τη δεύτερη κατηγορία να αυξάνεται με αλματώδη ρυθμό, ενώ αντίθετα παρατηρείται έντονη μείωση στα ζευγάρια με τρία παιδιά και άνω μέχρι 16 ετών, που μειώνονται με επίσης αλματώδη αρνητικό ρυθμό μεταβολής.
Επίσης αύξηση παρατηρείται και στα ζευγάρια με δύο παιδιά μέχρι 16 ετών, ρυθμός που δίνει προβάδισμα σε απόλυτους αριθμούς στα τετραμελή νοικοκυριά στην Ελλάδα.
Νέο κύμα μεταναστών
Στη μελέτη σημειώνεται πως «η κρίση είχε ως αποτέλεσμα η χώρα να υποστεί καταρχάς δημογραφική υποβάθμιση» και προστίθεται ότι «η Ελλάδα, από χώρα υποδοχής μεταναστών από άλλες χώρες μετατρέπεται σε χώρα αποστολής μεταναστών σε άλλες χώρες, ενώ παράλληλα παρατηρείται αισθητή μείωση των γεννήσεων και των γάμων και υψηλή άνοδος των θανάτων».
Όπως έχει καταδειχθεί από πολλές μελέτες και έχει ήδη επισημανθεί, μικρότερος ή όχι σημαντικά μεγαλύτερος αριθμός γεννήσεων από τον αντίστοιχο αριθμό των θανάτων είναι σαφής δείκτης υπογεννητικότητας και, σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, δείκτης γήρανσης του πληθυσμού.
Η καθοδική εξέλιξη του πληθυσμού, τόσο ως προς τη φυσική του κίνηση όσο και ως προς τη μεταναστευτική του διάσταση, αποτελεί ένδειξη ότι η χώρα βρίσκεται σε διαδικασία δημογραφικής υποβάθμισης. Ακόμη αναφέρεται πως στην περίοδο 2008-2012 παρατηρείται μείωση του πληθυσμού της χώρας, τόσο σε επίπεδο Ελλήνων όσο και σε επίπεδο ξένων υπηκόων.
Τέλος στο ατομικό δωμάτιο
Σύμφωνα με τη μελέτη παρατηρήθηκε αρκετά ισχυρή συσχέτιση μεταξύ ανόδου του αριθμού μελών νοικοκυριού και ανόδου αριθμού δωματίων των κατοικιών στις οποίες διαμένουν, όμως η άνοδος του αριθμού δωματίων είναι πολύ μικρότερη από την άνοδο του αριθμού των μελών του νοικοκυριού.
Διευκρινίζεται και έχει ιδιαίτερη σημασία, πως σύμφωνα με τις επεξηγήσεις της ΕΛΣΤΑΤ για τη δομή της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών και της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως κανονικό δωμάτιο θεωρείται κάθε δωμάτιο με επιφάνεια τουλάχιστον τέσσερα τετραγωνικά μέτρα, ύψος δύο μέτρα, παράθυρο, στο οποίο χωρά ένα κρεβάτι.
Αυτό σημαίνει ότι ο πραγματικός αριθμός δωματίων, όπως έχουμε συνηθίσει να τα εννοούμε και όχι βάσει των προδιαγραφών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, είναι μικρότερος, σημειώνεται στη μελέτη της ΤτΕ.