Κυριακή 3 Μαΐου: Συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια χωρίς τον Θανάση Βέγγο, τον ηθοποιό που άφησε ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
«Δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, μόνο αυτή τη φάτσα. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα» – Θανάσης Βέγγος (ο πιο σημαντικός, ο δικός μας)
Ο Θανάσης Βέγγος είναι το ασπρόμαυρο στο θερινό σινεμά της νιότης, η ταινία της Κυριακής στην τηλεόραση, το σπαρακτικό γέλιο, το θλιμμένο μας χαμόγελο, το βούρκωμά μας. Ο Θανάσης Βέγγος είναι κυτταρικός μέσα μας, μέρος μας, κομμάτι από την ανθρωπιά μας. Τίμιος, λιγομίλητος, φιλότιμος, αγωνιστής της ζωής, αθώος, συντροφικός, πιστός, όλο να τρέχει, για να προλάβει, για να πληρώσει, για να προσφέρει, για να ανταπεξέλθει, για να πολεμήσει τους Γερμανούς, για να γίνει ήρωας χωρίς να θέλει, να κάνει γενναίες πράξεις, με φόβο, ανύποπτος στην ομορφιά του, στην σπουδαιότητά του, στο μεγαλείο του, με φόντο την απλότητα, την μασίφ του λαϊκότητα, την τόσο φυσική, για αυτόν ξεχασμένη ανθρωπιά, συμπόνια, συντροφικότητα. Ο Θανάσης Βέγγος είναι ο Έλληνας στα ωραία του. Σαν τον πατέρα μας. Σαν τον παππού μας. Σαν εκείνον που κρύβεται μέσα μας, φοβισμένος, να βγει να φωνάξει τα δίκια του.
Μια ζωή σε έναν αγώνα δρόμου. Μια ζωή στη χώρα της σφαλιάρας. Μια ζωή σε έναν πόλεμο που σου ζητάνε και τα ρέστα για το τι έκανες σ’ αυτόν. Μια ζωή χαμηλών τόνων, τρυφερότητας, συστολής. Ποτέ κανένας Έλληνας καλλιτέχνης δεν λατρεύτηκε τόσο ενώ το κοινό γνώριζε τόσο λίγα γι’ αυτόν. Τον σιωπηλό, διακριτικό, τον καλό μας άνθρωπο, που κοίταζε να πιάνει λίγο χώρο, που πρόσεχε τον άλλον, που φρόντιζε να μην θίξει και να μην τον θίξουν. Είναι ο Θανάσης Βέγγος, αλλά είναι και κάποιος που έχουμε κάποτε γνωρίσει, που ίσως να του μοιάσουμε, που κάτι ωραίο δικό μας, μας θυμίζει.
126 ταινίες. Στις πρώτες δούλευε και ως φροντιστής πλατό για το μεροκάματο. Μετά ήταν παραγωγός και σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής. Το κοινό πάντα πιστό. Η τέχνη του αναγνωρισμένη. Και όμως η εταιρεία του έπεσε έξω. Ο Βέγγος έπρεπε να αγωνιστεί. Όπως όλοι οι Έλληνες. Όπως πάντα. Γεννήθηκε στο Φάληρο, από πατέρα κομμουνιστή, δημόσιο υπάλληλο, που διώχτηκε από τη δουλειά του μετά τον πόλεμο, αν και ήρωας της αντίστασης, πληρώνοντας για τα πολιτικά του φρονήματα. Ο μικρός Θανάσης, με τον πατέρα να καταδικάζεται στην ανεργία, με ενοχή τις ιδέες του, θα χρειαστεί να δουλέψει νωρίς, να ταΐσει την οικογένεια, να ζήσει ο ίδιος. Αβάσταχτη η αγωνία του βιοπορισμού. Μεροκάματα. Παιδί για τα θελήματα στη γειτονιά. Παιδί να πηγαίνει τα ψώνια των πλουσίων σπίτι. Για όποια δεκάρα, νόμισμα με τρυπούλα στη μέση, έτρεχε να κάνει τη δουλειά και μετά αγώνας δρόμου για την επομένη. Πολλές οι δουλειές και ανάμεσα σ’ άλλες η ζόρικη εργασία του βυρσοδέψη.
1948 με 1950 ο Θανάσης κάνει εξορία. Μακρόνησος. Το κόστος για μια ιδεολογία που ονειρευόταν, ακόμα, τότε, έναν καλύτερο κόσμο. Ξερονήσια. Το όνειδος της ιστορίας μας. Μες στο λιοπύρι και στην ξεραΐλα, να φτιάχνεις τις πέτρες κτήρια, που θα γκρεμιστούν για να τα ξαναφτιάξεις, σαν τους μυθολογικά καταδικασμένους Τιτάνες. Εκεί θα γνωρίσει τον Κούνδουρο. Θα παίξει το 1954 στην Μαγική πόλη και θα μπει για πάντα στο εθνικό μας DNA συναισθημάτων, στα εικονοστάσια των σάρκινων μαρτύρων, που δεν άγιασαν σε αρένες πιστές, δεν κίνησαν λιοντάρια, δεν είδαν οράματα «Εν τούτω νίκα», απλά δεν πόθησαν καμία νίκη, γιατί θα είχε προϋπόθεση την έχθρα.
«Βεγγαλικά» και λίγη τηλεόραση και ο αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης και θέατρο και «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» του Βούλγαρη. Μας συνθλίβει την ψυχή με τα βλέμματά του στο «Όλα είναι Δρόμος» και με εκείνη την ατάκα στην ταινία του Αγγελόπουλου, πως «άμα είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να το κάνει γρήγορα, γιατί το αργά πονάει». Επίδαυρος και Περί Ανέμων και Υδάτων στην τηλεόραση, τρίτο και τελευταίο. Μια οικογένεια σαν αυτόν διακριτική, αγγελικά προστατευτική γύρω του. Ένα ατύχημα σε μια αφύλακτη διάβαση τρένου. Μια κοινωφελής ή καλύτερα άλλη μια προσφορά του Βέγγου, διαφήμιση για να προσέχουμε όλοι. Πάντα ευσυγκίνητος και σιωπηλός τα τελευταία χρόνια της ζωής, αυτός που μας χάρισε τόσο γέλιο, ήταν και παρέμεινε η ενσάρκωση της τρυφερότητας. Ως τις 3 Μάιου του 2011, που στα 84 του χρόνια, ο Θανάσης, ο Βέγγος, ο γλυκός όλο ωραιότητα Έλληνας, ολοκλήρωσε τον τελευταίο του αγώνα στα νοσοκομεία ύστερα από πολλούς μήνες νοσηλείας. Για κείνον τον Έλληνα που χάσαμε οι ίδιοι κάπου στο δρόμο, ή καλύτερα κλείσαμε μέσα μας, για εκείνον τον συναισθηματικό άνθρωπο, που ονειρευόταν την ευτύχισα σε ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι, ένα λουλούδι σε ασπρισμένο τενεκέ, ένα κελάηδημα από καναρίνι, μιαν αυλή και έναν ήσυχο ύπνο το βράδυ, το αντίο τρία χρόνια, τώρα αιωρείται πάνω μας, σαν να μη θέλουμε να το αποδεχτούμε.
12.000.000 ευγνωμονούμε, όρθιοι τον χειροκροτούμε και ξέρουμε πως ο Θανάσης Βέγγος πια σταμάτησε να αγωνίζεται, σταμάτησε να τρέχει, πήγε να ξεκουραστεί παίρνοντας μαζί του, τα πιο συναισθηματικά κομμάτια της συλλογικότητάς μας. Και μένει εκείνος ο κοινός τόπος που συναντιόμαστε κοιτώντας τον, γιατί οι «Γερμανοί» πάντα, «ξανάρχονται» και ο Θανάσης, θέλει, δεν θέλει θα πολεμήσει. Όπως όλοι μας…
Λείπεις, μας λείπεις, καλέ μας άνθρωπε…