Τα …γκουρμέ της Κατοχής
Γαϊδουροκεφαλές …φιλέτο, χόρτα γιαχνί και σαρδέλες για δώρο
Τέτοιο καιρό, πριν από 70 περίπου χρόνια, τον Απρίλη του 1941, οι Γερμανοί έμπαιναν στην Αθήνα (27 Απρίλη) και ξεκινούσε για την Ελλάδα η κατοχή. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, τα τρόφιμα εξαφανίζονται, η πείνα γίνεται μόνιμος σύντροφος του ελληνικού πληθυσμού με αποτέλεσμα περίπου 40.000 συμπατριώτες μας να χάσουν τη ζωή τους το χειμώνα του ΄41 – ΄42.
Γιατί τα θυμηθήκαμε όλα αυτά;
Τα φαγητά που έτρωγε ο κόσµος στη γερµανοκρατούµενη Αθήνα, οι «Συνταγές της… πείνας» (εκδόσεις Οξυγόνο 2011),είναι το αντικείµενο πρωτότυπης ιστορικής έρευνας της γνωστής ιστορικού Ελένης Νικολαΐδου*, που αναδεικνύει ανάγλυφα ιστορίες καθηµερινής τρέλας στην κατεχόµενη πόλη.
Στα χρόνια της Κατοχής, τα χόρτα ήταν στο επίκεντρο των συνταγών στα αλµυρά φαγητά και η σταφίδα στα γλυκά
«Παίρνετε τις ντοµάτες, αν τις βρείτε, τις λειώνετε, τις βράζετε και µετά ρίχνετε τις ελιές: 5 µε 6 ελιές για κάθε άτοµο της οικογένειας. Να µια νόστιµη σούπα που δεν την είχατε σκεφτεί πριν». Τέτοιου τύπου συµβουλές έδιναν καθηµερινά οι εφηµερίδες της Κατοχής, καθώς οι ελλείψεις προϊόντων, οι αστρονοµικές τιµές, η µαύρη αγορά έκαναν την επιβίωση δύσκολη και έφερναν την ασιτία προ των πυλών.
Αν σε κάποιον είχε περισσέψει από το µεσηµέρι ένα πιάτο φασολάκια γιαχνί, ο περίφηµος Νίκος Τσελεµεντές στη στήλη του σε εφηµερίδα πρότεινε: «Ψιλοκόψτε το περίσσευµα, ρίξτε το στην κατσαρόλα, ρίξτε και αρκετό νερό, βάλτε και µερικές ελιές και έτοιµη η σούπα».
Στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνά της µε τίτλο «Οι συνταγές της… πείνας», η ιστορικός Ελένη Νικολαΐδου παρουσιάζει όλες τις λεπτοµέρειες της δύσκολης καθηµερινότητας του Αθηναίου στην Κατοχή µαζί µε περισσότερες από εβδοµήντα σελίδες µε τις συνταγές που χρησιµοποιούσαν τότε οι άνθρωποι για να στρώνουν ένα τραπέζι, έστω και εκ των ενόντων. Φασολάκια χωρίς φασόλια, µουσταλευριά χωρίς… µούστο, βλίτα ογκρατέν, βλιτοκεφτέδες, βιεννέζικο «νόκερλ» από πατάτες, λάχανο µε κάστανα, µελιτζάνεςµε πουρέ πατάτας, κολοκύθια γεµιστά µε τραχανά, σπανακοπίλαφο, σέσκουλα πουρέ, κυδωνόπαστο, µαρµελάδα πορτοκάλι χωρίς ζάχαρη, τσάι πορτοκαλιού.
Τα χόρτα ήταν στο επίκεντρο των συνταγών στα αλµυρά και η σταφίδα στα γλυκά. Η σταφίδα άλλωστε, λόγω της µεγάλης θερµιδικής της αξίας, έσωσε κόσµο στην Κατοχή.
Επιπλέον, όλα αυτά είχαν όνοµα και µάλιστα ευφάνταστο: λέγονταν «πολεµικά εδέσµατα».
Μπορεί και να τα… ξαναχρειαστούµε, λέει µεταξύ σοβαρού και αστείου η συγγραφέας Ελένη Νικολαΐδου που, εκτός από το ότι συµβουλεύτηκε µια εκτενή βιβλιογραφία, αποδελτίωσε τρεις εφηµερίδες της εποχής: τα «Αθηναϊκά Νέα», την «Καθηµερινή» και τη «Βραδυνή». Ενώ ταυτόχρονα κατέγραψε και το βασικό χρονολόγιο της κατοχικής Αθήνας µε τις διαδικασίες παράδοσης της πόλης, τις τρεις κυβερνήσεις (Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλου, Ράλλη) της περιόδου αυτής, τις πρώτες απεργίες των δηµοσίων υπαλλήλων, τις πρώτες αντιστασιακές ενέργειες, τις µαζικές εκτελέσεις. Το αποτέλεσµα είναι εντυπωσιακό. Διαβάζοντας µαθαίνουµε λ.χ. ότι παγωτά και πάστες φτιάχνονταν από σταφιδίνη. Και ότι είδος µεγάλης κατανάλωσης ήταν η σταφιδόπαστα που φτιάχνεται από µαύρες σταφίδες και μοιάζει µε κέικ.
Διαβάζουµε ότι στα περισσότερα εξοχικά κέντρα οι πελάτες τότε προσέρχονταν µε τα φαγητά τους. Και ότι δεν ήταν λίγα τα εξοχικά κέντρα που νοίκιαζαν τα καθίσµατά τους µε µοναδική υποχρέωση του πελάτη να πάρει ένα ποτήρι κρύο νερό.
Στα Χαυτεία υπήρχαν ζαχαροπλαστεία που πωλούσαν γλυκίσµατα ακατάλληλα προς βρώση, κατασκευασµένα µε τσουένι (ρίζα κέθρου) και άλλες επιβλαβείς ουσίες. Το σαπούνι ήταν σπάνιο. Κάποιοι αετονύχηδες πωλούσαν νέο είδος σαπουνιού που, αν το χρησιµοποιούσες, κατέστρεφες τα ρούχα σου ή βρώµιζες το σώµα σου χειρότερα από πριν.
Οι γάµοι γίνονταν µε µαύρα κουφέτα! Επειδή τα κουφέτα ήταν πανάκριβα και δυσεύρετα, έφτιαχναν κουφέτα από καμένη ζάχαρη.
Ως νόστιµο χειµωνιάτικο φρούτο οι άνθρωποι κατανάλωναν κούµαρα. Τα κούµαρα έχουν γλυκιά γεύση, αλλά είναι γεµάτα µε σκληρούς σπόρους και πρέπει να τρώγονται σε µια συγκεκριµένη φάση ωρίµανσης, ενώ δεν αντέχουν σχεδόν καθόλου µετά τη συγκομιδή.
Οι τιµές των βιβλίων δεκαπλασιάστηκαν µέσα στους πρώτους µήνες του 1942. Κι επειδή από τους πρώτους ήδη µήνες της Κατοχής είχαν επιταχθεί τα αυτοκίνητα, η βενζίνη είχε έλλειψη και τα µέσα µεταφοράς σπάνιζαν, οι Αθηναίοι διένυαν τις περισσότερες αποστάσεις µε τα πόδια. Τα γαϊδούρια έγιναν της µόδας, αλλά ένα γαϊδουράκι κόστιζε όσο κόστιζε προπολεµικά µια µοτοσυκλέτα. Αργότερα τα έσφαζαν κι αυτά για το κρέας τους.
Σαρδέλες για δώρο
Στις γιορτές, οι Αθηναίοι συνέχιζαν να ανταλλάσσουν επισκέψεις, αλλά για δώρα έδιναν τρόφιµα. Τα καταστήµατα πλάσαραν στις βιτρίνες ως καλύτερα δώρα µεγάλες στολισµένες σακούλες που περιείχαν δύο κοµµάτια µαντολάτο, δύο κοµµάτια παστέλι, πενήντα φιστίκια, πενήντα αµύγδαλα κ.ο.κ. Οι βασιλόπιτες από χαρουπάλευρο και σταφίδες κόστιζαν µια περιουσία. Τα Χριστούγεννα του 1941 ένα µαγαζί πωλούσε για πρωτοχρονιάτικο δώρο παστές σαρδέλες. Ο καθένας πωλούσε ό,τι µπορούσε. Κατάστηµα που προπολεµικά πωλούσε µόνο ηλεκτρικά είδη τώρα δίπλα στην ηλεκτρική συσκευή είχε ένα µικρό, πανάκριβο γλυκό,50 δραχµές το κοµµάτι. Και τα γνωστά ανθοπωλεία της Βασιλίσσης Σοφίας στη Βουλή πουλούσαν επίσης µελιτζάνες, κολοκυθάκια και παντζάρια…
Γάτες και σκύλοι
Τον πρώτο χειµώνα της Κατοχής εξαφανίστηκαν από την Αθήνα γάτες και σκύλοι για ευνόητους λόγους. Η Αστυνοµία συνέλαβε κάποιον που προσπαθούσε να πουλήσει σκύλο ράτσας «λουλού» ως αρνάκι γάλακτος. Αλλος συνελήφθη να πουλάει κοκκινιστές γάτες στην κατσαρόλα, ενώ µια γάτα ήταν γδαρµένη και την πωλούσε για κουνέλι. Σε µια συνοικία της Αθήνας, τον Ασύρµατο, µια γυναίκα έσφαζε σκυλιά, τα µαγείρευε και τα πουλούσε ως φαγητό. Οταν πιάστηκε, είχε µαγειρέψει έναν σκύλο µε κολοκυθάκια. Το σκληρό κρέας είχε βάλει σε υποψίες έναν πελάτη που µασούσε το κρέας και δεν µπορούσε να το καταπιεί.
Σύμφωνα με την Ελένη Νικολαΐδου το Μάρτιο του 1942 συνελήφθη κάποιος που είχε µαζί του τρεις γαϊδουροκεφαλές και τις πήγαινε σε εστιατόριο. Ο εν λόγω πολίτης έσφαζε συστηµατικά γαϊδούρια και τα καλύτερα κοµµάτια των ζώων τα πωλούσε σε πολυκατοικίες του Κολωνακίου ως… µοσχαρίσια φιλέτα.
Τα λιγότερο καλά τα πήγαινε σε άλλες συνοικίες.
Στην Καισαριανή διέθεταν κατά σύστηµα το κοινό αλογίσιο κρέας, το οποίο γινόταν ανάρπαστο. Ο Τύπος, µάλιστα, δεν δίστασε να επιδοκιµάσει την πρακτική:
«Σ’ όλον τον κόσµον τρώγεται τοάλογον. Και εφ’ όσον έχει επιστηµονικώς διαπιστωθεί ότι είναι κατάλληλον προς βρώσιν είναι ακατανόητον, µε τας σηµερινάς µάλιστα δυσχερείας, να το κρατάµε µακριά από τις κουζίνες µας». www.edugate.gr