Το στάχυ του άδυτου.
Τη μύηση και την τελετή ακολουθούσε η εποπτεία, η οποία αποτελούσε την τρίτη και την υψηλότερη βαθμίδα των Μυστηρίων και τελούνταν τη νύχτα της 22ας Βοηδρομιώνος.
Κατά τον Ιππόλυτο, χριστιανό συγγραφέα του 2ου αιώνα μ.Χ., κεντρικό σύμβολο της εποπτείας ήταν ένα στάχυ, το οποίο φυλασσόταν στο άδυτο του Τελεστηρίου και αφού θεριζόταν τελετουργικά από ένα σιωπηλό θεριστή, τον ιεροφάντη, επιδεικνυόταν με μεγάλη επισημότητα στους πιστούς, σύμβολο της ανεξάντλητης δημιουργικής δύναμης της μητέρας γης.
Σύμφωνα με άλλους ερευνητές, στο Τελεστήριο φυλάσσονταν ομοιώματα γεννητικών οργάνων, μολονότι πράξεις οργιαστικού χαρακτήρα δεν συνάδουν με την εγκράτεια, τη νηστεία και την αυστηρή καθαρότητα που έπρεπε να τηρούν οι μύστες κατά την περίοδο των Μυστηρίων.
Την επόμενη μέρα της εποπτείας και τελευταία ημέρα των Μυστηρίων, γίνονταν μέσα στο ιερό τέμενος χοές προς τιμήν των νεκρών, κατά τις οποίες κάθε μύστης ελάμβανε δύο αγγεία γεμάτα από ένα άγνωστο υγρό και το έχυνε, ψιθυρίζοντας κάποια συμβολικά λόγια, μια τελετή που σχετίζεται με παλαιότερες γεωργικές λατρείες.
Από τη χρήση των αγγείων αυτών, η τελευταία ημέρα των Μυστηρίων ονομαζόταν πλημοχόη.
Ακολουθούσαν εκδηλώσεις με τραγούδια και χορούς και στη συνέχεια το ξόανο του Ίακχου επέστρεφε στην Αθήνα, πάλι με τη συνοδεία πομπής.
Όπως οι περισσότεροι από τους γενάρχες πιστευόταν ότι ήταν υιοί θεών, έτσι λεγόταν ότι ο Εύμολπος, αρχηγός του γένους των Ευμολπιδών, ήταν γιός του Ποσειδώνα.
Κατά την παράδοση, ο Εύμολπος είναι ιδρυτής των Ελευσινίων Μυστηρίων και κατείχε το αξίωμα του ανώτατου αρχιερέας, το οποίο κληροδοτούνταν από γενιά σε γενιά του οίκου.
Το γένος των Ευμολπιδών ήταν από τα επιφανέστερα στην Ελευσίνα και συγκαταλεγόταν στις πιο ευγενείς οικογένειες των Αθηνών, ασκώντας μεγάλη επιρροή στα κοινά.
Οι Ευμολπίδες είχαν κληρονομικά δικαιώματα, κατοχυρωμένα από την πολιτεία για τη διοίκηση και την επιμέλεια των Μυστηρίων, ενώ κατείχαν και δικαστική εξουσία, αποτελώντας δικαστικό σώμα, το οποίο έκρινε δίκες θρησκευτικής φύσης, κυρίως ασέβειας προς τα Μυστήρια.
Το τέλος των Μυστηρίων.
Από τον οίκο των Ευμολπιδών προερχόταν ο ιεροφάντης, η υπέρτατη αρχή των Μυστηρίων, στον οποίο η αθηναϊκή πολιτεία παρείχε τιμές, ανάλογες με εκείνες των πολιτικών αρχόντων. Το αξίωμά του ήταν ισόβιο και κληρονομικό στο γένος των Ευμολπιδών. Το κυριότερο καθήκον του ιεροφάντη ήταν η τεράστιας συμβολικής σημασίας επίδειξη των ιερών αντικειμένων αλλά είχε και άλλες αρμοδιότητες, όπως την ερμηνεία, για λογαριασμό της πολιτείας, των αγράφων θείων νόμων και την αυστηρή εποπτεία των τελετών, ώστε να διασφαλιστεί η άψογη διεξαγωγή των Μυστηρίων. Αντίστοιχος με τον βαθμό του ιεροφάντη ήταν αυτός της ιεροφάντιδος. Οι ιεροφάντιδες ήταν δύο, η μία της Δήμητρας και η άλλη της Κόρης και προέρχονταν και αυτές από το γένος των Ευμολπιδών.
Η δεύτερη μεγάλη οικογένεια που σχετίζεται με τα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν οι Κήρυκες, το γένος των οποίων αναγόταν στον Ερμή, και την Άγραυλο, κόρη του βασιλιά των Αθηνών, Κέκροπος. Από την οικογένεια των Κηρύκων προέρχονταν τα τρία σημαντικότερα, μετά τον ιεροφάντη, ιερατικά αξιώματα: του δαδούχου, του ιεροκήρυκα και του επί βωμού ιερέα. Ο δαδούχος ονομάστηκε έτσι από τις δάδες που κρατούσε για να ρυθμίζει τον φωτισμό και τη συσκότιση του Τελεστηρίου, κατά τη διάρκεια των τελετών, ο ιεροκήρυξ κήρυττε την επίσημη προκήρυξη των Μυστηρίων και κατά την έναρξη της τελετής επέβαλλε ιερά σιγή, ενώ ο επί βωμού ιερεύς είχε επιφορτιστεί με το καθήκον της θυσίας των ζώων στον περίβολο του ιερού.
Με την εξάπλωση και την επικράτηση του Χριστιανισμού, τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα οποία επί αιώνες κατείχαν σημαντικότατη θέση στον αρχαίο κόσμο, άρχισαν να χάνουν το κύρος και την αίγλη τους. Το θανάσιμο πλήγμα εναντίον τους κατέφερε ο ηγεμόνας των Γότθων, Αλάριχος, ο οποίος συνοδευόμενος, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ελλάδα, από ιερείς και μοναχούς, που είχαν ασπαστεί το δόγμα του Αρειανισμού, πυρπόλησε το Ιερό Τελεστήριο. Η πυρπόληση και καταστροφή των ιερών συνοδεύτηκε από τον φόνο όλου του ιερατείου, συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου ιεροφάντη, ο οποίος όμως δεν ήταν Αθηναίος, καταγόμενος από το γένος των Ευμολπιδών, αλλά κάποιος ιερέας από τις Θεσπιές που είχε ασπαστεί τη λατρεία του Μίθρα.
Έτσι επαληθεύτηκε και η προφητεία του γηραιού Νεστόριου, του τελευταίου γνήσιου και νόμιμου ιεροφάντη, ο οποίος είχε προβλέψει την καταστροφή των ειδωλολατρικών ιερών, αφού οι Εθνικοί είχαν εκτραπεί από την πίστη και την ευσέβεια προς τους αρχαίους θεούς και έσβησε η ιερή δάδά στο Τελεστήριο της θεάς, συμβολίζοντας με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το τέλος του αρχαίου κόσμου.
Η ίδρυση των Μυστηρίων.
Η λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης έφτασε στο απόγειο με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που πήρε στην Αττική και προπαντός στην Ελευσίνα, όπου πρωτάρχισαν να τελούνται τα περιλάλητα Μυστήρια, που γι’ αυτά όμως κατέχουμε ελάχιστα στοιχεία, ολότελα ανεπαρκή για να σχηματίσουμε μια ικανοποιητική ιδέα και εικόνα.
Ο Paul Foucart, ένας από τους αξιολογότερους Γάλλους επιστήμονες, γράφει στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του, «Τα Ελευσίνια Μυστήρια έγιναν αντικείμενο πάρα πολλών μονογραφιών. Βέβαια, δεν ισχυρίζομαι ότι αυτές έκαναν σκοτεινότερο το ζήτημα, αλλά όμως και δεν το φώτισαν. Ο αναγνώστης, ύστερα από το διάβασμα όλων τούτων των έργων, ζαλισμένος από την ποικιλία και την αοριστία των προτεινόμενων εξηγήσεων, θα αναρωτιέται, χωρίς φυσικά να βρίσκει απάντηση, τι ήταν ακριβώς η μύηση και ποιο σκοπό, επιδίωκε, τι δίδασκαν στους μύστες και κατά ποιο τρόπο».
Ο ίδιος συγγραφέας, ο Foucart, ισχυρίζεται ότι δεν είναι αδύνατη η λύση του προβλήματος, με τον όρο να ακολουθηθεί διαφορετική κατεύθυνση στις έρευνες.
«Πρέπει προπάντων, να εξακριβωθεί η προέλευση των Μυστηρίων. Αν μάθουμε από ποιον τόπο κατάγονταν, η γνώση της θρησκείας που τα γέννησε θα μας οδηγούσε να καταλάβουμε και το σκοπό και το γενικό τους πνεύμα».
Στην Ελευσίνια θρησκεία αποδείχτηκε η ύπαρξη δυο ολότελα διαφορετικών στοιχείων που δε συνυπήρχαν στην αρχή. Από το ένα μέρος ήταν το αγροτικό στοιχείο που έδινε στη Δήμητρα το χαρακτήρα θεότητας της γης, που παράγει όλα τα αγαθά του κόσμου από τα οποία πηγάζουν οι ευεργεσίες του πολιτισμού. Το δεύτερο στοιχείο, που παρουσιάστηκε αργότερα ήταν αυτό που σχετίζεται με τον προορισμό του ανθρώπου, με τους τελικούς σκοπούς του, με τη μέλλουσα ζωή του. Πρόκειται για αντιλήψεις ανώτερης περιωπής, για πνευματικές αναζητήσεις ανώτερου επιπέδου, που από μια εποχή κι ύστερα κατέχουν σημαντική θέση στη σκέψη των Ελλήνων.Δείτε την επόμενη ή προηγούμενη σελίδα πατώντας τα νούμερα