Παιδί Ελλήνων της Αλεξάνδρειας, η Σούλη Σαμπάχ, μια από τις τελευταίες μεγάλες θεατρίνες και ερμηνεύτριες σε μπουάτ καθώς και σε νυχτερινά κέντρα των δεκαετιών του ’50 και ’60, κατόρθωσε μέσα από τον γάμο της με τον Δημήτρη Νικολαΐδη και τη γνωριμία της με τον Βασίλη Λογοθετίδη και την Ιλυα Λιβυκού να διαπρέψει σε πολλά είδη και να ξεπεράσει ακόμα και μεγάλα ονόματα που υπήρχαν ήδη.
Ο λόγος; Οτι κατάφερνε να τραγουδήσει αραβικά τραγούδια και να τα κάνει μόδα σε εποχές που το ελαφρό και το λαϊκό τραγούδι ήταν καθιερωμένα παντού.
Ο σύντροφός
Στο σπίτι της, στην περιοχή των Αμπελοκήπων, τα πάντα θυμίζουν τη νιότη της, τότε που ήταν ακόμη στο πλευρό της ο πολυαγαπημένος -παντοτινός- σύντροφός της Δημήτρης Νικολαΐδης. Πρόκειται για ένα δίπατο, παλιό σπίτι με τεράστιες βεράντες. Στους τοίχους, παντού, μεγάλοι ρόλοι εκείνης και του Δημήτρη της. Σε κάθε της κουβέντα αναφέρεται σ’ εκείνον σαν να ζει ακόμη. Και ας έχουν περάσει 22 χρόνια από τον θάνατό του. Ζει με τις αναμνήσεις της, γελάει εύκολα και -όπως λέει- είναι αισιόδοξη, παρά το γεγονός ότι σε αυτή τη ζωή δεν έχει ούτε έναν συγγενή.
Η μεγάλη περιπέτεια υγείας που πέρασε την ανάγκασε να μείνει για πολύ μεγάλο διάστημα μακριά από κάθε είδους δημοσιότητα.
Στην πρώτη της συνέντευξη μετά την «επιστροφή από τον θάνατο», όπως η ίδια την έχει ονομάσει, μιλάει για όλα. «Οι γιατροί είπαν στους φίλους μου: “Πηγαίνετέ τη στο σπίτι της να πεθάνει ήρεμη. Δεν υπάρχει ελπίδα”. Και ο Θεός με γύρισε πίσω».
Ωστόσο πρόσφατα, εντελώς αναπάντεχα, βρέθηκε πάλι στο νοσοκομείο. Αιτία αυτή τη φορά είναι η χρόνια πάθηση που έχει, την οποία με μεγάλη υπομονή και θάρρος αντιμετωπίζει. «Κουράστηκα με τα θέματα υγείας. Ομως, δεν το βάζω κάτω. Θα το παλέψω και πάλι» μας λέει μέσα από το νοσοκομείο.
«Ο κόσμος αμέσως με λάτρεψε. Κάθε βράδυ ήμασταν με τον θίασο του Λογοθετίδη στην ταβέρνα Ο Βράχος. Μού ζητούσαν να τραγουδάω όλη νύχτα. Ετσι καθιερώθηκα»Η ζωή σας είναι, θα λέγαμε, ένα ανοιχτό βιβλίο. Ωστόσο σπάνια δίνετε συνεντεύξεις, λίγα γνωρίζουμε για εσάς. Ποια είναι η Σούλη Σαμπάχ;
Εγώ θα σας ξεκινήσω από τις πρώτες μου εικόνες. Θυμάμαι, λοιπόν, στην Αλεξάνδρεια που μέναμε το καλύτερο τουριστικό θέρετρο ήταν το Αμπού Κιρ. Από τη μια είχε αεροδρόμιο και τη Νεκρά Θάλασσα και από την άλλη τη Μεσόγειο, απ’ όπου ψαρεύαμε όλων των ειδών τα αγαθά. Η οικογένειά μου δεν ήταν πλούσια, όμως περνούσαμε υπέροχα. Κοντά είχε εργοστάσια και δούλευαν όλοι όσοι μέναμε στο χωριό μου. Υπέροχες εικόνες και ευτυχισμένη οικογένεια. Είχα και τρία αδέρφια. Από όταν έχασα τον άνδρα μου, τον Νικολαΐδη, έχω μείνει εντελώς μόνη. Δεν έχω κανέναν συγγενή. Ούτε ξαδέρφια ούτε τίποτα. Σαν την καλαμιά στον κάμπο.
Είστε μοναχικός άνθρωπος;
Μπορώ να μένω μόνη μου ολόκληρες μέρες. Λένε ότι είμαι μοναχικός χαρακτήρας.
«Από όταν έχασα τον άνδρα μου έχω μείνει εντελώς μόνη! Δεν έχω κανέναν συγγενή! Σαν την καλαμιά στον κάμπο»
Πώς αποφασίζετε και έρχεστε στην Ελλάδα από τον παράδεισο της Αλεξάνδρειας εκείνα τα χρόνια;
Ο ξάδερφος της μαμάς μου, ο Νικόλας Φύλας, που ήταν και ποιητής, είχε διασυνδέσεις με την Ελλάδα. Οταν είχε έρθει λοιπόν στην Αλεξάνδρεια ο θίασος του Λογοθετίδη, τους κάλεσε στο σπίτι μας. Και ήρθαν. Την επόμενη μέρα τούς έκανα βόλτα στην Αλεξάνδρεια για να τους δείξω τον τόπο μας. Οταν ήρθαμε στην Ελλάδα με τη μαμά μου για να την εξετάσουν οι γιατροί, ξαφνικά βλέπουμε τη Λιβυκού στον δρόμο. Στο Κολωνάκι.
Η Ιλυα για να βγάλει την υποχρέωση από όσα κάναμε για τον θίασο στην Αλεξάνδρεια μας έδωσε δωρεάν εισιτήρια για το θέατρο. Και πήγαμε στην παράσταση. Εγώ τον Νικολαΐδη τον είχα δει στον «Κληρονόμο» με τη Μανωλίδου, την Αρώνη και τον Χορν. Νόμιζα ότι τον είχα δει και στην Αλεξάνδρεια με τον θίασο Λογοθετίδη. Είχα μπερδευτεί δηλαδή. Πηγαίνω στα καμαρίνια και καθώς τον βλέπω, του λέω: «Ηρθα». Μου λέει: «Ηρθες». Του λέω: «Αλεξάνδρεια». Μου λέει: «Αλεξάνδρεια». Ο Δημήτρης μού έπιασε αμέσως την κουβέντα. Μόλις τελείωσε η παράσταση με πήρε ο θίασος και με έβγαλαν έξω. Πήγαμε στα μπουζούκια.
Η Ιλυα ήταν η καρδιά της παρέας. Χόρευε, γελούσε, γλεντούσε. Ο Λογοθετίδης δεν έβγαζε άχνα εκτός θεάτρου. Μουγκός.
Εσείς ξεκινήσατε από το τραγούδι…
Ναι. Τότε ήταν μια περίφημη ταβέρνα, Ο Βράχος. Πήγαιναν πρέσβεις, βουλευτές και πολλά μεγάλα ονόματα. Πρώτες φίρμες ήταν η Σαπουντζάκη, η Κυριακίδου και η Λάουρα. Σε ένα από τα γλέντια του θιάσου μού λέει ο Νικολαΐδης: «Σουλίτσα, δεν μας λες ένα αράπικο τραγούδι;» Και το κάνω. Ο κόσμος αμέσως με λάτρεψε. Κάθε βράδυ λοιπόν με τον θίασο ήμασταν εκεί, με εμένα να ερμηνεύω τραγούδια όλη νύχτα. Ετσι καθιερώθηκα. Λόγω του ότι ο κόσμος μού ζητούσε να τραγουδάω. Με εκείνα και με τα άλλα, ήδη τα είχα φτιάξει και με τον Δημήτρη.
Παιδιά δεν αποκτήσατε ποτέ. Γιατί αυτό;
Επρεπε να δουλεύω συνεχώς και για τους γονείς μου. Γιατί εκείνοι ήρθαν στην Ελλάδα πάμπτωχοι χωρίς απολύτως τίποτα. Μας έδιωξαν από εκεί όπου είχαμε εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια και είχαμε μείνει στον άσο. Ευτυχώς, ο μπαμπάς μου πρόλαβε και έφερε με ένα κοντέινερ κάποια κειμήλια από το σπίτι μας. Τίποτα άλλο.
Μετανιώσατε που δεν κάνατε παιδιά;
Τα παιδιά μου ήθελα να τα μεγαλώσω εγώ, και όχι κάποια νταντά. Με τη δουλειά που είχα δεν προλάβαινα.
Πέρασαν χρήματα από τα χέρια σας;
Πολλά. Ομως είχα και γονείς και αδέρφια να αναθρέψω. Τα χρήματα που έπαιρνα εγώ τη βραδιά ήταν ένα μηνιάτικο του Νικολαΐδη, γι’ αυτό δεν έκανα πολύ θέατρο. Σκέψου ούτε η Βλαχοπούλου δεν μπορούσε να πιάσει πάνω από μένα, που ήταν τότε νούμερο ένα.
Εγώ ό,τι έκανα, το έκανα αυθόρμητα. Δεν ήμουν επαγγελματίας τραγουδίστρια. Το ένιωθα. Σκέψου ότι με τα χρήματα που είχα βγάλει έζησε ο Δημήτρης με έξοδα γιατρών και νοσοκομεία δέκα ολόκληρα χρόνια. Ολα τα μηχανήματα μετά τα αγόρασα και ήρθε στο σπίτι ο Δημήτρης μου, για να αισθάνεται καλά. Και γι’ αυτό έζησε τόσο πολύ με την ασθένειά του.
«Τα χρήματα που έπαιρνα εγώ τη βραδιά ήταν ένα μηνιάτικο του Νικολαΐδη, γι’ αυτό άλλωστε και δεν έκανα πολύ θέατρο. Ούτε η Βλαχοπούλου δεν μπορούσε να πιάσει πάνω από μένα»Ο Λογοθετίδης αν δεν απατώμαι, σας πάντρεψε κιόλας με τον Νικολαΐδη…
Το ειδύλλιο μεταξύ εμού και του Δημήτρη διήρκεσε είκοσι ημέρες μέχρι τον γάμο. Με πάντρεψε όλος ο θίασος του Βασίλη. Δεκατρία άτομα. Τότε ήταν να με στεφανώσει ο θείος μου, που θα ερχόταν από την Κωνσταντινούπολη ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό. Ομως, επειδή έγιναν επεισόδια εκείνο το διάστημα, δεν κατόρθωσε να έρθει και με πάντρεψε ο θίασος του Λογοθετίδη.
Ομως, πρέπει να σου πω ότι ο Λογοθετίδης δημιούργησε θίασο εξαιτίας του έρωτά του με την Ιλυα Λιβυκού. Την ερωτεύτηκε παράφορα. Πήγε, τον είδε στο θέατρο και εκείνος την ερωτεύτηκε. Η Ιλυα τότε ήταν παντρεμένη.
Ομως ο σύζυγός της, ο Κοζύρης, δεν της έδινε διαζύγιο και έτσι έζησαν όλοι μαζί σαν μια μεγάλη οικογένεια. Οταν η Ιλυα πήγε στο Ρεξ για να τον δει, ο Λογοθετίδης είχε στρώσει με ροδοπέταλα ολόκληρη τη σκάλα, εκατοντάδες μέτρα, για να την υποδεχτεί. Τζέντλεμαν».
«Υπήρξαν αντιζηλίες, αλλά δεν τα κατάφερναν. Η Μπελίντα προσπάθησε, αλλά δεν μπόρεσε να μου κόψει δουλειές»
Ο έρωτάς σας με τον Νικολαΐδη είναι παραδειγματικός. Πάνω από 60 χρόνια. Τι άνθρωπος ήταν;
Καταρχάς πρέπει να σου πω ότι ορφάνεψε σε ηλικία εννιά ημερών. Αρα είχε ψηθεί στη ζωή, από βρέφος. Δεν θα άκουγες ποτέ να φωνάξει, να σου αντιμιλήσει, να μη συμφωνήσει μαζί σου. Ηπιος και πράος χαρακτήρας. Ηταν κύριος. Ποτέ δεν μαλώσαμε, ποτέ δεν έφερε ο ένας αντίρρηση στον άλλον.
Ο σύζυγός σας σάς βοήθησε σε δουλειές;
Ποτέ. Ηταν πολύ υπερήφανος άνθρωπος και δεν δεχόταν να λένε ότι παίρνει τη σύζυγό του σε δουλειές μαζί του. Ούτε μία φορά δεν συνεργαστήκαμε. Κάποτε μάλιστα μου είπε μια συνάδελφος: «Αφού δεν σε παίρνει ο σύζυγός σου στις δουλειές του, πώς θα βρεις δουλειά στο θέατρο;’».
Στον κινηματογράφο κάνατε τη θρυλική «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο». Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Σακελλάριο;
Με είδε εντελώς τυχαία στον δρόμο, όταν ήρθα πρώτη μέρα και γνωρίστηκα με τον Δημήτρη. Λέει τότε στον Δημήτρη ο Σακελλάριος: «Σκέφτομαι να κάνω την ταινία “Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο” και θέλω τη μικρή να παίξει. Ο Δημήτρης όμως του το απέκλεισε, γιατί φοβόταν τους γονείς μου. Αργότερα, όταν παντρεύτηκα με τον Δημήτρη και με ξαναείδε ο Αλέκος, αμέσως με πήρε για τις ταινίες του.
Υπήρξαν αντιζηλίες απέναντί σας;
Υπήρξαν, αλλά δεν τα κατάφερναν, γιατί είχα μαζί μου όλο τον κόσμο που με λάτρευε. Η Μπελίντα, που ήταν τότε τεράστιο όνομα, μεγαλύτερο από όλους τους ηθοποιούς, προσπάθησε αρκετές φορές, όμως δεν μπόρεσε να μου κόψει δουλειές. Πήγαινε και έβαζε λόγια στους ιδιοκτήτες για μένα. Επεφταν στο κενό όμως.
Ο σύζυγός σας ταλαιπωρήθηκε πολύ με την αρρώστια του…
Πάρα πολύ, όμως. Δέκα χρόνια τα πνευμόνια του ήταν σαν κάρβουνο. Είχε οικογενειακό προηγούμενο. Εζησε λόγω του ότι ανέπνεε με το διάφραγμα, χάρη της υποκριτικής τέχνης του. Μου έμεινε στα χέρια. Τον πήρα, τον πήγα στο νοσοκομείο. Τον κρατούσαν με τα μηχανήματα.
Δεν λειτουργούσε ο οργανισμός του. Επαθε πολλαπλές ανακοπές. Ομως είχε πολύ γερή καρδιά και δεν πέθαινε. Σε μια από τις κρίσεις που είχε, ενώ τον είχαμε ξυπνήσει από την καταστολή, μόνος του έβγαλε τα καλώδια. Δεν ήθελε να ζήσει άλλο. Είχε ταλαιπωρηθεί πολύ. Επειτα από άλλες ανακοπές που έπαθε, πέθανε.
Φαντάζομαι ότι ήταν μεγάλο το σοκ για εσάς…
Δέκα χρόνια, κάθε μέρα, προσευχόμουν και έλεγα: «Δημήτρη μου, ζήσε και σήμερα».
Σας λείπει η συντροφιά του;
Υστερα από 22 χρόνια απουσίας, έχω όλα του τα πράγματα όπως ήταν τότε. Είναι σαν να ζούμε στο ίδιο σπίτι. Δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα. Τον νιώθω δηλαδή στο σπίτι μας ακόμα. Ευτυχώς, είμαι αισιόδοξο άτομο και πάντα λέω πως η ζωή συνεχίζεται.
Περάσατε κι εσείς μια μεγάλη περιπέτεια υγείας…
Γύρισα από τον θάνατο. Επεσα, έσπασα το ισχίο μου και από το χτύπημα στο κεφάλι έπαθα κάτι σαν διάσειση. Με είχαν ξεγράψει. Ημουν σε καταστολή 15 ημέρες και δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα. Μιλούσα μέσα στον ύπνο μου ενώ είχα ανοιχτά μάτια και όποιον έβλεπα νόμιζα ότι είναι ο Νικολαΐδης. Του φώναζα. Την τελευταία ημέρα, λοιπόν, ο γιατρός ζήτησε να με πάρουν από το νοσοκομείο για να πεθάνω ήρεμη στο σπίτι. Και επιστρέφοντας εκεί, επανήλθα.
Τώρα τα χρήματα φτάνουν για την επιβίωσή σας;
Ούτε κατά διάνοια! Εχω εδώ και 20 χρόνια μια κοπέλα για τις δουλειές. Τώρα, λόγω των οικονομικών, τη φέρνω λίγες ώρες. Εκείνη ανησυχεί με την κατάστασή μας. Της λέω κάθε τόσο: «Μην ανησυχείς. Ο Θεός μάς αγαπάει εμάς».
Και το κράτος τι κάνει για όλους εσάς;
Ολοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι σε ένα κράτος. Το ίδιο θεωρώ τον καλλιτέχνη με έναν σκουπιδιάρη. Αν ο σκουπιδιάρης δεν καθαρίσει, δεν θα βρομίσουμε; Οι καλλιτέχνες προσφέρουμε χαρά. Αρα όλες οι δουλειές έχουν την αξία τους.
Σας λείπει το χειροκρότημα;
Το μόνο που μου λείπει είναι ο Δημήτρης μου. Τη δουλειά μου την είχα για επιβίωση. Σκέψου ότι όλοι οι φίλοι μας ήταν μόνο κοινοί. Σκέψου ότι ο Δημήτρης ξυριζόταν και εγώ καθόμουν και τον κοίταζα στα μάτια. Οταν πέθανε, κατάλαβα ότι οι συνάδελφοί μου με αγαπάνε και με θέλουν για παρέα. Είχα τόσο κόλλημα μαζί του.
Το τηλέφωνο χτυπάει για δουλειές τώρα;
Μπα, κανείς πλέον δεν με παίρνει. Ενα τηλέφωνο είχα λάβει για το «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα», όπου θα έκανα την σύντροφο του Αντωνίου, αλλά εγώ ήμουν άρρωστη και δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω τότε.
Τον θάνατο τον φοβάστε;
Νομίζω ότι δεν θα καταλάβω τίποτα. Και τα δύο αδέρφια μου πέθαναν χωρίς να καταλάβουν τίποτα, από ανακοπή. Ετσι θέλω να φύγω κι εγώ…