Η Εθνεγερσία του 1821, είναι ένα γεγονός μοναδικό και ανεπανάληπτο.
Δε συγκρίνεται με παρόμοια ιστορικά γεγονότα, δεν εξηγείται με τα «εργαλεία» της κατεστημένης αφήγησης.
Κατά έναν φαινομενικά παράδοξο, αλλά απολύτως ευεξήγητο τρόπο, η Επανάσταση του 1821 μπήκε στην «Προκρούστεια κλίνη» και των δύο κυρίαρχων ρευμάτων που (υποτίθεται πως) αντιμάχονται ιδεολογικά στο δημόσιο χώρο τις τελευταίες δεκαετίες.
Η «δεξιά» ανάλυση, θέλει την Επανάσταση αφυδατωμένη από το κοινωνικο-απελευθερωτικό της περιεχόμενο.
Η «αριστερή» της αρνείται τον εθνοφυλετικό χαρακτήρα.
Και οι δύο, από διαφορετική σκοπιά, θέλουν να «χωρέσουν» το 1821 στα δικά τους μέτρα.
Αλλά το 1821, δε χωρά σε επιδιώξεις μονήρεις και μονομερείς.
Η Λάμψη του διασχίζει τις δογματικές φοβίες και τους ασεβείς υπολογισμούς και διαχέεται με την ταχύτητα του Φωτός στη συλλογική μας συνείδηση.
Η εξέγερση των σκλαβωμένων επί τέσσερις αιώνες στον οθωμανικό ζυγό Ελλήνων, δεν υπήρξε προϊόν της τύχης ή της συγκυρίας, όπως θέλουν να την εμφανίσουν ορισμένοι.
Στα τετρακόσια χρόνια, παρά την ευφυή πολιτική των σουλτάνων να αναθέσουν τη διοίκηση των υπόδουλων στη δημογεροντία και στην εκκλησιαστική ηγεσία (τους δοσίλογους της εποχής), η απαίτηση για Εθνική χειραφέτηση εκφράστηκε με διαρκείς πράξεις ένοπλης αμφισβήτησης της ηγεμονίας της Πύλης, άλλοτε μεμονωμένες κι” άλλοτε οργανωμένες.
Το 1821 είναι το αποκορύφωμα και η τελική επιτυχής έκβαση, όχι ο απόηχος του Διαφωτισμού.
Δε γέννησε νέο Έθνος η Επανάσταση, το Έθνος γέννησε την Επανάσταση.
Το Ελληνικό Έθνος, το ενιαίο και διαρκές στον Ιστορικό χρόνο.
Δεν το ισχυρίζομαι εγώ.
Το λένε εκείνοι που έχουν το «τεκμήριο Αληθείας» στη συνείδηση και στις προθέσεις τους.
Το λέει ο Υψηλάντης στην Προκήρυξη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος»:
«…Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω Ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες την Ελευθερίαν εις την κλασικήν γην της Ελλάδος!
Ας συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών!
Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των Πατέρων μας, οι οποίοι διά να μας αφήσουν ελευθέρους, επολέμησαν και απέθανον εκεί!
Το αίμα των τυράννων είναι δεκτόν εις την σκιάν του Επαμεινώνδου Θηβαίου και του Αθηναίου Θρασυβούλου, οίτινες κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους, εις εκείνας του Αρμοδίου και του Αριστογείτωνος οι οποίοι συνέτριψαν τον Πεισιστρατικόν ζυγόν…μάλιστα εις εκείνας Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους, του Λεωνίδου και των Τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναρίθμητους στρατούς των βαρβάρων…».
Με αυτά τα λόγια ο Υψηλάντης ταυτίζει το Έθνος με την Ελευθερία, όπως ακριβώς ο Ρήγας στον Θούριο:
«Πως οι προπάτορές μας ορμούσαν σαν θεριά
για την Ελευθερία πηδούσαν στη φωτιά
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, να αρπάξουμε για μια
τα άρματα και να βγούμε απ” την πικρή σκλαβιά…».
Όταν ο Κολοκοτρώνης λέει «Έλληνας είσαι, τι σκύβεις; Εμείς και στους Θεούς όρθιοι μιλούμε», επαναλαμβάνει το «ουκ είθισται τοις Έλλησι προσκυνεείν» του Αριστοτέλη.
Ο Μακρυγιάννης, στο γνωστό επεισόδιο με τα αρχαία αγάλματα, λέει πως «γι΄αυτά πολεμήσαμε».
Και ο Σολωμός χαιρετίζει την Ελευθερία, τη βγαλμένη από «τα κόκκαλα των Ελλήνων τα Ιερά».
Η Εθνεγερσία δεν υπήρξε ξεσηκωμός ανερχόμενων οικονομικά στρωμάτων που διεκδικούσαν πολιτική ισχύ.
Δεν είχε μονοσήμαντα ταξικό χαρακτήρα.
Οι καραβοκύρηδες της Ύδρας, των Σπετσών, η Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους δεν θυσίασαν τις περιουσίες τους και τη ζωή τους για ένα καλύτερο «business plan».
Και η μητέρα των Υψηλάντηδων που έζησε μέσα στα πλούτη και πέθανε φτωχή, όταν αποφάσισε να δώσει και τα τελευταία χρήματα που της είχαν απομείνει κι αντιμετώπισε την απορία ενός Ρώσου ευγενούς «πως θα επιβιώσει», απάντησε «έδωσα (κι΄εννοούσε έχασα) στον Αγώνα τέσσερα παιδιά και θα λυπηθώ τα χρήματα;».
Μαύρες σελίδες έχει πολλές το ’21, αναμφίβολα.
Και προδοσίες και μικρότητες ανθρώπων και τραγωδίες.
Αλλά το Μεγαλείο του τις ξεπερνά.
Και το Μήνυμά του είναι πανίσχυρο, ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή της διαφορετικής δοκιμασίας, όπου αμφισβητείται και πάλι η Ελευθερία από τους σύγχρονους τυράννους: η Ελευθερία είναι ταυτόσημη με την ύπαρξή μας, είναι η εθνική μας ταυτότητα.
Όπως ακριβώς το διακήρυξε, έναν και παραπάνω αιώνα μετά την Επανάσταση από ένα μπαλκόνι στη Λαμία, ο πρωτεργάτης μιας άλλης ένδοξης Μάχης για την Ελευθερία:
«…Κάποτε, η γωνιά αυτή της γης που πατάμε και λέγεται Ελλάδα ήτανε δοξασμένη κι΄ευτυχισμένη και είχε ένα πολιτισμό, όπου επί δυόμισυ χιλιάδες χρόνια συνεχίζει και παραμένει να θαυμάζεται απ΄όλο τον κόσμο…
Μα αργότερα την υποδούλωσαν κι΄έχασε την παλιά της αυτή δόξα… Στην εποχή της σκλαβιάς, πέρασε σκληρά, μαύρα χρόνια και πολλοί “έξυπνοι”, ανάμεσά τους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε, κι΄ότι αυτή διασταυρώθηκε με άλλες φυλές που δεν έχουν τίποτα κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή.
Μα ότι και να πούνε δεν έχει καμιά αξία.
Την ελληνικότητά μας την αποδείξαμε!
Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξανάγινε πάλι λεύτερη».
Και ο Άρης «απαντά» και στους ανιστόρητους που επιμένουν να ταυτίζουν τη μεγαλειώδη δημοτική, δηλαδή τη γνήσια λαϊκή παράδοση, με σκοτεινές εποχές που αποτέλεσαν την απόλυτη άρνηση της Ελευθερίας, δηλαδή του Ελληνισμού, όταν αναφέρεται στον αρχικό φόβο που δημιούργησε στους σύγχρονούς του η γερμανική κατοχή.
Και διαλέγει το παράδειγμα του δημοτικού τραγουδιού: «…στα προηγούμενα χρόνια, πολλοί περνούσανε από την πλατεία του Διάκου, μα κανένας δεν ένιωθε τον παλμό που περιείχε το τραγούδι που μας δίδασκε στο σχολείο ο παλιός καθηγητής μας, ο Λάσκαρης: σας ευλογεί του Διάκου μας το τιμημένο χέρι».
Αυτή η διαχρονική «ευλογία» φτάνει ως τις μέρες μας, φτάνει στη δική μας γενιά και μας δείχνει το δρόμο.
Είθε να τον βαδίσουμε ενωμένοι, υπερήφανοι και νικητές.