Είναι γεγονός ότι η Άγκυρα θα ζητήσει στις επικείμενες ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Το λένε επίσημα τουρκικά χείλη και για να μην υπάρξει καμία αμφιβολία ελήφθη σχετική απόφαση και από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας υπό την προεδρία του Ερντογάν.
Τις προηγούμενες ημέρες είχαν κυκλοφορήσει πληροφορίες ότι ασκούνται στην Αθήνα πιέσεις και από το Βερολίνο και από την Ουάσιγκτον για να αποδεχθεί “μερική αποστρατιωτικοποίηση”. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, μάλιστα, ο Πομπέο θα ασκήσει και σχετικό εκβιασμό για να επιτύχει την απόσυρση αμερικανικών οπλικών συστημάτων από τα ελληνικά νησιά.
Είχε προηγηθεί η δήλωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών ότι «πρέπει να μειώσουμε το στρατιωτικό αποτύπωμα παντού και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε διπλωματικά μέσα, όχι στρατιωτικά». Η δήλωση αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η κυβέρνηση παρέμενε για ημέρες σιωπηλή, τροφοδότησε σχετικά δημοσιεύματα, υποχρεώνοντας τον πρεσβευτή Πάιατ να προβεί σε διάψευση μέσω Twitter: «Η Αμερική δεν κάνει τέτοιες προτάσεις (για αποστρατιωτικοποίηση). Μια ασφαλής και ισχυρή Ελλάδα είναι προς το συμφέρον της Αμερικής». Λίγο αργότερα, ο Έλληνας κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι δεν τίθεται θέμα αποστρατιωτικοποίησης.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να υπογραμμισθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η Άγκυρα θέτει ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών. Μετά την κρίση στα Ίμια (1996), οι Αμερικανοί είχαν ρίξει στο τραπέζι την πρόταση η Ελλάδα να αποστρατιωτικοποιήσει τα νησιά, αφήνοντας εκεί μόνο τις δυνάμεις που προβλέπουν οι Συνθήκες της Λωζάννης (του 1923 για το βορειοανατολικό Αιγαίο) και των Παρισίων (του 1947 για τα Δωδεκάνησα). Σε αντάλλαγμα, οι Τούρκοι θα απέσυραν τη Στρατιά του Αιγαίου στο εσωτερικό και τον αποβατικό στόλο τους από τα μικρασιατικά παράλια.
Η προφανής παγίδα
Αν και τότε οι γνωστοί κύκλοι στην Αθήνα συζητούσαν με διάθεση αποδοχής αυτή την πρόταση, η παγίδα ήταν πολύ προφανής για να γίνει αποδεκτή από την κυβέρνηση. Είναι προφανές ότι σε περίπτωση κρίσης οι τουρκικές χερσαίες δυνάμεις και ο αποβατικός στόλος θα μπορούσαν να επιστρέψουν σε 24 ώρες, ενώ ο επανεξοπλισμός των νησιών θα απαιτούσε μήνες, εάν καθίστατο εφικτός.
Έτσι, στο διπλωματικό παρασκήνιο είχε πέσει και δεύτερη πρόταση. Τότε, η Ελλάδα είχε προτείνει την παραπομπή στη Χάγη αφενός του ζητήματος της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, αφετέρου της κυριαρχίας των Ιμίων. Για να διευκολύνει την υιοθέτηση της πρότασης από τους Τούρκους, μάλιστα, η Αθήνα είχε απελευθερώσει το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο της ΕΕ προς την Τουρκία, που μέχρι τότε μπλόκαρε.
Οι Τούρκοι, όμως, είχαν άλλα σχέδια. Στόχος τους ήταν να παραπεμφθεί στη Χάγη η αποστρατικοποίηση των νησιών. Ήθελαν να εκμεταλλευθούν την μάλλον ασθενή νομική θέση της Ελλάδας για το ζήτημα, προκειμένου να θέσουν τα νησιά σε καθεστώς ομηρίας και κατ’ επέκταση να μπορούν να εκβιάζουν αποτελεσματικά την Αθήνα. Ακόμα κι αν η αποστρατιωτικοποίηση πήγαινε πακέτο με τα Ίμια και την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η Άγκυρα εκτιμούσε (όχι αβάσιμα) πως θα έχανε το έλασσον και θα κέρδιζε το μείζον, δηλαδή την αποστρατιωτικοποίηση.
Τι προβλέπουν οι συνθήκες
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία μία παρένθεση. Η Συνθήκη της Λωζάννης προβλέπει ότι στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου μπορούν να υπάρχουν μόνο δυνάμεις από ντόπιους στρατεύσιμους. Η δε Συνθήκη των Παρισίων προβλέπει για τα Δωδεκάνησα την ύπαρξη δυνάμεων εσωτερικής ασφαλείας, όχι στρατού. Οι δεσμεύσεις αυτές είχαν επιβληθεί, επειδή οι Τούρκοι είχαν υποστηρίξει ότι τα νησιά μπορεί να χρησιμοποιηθούν από την Ελλάδα ως βάση εισβολής στη Μικρά Ασία. Σήμερα ο ισχυρισμός αυτός προκαλεί γέλια.
Μέχρι το 1974, η Ελλάδα σεβόταν τις συνθήκες. Μετά το 1974 η τουρκική απειλή κατέστη συγκεκριμένη όχι μόνο λόγω της εισβολής στην Κύπρο, αλλά και λόγω του ότι το 1975 συστάθηκε με έδρα τη Σμύρνη η στρατιά του Αιγαίου, που έχει ως στόχο τα ελληνικά νησιά. Έτσι, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να τα οχυρώσει. Το νομικό επιχείρημά της είναι το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, που υπερισχύει των συνθηκών και το οποίο διασφαλίζει σε κάθε κράτος το δικαίωμα της άμυνας. Παρόλα αυτά, όμως, κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει την απόφαση που θα έβγαζε το Διεθνές Δικαστήριο.
Πακέτο στη Χάγη και η αποστρατιωτικοποίηση
Η ελληνική πλευρά είχε και έχει νομικά το δικαίωμα να αρνηθεί την παραπομπή του συγκεκριμένου θέματος, γιατί δεν έχει αναγνωρίσει στο Διεθνές Δικαστήριο δικαιοδοσία για θέματα άμυνας. Πολιτικά, όμως, είχε βρεθεί σε μειονεκτική θέση, γιατί η ίδια η Αθήνα είχε από πολύ νωρίς αναγάγει τη Χάγη σε κεντρικό διπλωματικό εργαλείο επίλυσης των ελληνοτουρκικών.
Αυτό είχε φανεί από όταν οι Αμερικανοί στη δεκαετία του 1990 είχαν υιοθετήσει την τουρκική απαίτηση και πίεζαν ασφυκτικά τον τότε υπουργό Εξωτερικών Πάγκαλο να αναγνωρίσει στη Χάγη και δικαιοδοσία για θέματα άμυνας, ή να αρχίσει μία συνολική διαπραγμάτευση για το Αιγαίο. Όταν ο Πάγκαλος είχε αρνηθεί, η Ουάσιγκτον είχε ζητήσει και επισήμως να παραπεμφθούν στη Χάγη όλες οι «εδαφικές διαφορές»!
Δικαιολογημένα ο τότε Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ισμαήλ Τζεμ είχε δηλώσει ότι εκείνη «η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ πλησιάζει τις τουρκικές θέσεις», προσθέτοντας με εμφανή ικανοποίηση ότι γι’ αυτό και είχε προκαλέσει σοκ στην Αθήνα. Κι όμως, η εξέλιξη εκείνη δεν ήταν έκπληξη. Από την άνοιξη του 1996 και επανειλημμένως είχα γράψει στην “Καθημερινή” και στον “Επενδυτή” ότι η Ουάσιγκτον θα προωθούσε τη φόρμουλα του πακέτου, δηλαδή την παραπομπή στη Χάγη αθροιστικά όλων των θεμάτων που θα έθετε η μία και η άλλη πλευρά, μετατρέποντας τη Χάγη σε μπούμεραγκ για την ελληνική διπλωματία.
Αποστρατιωτικοποίηση και “επιθετικά” όπλα
Αυτά τότε. Ισχύουν ακριβώς τα ίδια και σήμερα; Η απάντηση είναι όχι. Μπορεί και σήμερα οι Τούρκοι να θέτουν ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης, αλλά γνωρίζουν ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αφοπλίσει τα νησιά. Γιατί το θέτουν τότε; Το θέτουν όχι τόσο για να πάρουν κάποιο αντάλλαγμα κάπου αλλού, όσο επειδή ελπίζουν ότι υπό το κράτος του φόβου η ελληνική κυβέρνηση αποσύρει σιωπηλά από τα νησιά τα “επιθετικά” όπλα, δηλαδή οπλικά συστήματα που μπορούν να πλήξουν στόχους στη ζώνη των τουρκικών ακτών.
Κυρίως, όμως, το θέτουν για να αποτρέψουν τη μετατροπή των νησιών σ’ αυτό που μπορούν να μετατραπούν: σε μία αλυσίδα βάσεων “έξυπνων” πυραυλικών συστημάτων (εδάφους-εδάφους, εδάφους-αέρος και εδάφους-θαλάσσης), τα οποία πραγματικά θα αποτελούν την καλύτερη αποτροπή. Κι αυτό, επειδή θα μπορούν να ελέγξουν σε μεγάλο βαθμό το Αιγαίο σε αέρα και θάλασσα, αλλά και να πλήξουν με ακρίβεια ζωτικούς στόχους σε μεγάλο βάθος στη δυτική Τουρκία, αν όχι και ανατολικότερα.
Αυτός είναι ο δυνητικός εφιάλτης των Τούρκων στο στρατιωτικό επίπεδο. Ακόμα κι αν σε μία σύγκρουση κατάφερναν με απόβαση να καταλάβουν ένα ή και δύο ελληνικά νησιά, το στρατιωτικό και οικονομικό κόστος που θα πλήρωναν θα ήταν πολλαπλάσιο. Με άλλα λόγια, η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική θα αποκτούσε πολύ πιο αξιόπιστη βάση. Η Άγκυρα θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει τα νταηλίκια, με τα οποία προωθεί τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδας.
Η μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος
Εδώ ακριβώς “μπαίνουν στη σκηνή” η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο. Ο Πάιατ, όπως και ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα, δεν λένε ψέματα όταν δηλώνουν πως οι κυβερνήσεις τους δεν πιέζουν την Ελλάδα να αποστρατιωτικοποιήσει τα νησιά. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, όμως, την πιέζουν να δεσμευτεί πως θα αποσύρει “επιθετικά” όπλα ή τουλάχιστον δεν θα εγκαταστήσει “έξυπνα” πυραυλικά συστήματα στα νησιά, όπως επιβάλει στοιχειώδης στρατιωτική και πολιτική λογική, προκειμένου η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική να καταστεί συμπαγής, αξιόπιστη και τελικώς αποτελεσματική.
Αυτό το νόημα είχε η δήλωση Πομπέο περί μείωσης του στρατιωτικού αποτυπώματος. Το ίδιο νόημα έχουν και οι συναφείς δηλώσεις από εταίρους και συμμάχους. Ακριβώς γι’ αυτό, δεν αρκεί η δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι δεν τίθεται θέμα αποστρατιωτικοποίησης. Η δήλωση δια στόματος του πρωθυπουργού που θα πραγματικά καθησύχαζε είναι ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να αναλάβει την οποιαδήποτε δέσμευση έναντι είτε της Τουρκίας, είτε των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ αναφορικά με την άμυνα των νησιών. “Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα” κύριε Μητσοτάκη.