Του Χρήστου Γιανναρά…
Η κυρία Λαγκάρντ μίλησε για επερχόμενη καταστροφή στην Ελλάδα, φρικώδη εφιάλτη. Συντάχθηκε και αυτή με τον εκβιασμό, την ενορχηστρωμένη απειλή; Πάντως το ενδεχόμενο του ολέθρου δεν μπορεί, λογικά, να αποκλεισθεί.
Το λογικότερο από τα ερείσματα που κάνουν πιθανή την τρομακτική πρόβλεψη δεν είναι η οικονομική χρεοκοπία, ο περίπου μηδενισμός της παραγωγικότητας, η αποσύνθεση ή παραλυσία της κρατικής λειτουργίας. Είναι η ολοσχερής έκλειψη οποιασδήποτε εύλογης αιτίας για να συνυπάρχουμε ως οργανωμένη συλλογικότητα οι ελληνόφωνοι.
Ποιοι παράγοντες εξασφαλίζουν συνήθως τις κρίσιμες προϋποθέσεις για τη συνοχή και τη λειτουργικότητα μιας συλλογικότητας; Πρώτος παράγων, ρεαλιστικότατος, η χρεία, η κοινωνία της χρείας – ο «καταμερισμός της εργασίας» και της παραγωγικότητας. Εχουμε ανάγκη τους άλλους και μας έχουν ανάγκη οι άλλοι για να λειτουργήσει η συνύπαρξη. Χωρίς συνείδηση «δημοσίου συμφέροντος» (κοινού ενδιαφέροντος, έστω χρηστικού και μόνο, για τις κοινές ανάγκες και τη συλλογική οργάνωση της ικανοποίησής τους) γίνεται ανέφικτη η υπέρβαση του πρωτογονισμού της αγέλης, η πραγμάτωση της μεθοδικής αλληλεξυπηρέτησης, η συγκρότηση έννομης τάξης, κοινωνικού κράτους.
Ωστόσο η πανανθρώπινη ιστορική πείρα βεβαιώνει ότι τα χρηστικά κίνητρα από μόνα τους δεν αρκούν για να κατορθωθεί και να διαρκέσει κοινωνική συγκρότηση και συνοχή – όπως και η αμοιβαιότητα της σεξουαλικής έλξης δεν είναι ικανή συνθήκη για να κατορθωθεί γαμική «συγκλήρωσις βίου παντός». Κάθε οργανωμένη συλλογικότητα απηχεί, έστω και ως «αμυδρόν απήχημα», την κοινή, ενεργό θέληση και προσπάθεια (το «κοινόν άθλημα») υπέρβασης των κτηνωδών ενορμήσεων προκειμένου να συγκροτηθεί το κατόρθωμα «πόλεως» και «βίου πολιτικού». Να κοινωνηθεί η ανάγκη, όχι απλώς να καταμεριστεί μηχανιστικά η εργασιακή συνεισφορά – να είναι πολιτικόν το άθλημα, χαρά ζωής και στόχος αλήθειας οι σχέσεις κοινωνίας.
Για να κοινωνείται η πολιτική συμβίωση, όρος και προϋπόθεση είναι η γλώσσα, ο πλούτος και η χαρά εκφραστικής αντιμετάδοσης των εμπειρικών αναζητήσεων να ψηλαφήσεων. Θεμελιώδες εφαλτήριο είναι και η καλλιέργεια της ιστορικής συνείδησης, η ενεργός επίγνωση ότι η δυναμική του σήμερα αντλείται από την ποιότητα του χθες, την αξιοποίηση της αποθησαυρισμένης, παραδεδομένης πείρας των γενεών που προηγήθηκαν. Εξίσου πρωταρχική προϋπόθεση για να λειτουργήσει η οργανωμένη συλλογικότητα ως πολιτική κοινωνία, είναι και ο ενεργός σεβασμός ενός εμπειρικά παραδεδομένου, από γενιά σε γενιά, άξονα αναφοράς της προσωπικής ευθύνης, άξονα «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης – όχι ιδεολογικών «πεποιθήσεων», αλλά ανοιχτής, έντιμης ετοιμότητας εμπειρικών παραδοχών.
Στην Ελλάδα, τα τελευταία σαράντα τουλάχιστον χρόνια, καμιά από τις θεμελιώδεις αυτές προϋποθέσεις του πολιτικού γεγονότος δεν λειτουργεί. Η κοινωνία της χρείας, τουλάχιστον ως πρόθεση, έχει εκλείψει – μοναδικό κίνητρο της παραγωγής και της ανταλλαγής είναι μόνο ο πρωτογονισμός της εγωκεντρικής κατασφάλισης και απόλαυσης. Γι’ αυτό και κυρίαρχη η φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, αυτονόητη η λωποδυσία του κοινωνικού χρήματος από τα κόμματα, από τους εργολήπτες και προμηθευτές του Δημοσίου. Γι’ αυτό και τα «φακελάκια», ο κατεστημένος χρηματισμός των δημόσιων λειτουργών, τα νομοθετήματα που παραγράφουν ποινικά κακουργήματα των πολιτευομένων.
Παράλληλα, τα τελευταία σαράντα τουλάχιστον χρόνια, μοιάζει μεθοδική, εμπρόθετη και παθιασμένη η καταστροφή της γλώσσας – ατιμώρητοι οι βαρβαρισμοί και σολοικισμοί στα ΜΜΕ και στα χείλη ανώτατων αξιωματούχων, προκλητικά υποβαθμισμένη και ανεκτική της αυθαιρεσίας η διδασκαλία της γλώσσας στα σχολεία.
Το ίδιο εσκεμμένη και η διαστροφή της Ιστορίας, αδίστακτος ο προπαγανδισμός παιδαριωδών πλαστογραφήσεων, ανεξήγητη η δημόσια προβολή και καταξίωση που παρέχεται σε κεκράχτες μιας στρατευμένης στα συμφέροντα ξένων επιβουλών ιστοριογραφίας.
Τέλος, μεθοδικός και ο διασυρμός, η χλεύη και διακωμώδηση της αίσθησης του «ιερού» στην ελλαδική κοινωνία, μανιασμένο πάθος κατασυκοφάντησης του κλήρου – ωσάν να ξεπληρώνονται τα χρωστούμενα αιώνων καταπίεσης και εκμετάλλευσης των Ελλήνων από κάποιο εντόπιο Βατικανό με «Ιερές Εξετάσεις» και «αλάθητη» αυθεντία.
Τα τελευταία σαράντα τουλάχιστον χρόνια κατεδαφίστηκαν μεθοδικά οι θεμελιώδεις άξονες κοινωνικής συνοχής, οι προϋποθέσεις λειτουργίας του πολιτικού γεγονότος. Η ευκολία και ταχύτητα της κατεδάφισης βεβαίωσαν τη σαθρότητα και την κιβδηλία όλης της προγενέστερης πολιτικής και κοινωνικής μας σερμαγιάς. Οταν το κωμικό εκείνο φληνάφημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» παταγωδώς κατέρρευσε, το αβυσσαλέο κενό «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης (κενό στόχων του βίου, κενό χαράς της ζωής) ήρθε να το καλύψει ο ηδονικός καταναλωτισμός, η παγερή ιδεολογία (ideologie froide) του Ιστορικού Υλισμού.
Πρώτη υπέκυψε στην ιλιγγιώδη έλξη του κενού, στον μηδενισμό κάθε αυθυπερβατικής ευαισθησίας, η άλλοτε θυσιαστική Αριστερά. Συμπαρασύρθηκε στη μέθη του ξέφρενου παπανδρεϊκού αμοραλισμού, στην ευωχία του «όλα επιτρέπονται», στη λογική του ιστορικο-υλιστικού πρωτογονισμού που σάρκωσε ο εκβιαστικός συνδικαλισμός. Ακολούθησε, με τον ζήλο του καθυστερημένου επαρχιώτη, η ανέκαθεν ιστορικο-υλιστική «Νέα Δημοκρατία». Γι’ αυτό και τίποτε δεν μπόρεσε να αλλάξει σαράντα ολόκληρα χρόνια. Κανένας χαλινός στις αντικοινωνικές συμπεριφορές, στο πελατειακό κράτος, στη ζούγκλα της διαπλοκής, της ασύδοτης διαφθοράς, της παραλυτικής των πάντων αναξιοκρατίας.
Ο Αλέξης Τσίπρας κυβερνάει για πρώτη φορά. Τον ανέβασε στην εξουσία όχι η προτίμηση του λαού, αλλά η ξέφρενη οργή του για τα ατιμώρητα εγκλήματα των προκατόχων του. Τα πρώτα εικοσιτετράωρα της διακυβέρνησης Τσίπρα έδειξαν ότι ξέρει ποιο είναι το διαφορετικό που χρειάζεται η ελλαδική κοινωνία. Η συνέχεια μάλλον βεβαιώνει ότι ξέρει, ίσως, αλλά δεν μπορεί να τολμήσει με συνέπεια το διαφορετικό, τη ρήξη με τις ιδεολογικές θρησκοληψίες των κομματικών του συντρόφων. Δεν υποψιάζεται την «αλλαγή γηπέδου»: τη σύνδεση της πολιτικής με την κοινωνούμενη χρεία, τη γλώσσα, την Ιστορία, το «ιερό».