Η πρώην Υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Εμμα Μπονίνο με άρθρο της στο Project Syndicate στις 8 Δεκεμβρίου μιλάει για την προσφυγική κρίση, αλλά και την ευκαιρία που έχει η Ευρώπη.
Χαρακτηριστικά αναφέρει η πρώην Επίτροπος της ΕΕ πως η επονομαζόμενη προσφυγική κρίση στην Ευρώπη δε θα έπρεπε ποτέ να έχει μετατραπεί σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Συγκεκριμένα τονίζει πως τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε επικεντρώνονται με εγωιστικό τρόπο στα δικά τους συμφέροντα. Αυτή η πρακτική φέρνει αντιμέτωπο το ένα κράτος με το άλλο και ενισχύει τον πανικό, θέτοντας τους πρόσφυγες σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο. Ένα έξυπνο, ολοκληρωμένο σχέδιο θα μπορούσε να καθησυχάσει τους φόβους. Αντ’ αυτού, η Ευρώπη προτίμησε να αναζητήσει αποδιοπομπαίους τράγους- όμως η Ελλάδα είναι η τελευταία στην οποία θα πρέπει να αποδοθούν ευθύνες.
Το άρθρο της Εμα Μπονίνο
«H επονομαζόμενη προσφυγική κρίση στην Ευρώπη δε θα έπρεπε ποτέ να έχει μετατραπεί σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η φιλοξενία ενός εκατομμύριου αιτούντων άσυλο δεν πρέπει να αποτελεί μια τεράστια πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ένωση – μια περιοχή με 500 εκατομμύρια πολίτες που δέχεται πάνω από τρία εκατομμύρια μετανάστες ετησίως. Δυστυχώς, η έλλειψη μιας συντονισμένης απόκρισης μεταμορφώνει ένα διαχειρίσιμο πρόβλημα σε μια οξεία πολιτική κρίση – η οποία, όπως η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ορθά προειδοποίησε, θα μπορούσε να καταστρέψει την Ε.Ε.
Τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε επικεντρώνονται με εγωιστικό τρόπο στα δικά τους συμφέροντα. Αυτή η πρακτική φέρνει αντιμέτωπο το ένα κράτος με το άλλο και ενισχύει τον πανικό, θέτοντας τους πρόσφυγες σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο. Ένα έξυπνο, ολοκληρωμένο σχέδιο θα μπορούσε να καθησυχάσει τους φόβους. Αντ’ αυτού, η Ευρώπη προτίμησε να αναζητήσει αποδιοπομπαίους τράγους- όμως η Ελλάδα είναι η τελευταία στην οποία θα πρέπει να αποδοθούν ευθύνες.
Η Ελλάδα έχει ήδη κατηγορηθεί ότι δεν κάνει αρκετά για να διαχειριστεί και να φιλοξενήσει τους πρόσφυγες. Και όμως, ακόμη και αν η χώρα δεν είχε πληγεί βαριά από την οικονομική κρίση, θα ήταν παράλογο να περιμένουμε από μία μόνο μικρή χώρα να επωμιστεί το βάρος μόνη της – ειδικά όταν σε ένα χρόνο περισσότεροι από 800.000 πρόσφυγες αναμένεται να περάσουν από το έδαφός της. Αυτό αποτελεί ένα ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πρόβλημα, όχι ένα αποκλειστικά ελληνικό πρόβλημα.
Οι κατηγορίες είναι εύκολες. Στην Ελλάδα, το Open Society Foundations του George Soros, ενεργώντας σε συνεργασία με τους Χρηματοδοτικούς Μηχανισμούς του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και της Νορβηγίας (EEA and Norway Grants), προέβλεψε τα προβλήματα, τα οποία θα δημιουργούνταν από την έλλειψη μιας σοβαρής ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου. Το 2013, η συνεργατική αυτή σχέση δημιούργησε έναν οργανισμό, το «αλληλεγγύη-SolidarityNow», το οποίο διοικείται από σημαίνοντα πρόσωπα της ελληνικής κοινωνίας των πολιτών. Το «αλληλεγγύη- SolidarityNow» χρειάζεται μόλις 62 εκατομμύρια ευρώ (67 εκατομμύρια δολάρια) για να ανταποκριθεί στις ανάγκες των 15.000 -από τους συνολικά 50.000- πρόσφυγες που πρέπει να στεγαστούν στην Ελλάδα το επόμενο έτος. Και όμως, αν και η Ε.Ε έχει υποσχεθεί να δώσει 500 εκατομμύρια ευρώ για να βοηθήσει την Ελλάδα να διαχειριστεί την κρίση, ορισμένα κράτη-μέλη απέτυχαν να πληρώσουν το δικό τους μερίδιο.
Παράλληλα με τη στήριξη της Ελλάδας, η Ε.Ε χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για τη διαχείριση των αφίξεων των αιτούντων άσυλο μέσω μίας ασφαλούς και ομαλής διαδικασίας. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να λειτουργήσει πέρα από τα σύνορά της, καθώς δρώντας η ίδια ως δωρητής, είναι λιγότερο δαπανηρό και πιο εύκολο να διαχειριστεί και να διατηρήσει τους αιτούντες άσυλο κοντά στις τρέχουσες θέσεις τους.
Αρχικά, η Ε.Ε πρέπει να δεσμευτεί για την απορρόφηση τουλάχιστον 500.000 αιτούντων άσυλο ετησίως, ενώ παράλληλα να προσπαθήσει να πείσει διεθνώς και τις υπόλοιπες χώρες να δεχτούν αντίστοιχο αριθμό. Μια δημόσια δέσμευση αυτού του μεγέθους θα βοηθήσει να επέλθει ηρεμία στην υπάρχουσα αποδιοργανωμένη Ευρώπη. Οι αιτούντες άσυλο θα μπορούσαν να παρακινηθούν, κάτω από ένα σαφές καθεστώς και αξιόπιστες δεσμεύσεις για την ασφάλειά τους, να παραμείνουν στην Τουρκία και σε άλλες χώρες της «πρώτης γραμμής», αντί να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους στα επικίνδυνα περάσματα της Μεσογείου.
Δεύτερον, πρέπει να καθιερωθούν επίσημες πύλες διόδου, πρώτα στην Τουρκία, και στη συνέχεια στο Λίβανο, την Ιορδανία, την Τυνησία, και το Μαρόκο. Οι χώρες διόδου θα καθορίσουν, σε στενή συνεργασία με τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κέντρα διαχείρισης για την καταγραφή των αιτούντων άσυλο και την αξιολόγηση των αιτήσεών τους. Στη συνέχεια, οι αιτούντες άσυλο, οι οποίοι θα γίνονται δεκτοί, θα υποχρεούνται να παραμείνουν στην χώρα διόδου έως ότου γίνουν δεκτοί από κάποια χώρα της ΕΕ. Μια ασφαλής και λεπτομερής διαδικασία ελέγχου των προσφύγων θα καθησυχάσει τους ενδεχόμενους φόβους για ασφάλεια, στον απόηχο των επιθέσεων στο Παρίσι.
Οι χώρες διόδου πρέπει να βελτιώσουν τις συνθήκες υποδοχής, του ασύλου και της ενσωμάτωσης. Σε αντάλλαγμα, οι χώρες αυτές πρέπει να βοηθηθούν οικονομικά και να τους παρασχεθούν άλλα κίνητρα – για παράδειγμα, ευκολότερη πρόσβαση στην Ε.Ε για τους πολίτες τους. Πράγματι, η Ε.Ε θα πρέπει να θεσπίσει ή να επεκτείνει τα προγράμματα εκείνα που επιτρέπουν την είσοδο σε μη-αιτούντες άσυλο.
Τρίτον, θα πρέπει να παρέχεται πολιτική, οικονομική και τεχνική υποστήριξη για τις χώρες της «πρώτης γραμμής». Η Τουρκία, ο Λίβανος και η Ιορδανία, οι οποίες έχουν επωμιστεί το μεγαλύτερο βάρος αυτής της κρίσης, φιλοξενούν περισσότερους από τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες από τη Συρία. Η Τουρκία υποστηρίζει ότι έχει δαπανήσει 7.8 δις δολάρια για τις ανάγκες περισσότερων από δύο εκατομμυρίων προσφύγων∙ ενώ μέχρι στιγμής, έχει λάβει μόνο 415 εκατομμύρια δολάρια από άλλες χώρες (αν και η Ε.Ε έχει υποσχεθεί επιπλέον 3 δις ευρώ).
Η πλήρης στήριξη των προσφύγων στις χώρες της «πρώτης γραμμής» εκτιμάται ότι θα κοστίζει τουλάχιστον 20 δις ευρώ ετησίως. Η Ε.Ε πρέπει να δεσμευτεί τουλάχιστον για το μισό από αυτό το ποσό, ενώ το υπόλοιπο πρέπει να προέλθει από την υπόλοιπη διεθνή κοινότητα. Θα πρέπει να δημιουργηθούν ειδικές οικονομικές ζώνες που θα ωφεληθούν από ένα καθεστώς προνομιακού εμπορίου με την Ε.Ε και τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να υπάρξουν επενδύσεις, οικονομικές ευκαιρίες και θέσεις εργασίας τόσο για τους πρόσφυγες όσο και τους ντόπιους. Οι ζώνες αυτές θα πρέπει να δημιουργηθούν στις χώρες «πρώτης γραμμής» και στις χώρες διέλευσης.
Τέταρτον, η Ε.Ε χρειάζεται ένα πραγματικά κοινό σύστημα ασύλου και φύλαξης των συνόρων. Ο κατακερματισμός από 28 ξεχωριστά συστήματα ασύλου είναι ιδιαίτερα δαπανηρός και αναποτελεσματικός, και παράγει ιδιαίτερα άνισα αποτελέσματα όσον αφορά την υποδοχή, τον καθορισμό του καθεστώτος, και την ενσωμάτωση των νέων αφίξεων. Η Ε.Ε πρέπει να δημιουργήσει ένα ενιαίο ευρωπαϊκό σύστημα Συνοριακής Φύλαξης και ένα ενιαίο σύστημα Ασύλου και Υπηρεσίας Μετανάστευσης.
Πέμπτο, μια παγκόσμια απόκριση στην κρίση, που θα συντονίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη, πρέπει να συνοδεύει το σχέδιο της Ε.Ε. Κάτι τέτοιο, θα κατανείμει τις ευθύνες για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης σε μεγαλύτερο αριθμό κρατών ενώ παράλληλα θα βοηθήσει ως προς τη θέσπιση παγκόσμιων προτύπων για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που προκύπτουν από την αναγκαστική μετανάστευση.
Τέλος, για τη χρηματοδότηση του σχεδίου, η Ε.Ε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ικανότητα δανεισμού της αφού η βαθμολόγηση των τίτλων της είναι η ανώτερη δηλαδή ΑΑΑ για την έκδοση μακροπρόθεσμων ομολόγων. Το βάρος της εξυπηρέτησης των ομολόγων θα ανατεθεί στα κράτη-μέλη αντιστρόφως ανάλογα από τον αριθμό των αιτούντων άσυλο που δέχονται. Οι χώρες που μπορούν να εντάσσουν με επιτυχία τους πρόσφυγες θα αποκομίζουν οικονομικά οφέλη∙ ήδη, η Γερμανική οικονομία αναπτύσσεται πολύ ταχύτερα ως αποτέλεσμα της βούλησής της να δεχθεί πρόσφυγες από τη Συρία.
Η συνεχιζόμενη μαζική έξοδος από τη Συρία και από άλλες χώρες που πλήττονται από τον πόλεμο ήταν μια μακρά διαδικασία, εύκολο να προβλεφθεί και απολύτως διαχειρίσιμη. Διάφοροι τοπικιστές οι οποίοι διασπείρουν το φόβο, εκμεταλλεύονται την έλλειψη μιας συντονισμένης απάντησης και προωθούν ένα όραμα που έρχεται σε αντίθεση με τις αξίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η Ε.Ε. Το όραμά τους, εάν και εφόσον πραγματοποιηθεί, θα παραβιάζει την ευρωπαϊκή νομοθεσία∙ ενώ ήδη, απειλεί να διαιρέσει και να καταστρέψει την Ε.Ε. Για το λόγο αυτό, είναι ακόμη πιο επιτακτική ανάγκη η Ε.Ε να στηρίξει μια συνολική στρατηγική για να μπει ένα τέλος στον πανικό και τον αναίτιο ανθρώπινο πόνο».