Ολες οι αγορές επενδυτικών προϊόντων θα γίνονται πλέον δεκτές από την εφορία, για την κάλυψη εμβασμάτων στο εξωτερικό. Βασική προϋπόθεση για αυτό είναι τα προϊόντα να έχουν πωληθεί πριν από την ημερομηνία του εμβάσματος.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο της ΓΓΔΕ, όπως αναφέρει η «Καθημερινή», λόγω του γεγονότος ότι οι εφορίες δεν έχουν στοιχεία των φορολογουμένων πριν από το 2000, θα γίνονται δεκτά τα ποσά από εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων με την προϋπόθεση ότι υπάρχει σχετικό αποδεικτικό στοιχείο της αγοραπωλησίας. Ωστόσο η εφορία δεν θα ελέγχει το «πόθεν έσχες» των χρημάτων αυτών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εγκύκλιο προβλέπεται:
• Κάλυψη εμβασμάτων με χρηματικά ποσά που υπήρχαν στην κατοχή του φορολογουμένου έως και την τελευταία ημέρα του τελευταίου παραγεγραμμένου έτους. Συγκεκριμένα, θα γίνονται δεκτά χρηματικά ποσά που υπήρχαν σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στο τέλος του έτους 1999, εφόσον αποδεικνύεται από επίσημα δικαιολογητικά (βεβαίωση από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα) και εφόσον έχουν υποβληθεί οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος.
Στην έννοια των χρηματικών ποσών περιλαμβάνονται, εκτός από τις καταθέσεις, και τα επενδυτικά προϊόντα γενικά (ομόλογα, μετοχές, repos, αμοιβαία κεφάλαια κ.λπ.) για τα οποία προκύπτει από σχετικά αποδεικτικά στοιχεία ότι ήταν διαθέσιμα στο τέλους του έτους 1999 και εκποιήθηκαν-ρευστοποιήθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της μεταφοράς χρηματικού ποσού στο εξωτερικό με έμβασμα.
• Κάλυψη εμβασμάτων με το προϊόν της εκποίησης περιουσιακών στοιχείων.
Για την κάλυψη των εμβασμάτων με το προϊόν της εκποίησης περιουσιακών στοιχείων διευκρινίζονται τα εξής:
•Περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, μετοχές εισηγμένες ή μη κ.λπ.) που έχουν αποκτηθεί έως και το τέλος του 1999 και εκποιήθηκαν μετά την 1-1-2000 και πάντως πριν από την αποστολή του εμβάσματος, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό που προέκυψε από την εκποίηση αυτή υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται η εκποίηση από σχετικά παραστατικά.
•Περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, μετοχές εισηγμένες ή μη κ.λπ.) που έχουν αποκτηθεί μετά το τέλος του τελευταίου παραγεγραμμένου έτους, δηλαδή μετά την 1-1-2000 και εκποιήθηκαν πριν από την αποστολή του εμβάσματος, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό που προέκυψε από την εκποίηση αυτή, για την κάλυψη του εμβάσματος, σε κάθε περίπτωση όμως ελέγχεται η οικονομική δυνατότητα απόκτησης των περιουσιακών αυτών στοιχείων από τον φορολογούμενο.
• Για περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, μετοχές εισηγμένες ή μη κ.λπ.) που έχουν αποκτηθεί και εκποιηθεί έως και το τέλος του 1999 λαμβάνεται υπόψη το ποσό που προέκυψε από την εκποίηση αυτή, εφόσον αποδεικνύεται από σχετικά παραστατικά και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν συμπεριληφθεί στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Στην περίπτωση που ο φορολογούμενος κάνει χρήση της βεβαίωσης χρηματικών ποσών σε τράπεζες ώς το τέλος του 1999, δεν μπορεί να επικαλεσθεί και τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο. Ειδικά για τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο μετοχές, εκτός από τα πρωτότυπα παραστατικά πώλησης (πινακίδια) θα πρέπει να προσκομίζεται και αναλυτική κίνηση της μερίδας του επενδυτή (φορολογούμενου) από το Χρηματιστήριο Αξιών.
Στις περιπτώσεις αποστολών εμβασμάτων που πραγματοποιούνται από κοινούς λογαριασμούς πρέπει να γίνεται κατ’ αρχήν ισομερής επιμερισμός αυτών μεταξύ των συνδικαιούχων του λογαριασμού προέλευσης του εμβάσματος. Σε περίπτωση που ο ελεγχόμενος επικαλείται διαφορετική αναλογία των χρηματικών αυτών ποσών οφείλει να αποδείξει με κάθε πρόσφορο μέσο τον ισχυρισμό του.
Φωτογραφία: Eurokinissi