Σύμφωνα με το Πρώτο Χρονικό, ο Βλαδίμηρος των Ρως (οι Ρώσοι δηλαδή στην πρώιμη εκδοχή τους) έστειλε τους σοφούς του να επισκεφθούν όλες τις γειτονικές χώρες και να ανακαλύψουν ποια θρησκεία είναι καλύτερη.
Για τους μουσουλμάνους Βουλγάρους του Βόλγα του είπαν ότι βασιλεύει η μιζέρια και η θλίψη, δεν τρώνε χοιρινό, δεν πίνουν οινοπνευματώδη. Αυτό του προκάλεσε έκπληξη και είπε μα το ποτό είναι η χαρά μας. Μετά συμβουλεύθηκε κάποιους ιουδαϊστές απεσταλμένους, πιθανότατα χαζάρους, αλλά απέρριψε τη θρησκεία τους με το αιτιολογικό πως αν ο Θεός σάς υποστήριζε, δε θα χάνατε την Ιερουσαλήμ.
Τελικά ο Βλαδίμηρος αποφάσισε να υιοθετήσει το χριστιανισμό. Στις εκκλησίες των Γερμανών οι απεσταλμένοι δε βρήκαν καμία ομορφιά, αλλά στην Κωνσταντινούπολη ανακάλυψαν αυτό που έψαχναν. Περιγράφοντας τις εντυπώσεις τους από μια Θεία Λειτουργία που παρακολούθησαν στην Αγια-Σοφιά, ανέφεραν πως δεν ξέραμε εάν βρισκόμαστε στη γη ή στον ουρανό. Δεν ξέρουμε πώς να το περιγράψουμε με λόγια. Έτσι ο Βλαδίμηρος ζήτησε από το βυζαντινό αυτοκράτορα να τον βαπτίσει χριστιανό. Η τελετή έγινε το 988 στη Χερσώνα της Κριμαίας – ο Βλαδίμηρος έλαβε το χριστιανικό όνομα του νονού του (Βασίλειος) και παντρεύθηκε την αδελφή του Άννα, χωρίζοντας όλες τις άλλες γυναίκες του.
Επιστρέφοντας θριαμβευτικά στο Κίεβο, ο νεοφώτιστος Βλαδίμηρος διέταξε τους βογιάρους (αριστοκράτες) και τους γιους του να προσέλθουν στο Δνείπερο για να βαπτισθούν χριστιανοί. Την επόμενη μέρα κάλεσε για τον ίδιο λόγο όλους κατοίκους της πρωτεύουσας, πλούσιους και φτωχούς, ζητιάνους, ακόμα και σκλάβους, αλλιώς κινδύνευαν να γίνουν εχθροί του. Στο σημείο της μαζικής βάπτισης ανήγειρε το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή Ναό της Δεκάτης, διότι διέθεσε για την κατασκευή της το 1/10 της περιουσίας του.
Τα πραγματικά κίνητρα και οι συνέπειες του εκχριστιανισμού
Πριν υιοθετήσει το χριστιανισμό, ο Βλαδίμηρος είχε δοκιμάσει να μεταρρυθμίσει το σλαβικό παγανισμό καθιερώνοντας τον Περούν (θεό του κεραυνού και της αστραπής) ως υπέρτατη θεότητα. Είδωλα του Περούν είχαν τοποθετηθεί στα σπουδαιότερα μέρη της χώρας, ενώ αναφέρονται ακόμα και ανθρωποθυσίες στο όνομά του. Παρ’ όλο το ζήλο του η απόπειρα απέτυχε, γι’ αυτό και αποφάσισε να εισαγάγει το μονοθεϊσμό από τα γειτονικά κράτη. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: γιατί επέλεξε το χριστιανισμό; Και γιατί προτίμησε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και όχι την Αγία Έδρα; Η απάντηση, ευθέως ή εμμέσως, δίνεται και από τις δύο πηγές που προαναφέρθηκαν.
Στην εποχή που πραγματευόμαστε, το Βυζάντιο λειτουργούσε σα μαγνήτης για ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο. Έχοντας κληρονομήσει την οργάνωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά και τμήμα του πολιτισμού της αρχαίας Ελλάδας, βρισκόταν πολύ πιο μπροστά από οποιοδήποτε άλλο κράτος σε ισχύ, πολιτισμό και πλούτο. Κυρίως ήταν οι άλλοι λαοί που θαμπώνονταν από την Κωνσταντινούπολη και όχι το αντίθετο.
Ο Βλαδίμηρος υπήρξε τυχερός διότι ο βυζαντινός θρόνος βρέθηκε σε μεγάλη ανάγκη, αλλά και έξυπνος γιατί δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Η βαρύτητα της συμμαχίας φαίνεται και από τον όρο για το γάμο – ήταν η πρώτη φορά που μια βυζαντινή πριγκίπισσα (και δη πορφυρογέννητη) παντρευόταν κάποιον βάρβαρο ηγεμόνα, ενώ παρόμοιες προτάσεις από Γερμανούς και Φράγκους βασιλείς στο παρελθόν είχαν πέσει στο κενό.
Για την επιλογή αυτή του Βλαδίμηρου πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν και ένα δεύτερο δεδομένο: λόγω των χρημάτων που διέθεταν και της γεωγραφικής εγγύτητας, οι βυζαντινοί ήταν οι καλύτεροι πελάτες των προϊόντων του. Η πρόσδεση των Ρως στο βυζαντινό άρμα σήμαινε ακόμη περισσότερη κίνηση στην Εμπορική Οδό Βαράγγων – Ελλήνων, άρα περισσότερο πλούτο στα θησαυροφυλάκια του Κιέβου.
Πέραν όμως των οικονομικών και διπλωματικών οφελημάτων, η νέα θρησκεία λειτούργησε και ως εκσυγχρονιστική ιδεολογία που ομογενοποίησε πολιτισμικά τη βαραγγική ελίτ με τοσλαβικό απλό λαό του Κράτους των Ρως. Οι βυζαντινοί διέθεταν ήδη λειτουργικά κείμενα γραμμένα στο Κυριλλικό αλφάβητο, αλλά και ένα πλήθος μεταφράσεων Ελλήνων συγγραφέων στα σλαβικά.
Η ύπαρξη αυτών των μεταφράσεων έφερε σε επαφή τους Ρως με την ελληνική γραμματεία χωρίς να χρειασθεί να μάθουν ελληνικά. Απόκτησαν έτσι το υπόβαθρο για να δημιουργήσουν τη δική τους λογοτεχνία, τέχνη και αργότερα επιστήμη, συγκροτώντας για πρώτη φορά δική τους ενιαία πολιτισμική επικράτεια. Ως τελικό συμπέρασμα, δεν είναι υπερβολή ότι η εισαγωγή του χριστιανισμού ισοδυναμεί με τη ληξιαρχική πράξη γέννησης αυτού που σήμερα ονομάζουμε ρωσικό πολιτισμό.