Δραματικές είναι οι στιγμές που ζουν τις τελευταίες ώρες οι άμαχοι, τόσο του νοτίου Ισραήλ μετά την ένοπλη επίθεση της παλαιστινιακής ισλαμιστικής οργάνωσης Χαμάς, όσο και στην Γάζα μετά την αντεπίθεση που εξαπέλυσαν οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στις συγκρούσεις των δύο πλευρών.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις από την πλευρά τους, έχουν επιλέξει την πολύπλευρη εμβάθυνση των σχέσεων με το Ισραήλ για μια πλειάδα από γεωστρατηγικούς και οικονομικούς λόγους, μέσω της σύναψης διμερών συμφωνιών που αφορούν μεταξύ άλλων τις κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, την αγροτική ανάπτυξη την ενέργεια, το περιβάλλον, την τεχνολογία, τον τουρισμό, το εμπόριο, τις επενδύσεις, τη ναυτιλία και την εκπαίδευση, αποσκοπώντας στην σταθερότητα της Ανατολικής Μεσογείου. Μάλιστα θεσμικό επιστέγασμα αυτής της άριστης συνεργασίας αποτελεί η δημιουργία του Ανώτατου Υπουργικού Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Ισραήλ.
Ήταν όπως πάντοτε η συνεργασία τόσο αγαστή; Όχι!
Τη δεκαετία του 1980 ο Ανδρέας Παπανδρέου ως πρωθυπουργός, είχε επιλέξει μια διαφορετική πολιτική, προτάσσοντας μια πολυδιάστατη και ανεξάρτητη από τη Δύση εξωτερική πολιτική.
Στο πλαίσιο αυτό προέταξε μεταξύ άλλων τον προσεταιρισμό του αραβικού κόσμου θεωρώντας πως η Ελλάδα θα πρέπει να αποτελέσει τη γέφυρα τους με την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των Παλαιστινίων.
Από τις αρχές της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (σ.σ. ανήλθε στην εξουσία Οκτώβριο του 1981) κάλεσε τον τότε πρόεδρο της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) Γιασέρ Αραφάτ να επισκεφθεί την Αθήνα με τιμές αρχηγού κράτους, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την οργάνωσή του, που εκείνη την εποχή θεωρούνταν τόσο από το Ισραήλ όσο και από της Ηνωμένες Πολιτείες ως τρομοκρατική.
Η Ελλάδα ήταν μάλιστα η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που είχε διπλωματικές σχέσεις με την PLO. Ο Παπανδρέου αντιλαμβανόταν το βάθος των αγαστών σχέσεων που είχαν οι Άραβες με την γειτονική Τουρκία, θεώρησε ότι θα έπρεπε να προβεί και από την πλευρά του σε μια προσέγγιση προς αυτούς, προκειμένου αυτή η φιλία να φανεί χρήσιμη σε μια ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύγκρουση. Παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση με την κίνηση αυτή, διαδραμάτισε ακολούθως θετικό ρόλο στην βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Λιβύης και Γαλλίας.
Με τη μεσολάβηση του Ανδρέα Παπανδρέου, κανονίστηκε υπό άκρα μυστικότητα τον Νοέμβριο του 1984 η συνάντηση μεταξύ του Καντάφι και του σοσιαλιστή Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιτεράν στην Ελούντα της Κρήτης που κατέληξε σε συμφωνία αποχώρησης των στρατευμάτων από το Τσαντ – μια κεντροαφρικανική χώρα που αποτελούσε μόνιμη εστία έντασης ανάμεσα στη Γαλλία και τη Λιβύη, γεγονός που τροφοδότησε μια σειρά από εμφύλιους πολέμους.
Με το πέρας των μαραθώνιων συζητήσεων ο Καντάφι δήλωσε ενώπιον των δημοσιογράφων «ευχαριστώ τον μεγάλο μας φίλο Παπανδρέου». Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ επιχειρούσε να φανεί ως «μεγάλος παίκτης» στη γεωπολιτική σκακιέρα της περιοχής θέλοντας τεχνηέντως να καταδείξει παράλληλα πως διαφοροποιείται από τις κοινές πολιτικές των υπόλοιπων δυτικών χωρών.
Βέβαια μπορεί να υποστήριζε το δικαίωμα ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους, ταυτόχρονα όμως αναγνώριζε και το αναφαίρετο δικαίωμα του Ισραήλ να εξακολουθεί να υπάρχει με ασφάλεια ως κράτος. Θα περίμενε κάποιος ότι το άνοιγμα στον αραβικό κόσμο θα μεταφραζόταν και σε ένα κύμα επενδύσεων προς την Ελλάδα. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη ποτέ. Οι επενδύσεις των αραβικών χωρών προς εμάς, όχι μόνο δεν αυξήθηκαν αλλά αντιθέτως μειώθηκαν κιόλας σε σχέση με τα δεδομένα πριν τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Ειδικότερα, υπήρχε μια πτώση των εξαγωγών προς τις αραβικές χώρες από τα 1.296 εκατομμύρια δολάρια το 1980, στα 799 εκατομμύρια δολάρια το 1985 ενώ το ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών σε πετρέλαιο έπεσε από το 73% στο 33%. Παράλληλα μειώθηκαν και οι διακρατικές συμφωνίες με Ιράκ, Συρία και Αίγυπτο. Σε δε πολιτικό επίπεδο, το μοναδικό απτό αποτέλεσμα που επιτεύχθηκε ήταν η ανάκληση της απόφασης για αναγνώριση ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους από τη Λιβύη. Θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνουμε πως η πολιτική του ΠΑΣΟΚ απέναντι στους Παλαιστίνιους (σ.σ. η PLO είχε ανοίξει ακόμη και γραφεία στην Αθήνα) δεν ενόχλησε μόνο τη Δύση αλλά και κάποιες αραβικές κυβερνήσεις δεδομένου ότι δεν υπήρχε ταύτιση όλων των Αράβων στο εν λόγω θέμα.
Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνουμε ότι η υποστήριξη των Παλαιστινίων και ιδίως η συνεργασία με τη Λιβύη από την ελληνική κυβέρνηση, ενόχλησε σφόδρα τις ΗΠΑ που θεώρησαν ότι ως ένα βαθμό η χώρα μας υπέθαλπε την διεθνή τρομοκρατία με αποτέλεσμα να εκδοθεί από την κυβέρνηση Ρέιγκαν ταξιδιωτική οδηγία για την Ελλάδα.
Γεώργιος Σαρρής, Δημοσιογράφος – πολιτικός επιστήμων – ιστορικός – Newbeast.gr