Συνηθίζεται τα «κόμματα» να καταθέτουν -με αφορμή τη νέα πολιτική περίοδο που σηματοδοτείται με τη ΔΕΘ– το πλαίσιο του πολιτικού περιβάλλοντος που επιθυμούν να διαμορφώσουν.
Οι παρεμβάσεις των προέδρων και των κορυφαίων στελεχών των κομμάτων έδειξαν πως επιδιώκουν να αναμετρηθούν δυο διαφορετικού περιεχομένου μηνύματα προς την κοινωνία.
Ως «νέο» όμως στοιχείο αυτής της αναμέτρησης παραμένει το γεγονός πως επιχειρείται με ένα επικοινωνιακό βομβαρδισμό να αποκρυφτεί πως το κοινωνικό αίτημα επιμένει να είναι η αλλαγή πολιτικής.
Δηλαδή, η αλλαγή των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, θεσμικών στοχεύσεων και των συμμαχιών διακυβέρνησης.
Μάλιστα, με επικοινωνιακή προβολή, εμφανίζεται ως «νέα απάντηση» στην κοινωνική δυσφορία για την ατελέσφορη οικονομικά, θεσμικά, πολιτικά και κοινωνικά ασκούμενη πολιτική, η εμφάνιση «κόμματων» με άλλα ονόματα.
Για τη στήριξη δε αυτού του εγχειρήματος επιχειρείται να πλασαριστεί ως «νέο πολιτικό προσωπικό» ό,τι εκφράζεται ως παρακολούθημα της θεωρίας πως «δεν υπάρχει άλλη πολιτική».
Πρόκειται όμως για «προσωπικό» που ταυτίζει την «αντιπαράθεση» ή τη «διαφωνία» του μέχρι τα όρια της «καλλίτερης» διαχείρισης της ατελέσφορης κυβερνητικής πολίτικης, με τη δικαιολογία ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Τα προηγούμενα καθιστούν φανερό πως «κέντρα», με αφορμή τις υφιστάμενες παθογένειες, επιχειρούν παλινορθώσεις πολιτικών συμπεριφορών που «γυρνάνε το ρολόι πίσω » και αναφέρονται στη δημιουργία πολιτικών μορφωμάτων που προσομοιάζουν με τα κόμματα της προδικτατορικής περιόδου.
Θυμίζω ότι μια από τις μεγάλες κατακτήσεις της μεταπολίτευσης ήταν να δημιουργηθούν πολιτικοί σχηματισμοί με σαφές στίγμα, που έδωσαν περιεχόμενο όχι μόνο θεσμικό, κοινωνικό, αντιπροσωπευτικό στο χαρακτήρα της δημοκρατίας, αλλά προ πάντων οικονομικό, εισάγοντας το αίτημα της δικαιοσύνης στις σχέσεις κεφαλαίου – εργασίας.
Με αυτή την έννοια, ιδιαίτερα τα σοσιαλιστικά και τα αριστερά – οικολογικά κόμματα, διατύπωσαν πολιτικό ή προγραμματικό λόγο με διαφορετικό πλαίσιο κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών.
Οριοθέτησαν τη σύγκρουση μονομέτωπα με τον συντηρητισμό, τον νεοφιλελευθερισμό.
Η ελληνική κοινωνία, αγκάλιασε αυτή την αλλαγή και πολλαπλασίασε τη συμμετοχή της ιδιαίτερα στα προοδευτικά κόμματα με σοσιαλιστικό ή αριστερό, προοδευτικό πρόσημο.
Φυσική κατάληξη ήταν κόμματα θολά «παρακολουθήματα» του παλιού πολιτικού συστήματος, όπως ήταν η ΕΡΕ, η Ένωση κέντρου, το ΚΟΔΗΣΟ κτλ να υποχωρήσουν δίνοντας ζωτική και πλειοψηφική δύναμη στο σοσιαλιστικό χώρο και στις δυνάμεις της άλλης αριστεράς που προωθούσαν καθαρά μια εναλλακτική στις επιδιώξεις του συντηρητισμού.
Στις μέρες μας ενώ το κοινωνικό αίτημα -επαναλαμβανόμενα με τις εκλογές- διατυπώνεται ως ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας άλλης συμμαχίας – πλειοψηφίας που θα θέσει διαφορετικές προτεραιότητες για μια δίκαιη έξοδο από την κρίση, από ορισμένους εμφανίζεται ως πανάκεια ότι η λύση στο κοινωνικό πρόβλημα είναι η αλλαγή ονομάτων των κομμάτων και όχι των περιεχομένων των πολιτικών.
Το χειρότερο δε εμφανίζονται ως «είδηση» οι διενέξεις πολιτικού προσωπικού, που η διαφωνία τους έγκειται στην καλλίτερη διαχείριση των πολιτικών που η κοινωνική βάση ζητά να αλλάξουν.
Τις μεγαλύτερες επιπτώσεις αυτής της «σκιαμαχίας» δέχεται ο σοσιαλιστικός χώρος και η κοινωνική του βάση που βλέπει πως αντί να διεκδικηθεί με πολιτική αυτονομία η αλλαγή πολιτικής και συμμαχιών, που θα στηρίζονται στις αρχές, τις αξίες και τις κοινωνικές αναφορές του σοσιαλιστικού κινήματος, «τιμωρείται» με κατάργηση, δηλαδή ενοχοποιείται – ερήμην της βάσης – το όνομα και η ιστορική συμβολή του σοσιαλιστικού χώρου.
Εκλογικά έγινε όμως σαφές πως υποκατάστατα ονομάτων που καθιστούν δυσδιάκριτο και συκοφαντημένο το σοσιαλιστικό κίνημα δεν γίνονται αποδεκτά από τη μεγάλη του βάση που αυτοπροσδιορίζεται από τις αρχές και τις αξίες της ανάπτυξης με δημοκρατία και δικαιοσύνη.
Επιδιώξεις αυτού του τύπου, αν δεν είναι υποκριτικές για να ενθαρρύνουν παρά φύσιν πολιτικές συμμαχίες, δύσκολα μπορούν πέραν των αξιωματούχων να βρουν κοινωνικό ακροατήριο ή αποδοχή στο σοσιαλιστικό χώρο.
Και με αυτή την έννοια η «φιλολογία» περί «εσωκομματικών» ή ενδοκομματικών αντιπαραθέσεων, που δεν έχουν στόχο την αλλαγή πολιτικής και συμμαχιών διακυβέρνησης, είναι αδύνατο να συγκροτήσουν ρεύμα ανάταξης όχι μόνο του σοσιαλιστικού – αριστερού χώρου αλλά και της λεγόμενης κεντροαριστεράς.
Ήδη η κατάληξη του εγχειρήματος των.. 58 η της.. Ελιάς έδειξε ότι τα όρια αυτών των επιλογών είναι ηττοπαθή, συντηρητικά θνησιγενή!
Άλλωστε η κοινωνική βάση επανειλημμένα σε εκλογές κατέγραψε πως το «επίδικο» δεν είναι η κατάργηση του σοσιαλιστικού χώρου που παραμένει με μεγάλες κοινωνικές επιρροές και έχει σταθερά τον προσανατολισμό σε μια εναλλακτική προγραμματική σύγκλιση, αλλά η μετάλλαξη της προοδευτικής πολιτικής σε παρακολούθημα της νεοφιλελεύθερης κοινωνικά και παραγωγικά επιζήμιας επέλασης.