Με 18 «εθελοντές-κομάντος» ο Βάσος Βεργής το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου ξεκίνησε με ένα καΐκι από τη Σάμο και τα ξημερώματα έφθασε στο Αγαθονήσι
Ένα περιστατικό που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, διαδραματίστηκε λίγες μέρες μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Ενώ οι μάχες στις οροσειρές της Πίνδου βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου του 1940 μία μικρή ομάδα «κομάντος» έκανε απόβαση στο νησάκι Αγαθονήσι, που βρισκόταν όπως και όλα τα Δωδεκάνησα, υπό ιταλική κατοχή από το 1912.
Επικεφαλής της ομάδας, εμπνευστής και χρηματοδότης του εγχειρήματος ήταν ένας γιατρός από την Κάρπαθο, ο Βάσος Βεργής, ο οποίος προχώρησε στην ενέργεια αυτή εκφράζοντας το πάθος του για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου που τελούσε υπό ιταλική κατοχή από το 1912 χωρίς να έχει την παραμικρή βοήθεια.
Με 18 «εθελοντές-κομάντος» ο Βάσος Βεργής το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου ξεκίνησε με ένα καΐκι από τη γειτονική Σάμο και τα ξημερώματα έφθασε στο Αγαθονήσι. Η ομάδα απαρτιζόταν κυρίως από κατοίκους της Σάμου και της Καρπάθου
Στο νησί βρισκόταν σταθμός χωροφυλακής με επτά «καραμπινιέρους» και ομάδα 10-15 καταδρομέων, που αιφνιδιάστηκαν από την απρόσμενη επίθεση.
Η ομάδα του Βάσου Βεργή ύστερα από σύντομη μάχη, κατέλαβε το νησί, συλλαμβάνοντας όλους τους Ιταλούς (στη μάχη σκοτώθηκαν δύο Ιταλοί στρατιώτες).
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής (το θέμα έτυχε τότε μεγάλης προβολής στις αθηναϊκές εφημερίδες) αλλά και σύμφωνα με μαρτυρίες ο ίδιος ο Βεργής που μιλούσε άπταιστα ιταλικά, ειδοποίησε τους Ιταλούς από τον ασύρματο για την επίθεση στο νησί.
Με το περιστατικό ασχολήθηκε επίσης το αμερικανικό περιοδικό TIME στο τεύχος του στις 2 Δεκεμβρίου 1940 με ένα ιδιαιτέρως κολακευτικό δημοσίευμα
Στο κατόρθωμα της ομάδας Βεργή είχε αναφερθεί επίσης η εφημερίδα «Ακρόπολις» που έγραφε στις 19 Νοεμβρίου του 1940 τα εξής:
«Έλλην, Δωδεκανήσιος, διαμένων και εργαζόμενος εις ελευθέραν Ελλάδα, την νύκτα της 17ης – 18ην Νοεμβρίου, επικεφαλής συμπατριωτών του και άλλων, απέπλευσαν εκ τινος ελληνικού όρμου δια βενζινοπλοίου και απεβιβάσθησαν εις νησίδα τινά της Δωδεκανήσου. Η ομάς αύτη επετέθη κατά του ιταλικού φυλακίου καραμπινιέρων, του οποίου ηχμαλώτισε τον σταθμάρχην και τρεις καραμπινιέρους, μετά του οπλισμού των. Εν συνεχεία επετέθη κατά του ναυτικού φυλακίου της ιδίας νησίδος με αποτέλεσμα τον φόνον τριών, εν οις και του επικεφαλής βαθμοφόρου. Οι επιδραμόντες επέστρεψαν πάντες, μετά των τεσσάρων αιχμαλώτων και του οπλισμού των, εις τον όρμον εκ του οποίου απέπλευσαν».
Το καΐκι με τους «κομάντος» σήκωσε τουρκική σημαία για να μην εντοπιστούν από τα ιταλικά αεροπλάνα και κατέφυγε στη Σάμο, ενώ οι Ιταλοί βομβάρδισαν το Αγαθονήσι και στη συνέχεια όταν κατάλαβαν τι είχε συμβεί βομβάρδισαν το Βαθύ της Σάμου.
Η κίνηση του Βάσου Βεργή στην αρχή αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και δισταγμό από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, ήταν όμως τέτοια η αποδοχή από τον λαό, που γρήγορα ο Μεταξάς άλλαξε στάση και κάλεσε το Βάσο Βεργή, αλλά και τους συντρόφους του, στην Αθήνα, τους παρασημοφόρησε σε τελετή που πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Μάλιστα απένειμε τιμητικά τη θέση του ταγματάρχη του ελληνικού στρατού στον γιατρό.
Ο γιατρός Βάσος Βεργής, 60 χρόνων τότε, ήταν χειρουργός και διατηρούσε κλινική στην Αθήνα. Μετά την απόβαση, διέφυγε εκτός Ελλάδας αφού οι Ιταλοί ήξεραν για αυτόν και τον αναζήτησαν για να υποστεί τις συνέπειες. Ο Βεργής ήταν ένθερμος υποστηρικτής της απελευθέρωσης της Δωδεκανήσου δραστηριοποιούμενος στην Αμερική και τη Νότια Αφρική..
Αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 1912 ο Βάσος Βεργής συμμετείχε στο 5ο σώμα των «Γαριβαλδινών» και σε μάχη που είχε γίνει με τους Τούρκους στον Δρίσκο στα Γιάννενα, είχε τραυματιστεί σοβαρά στο χέρι. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση και πέθανε σε ηλικία 94 χρόνων στην Αθήνα, όπου διέμενε.