Μια βόλτα στο γραφικό νησί Αλντερνέι στα νοτιοδυτικά της Μάγχης αφήνει την αίσθηση ηρεμίας και γαλήνης. Σήμερα το μάτι αφήνεται στον ορίζοντα, με το βλέμμα να κοντοστέκεται σε τρία υποστυλώματα.
Αν κάποιος δεν ξέρει τον τόπο, τον οποίο βρίσκεται θεωρεί πως πρόκειται για την εγκαταλελειμμένη είσοδο ενός εξοχικού ή τα ερείπια ενός βιομηχανικού κτιρίου. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι ότι έχει απομείνει από το μόνο στρατόπεδο συγκέντρωσης που κατασκευάστηκε από τους Ναζί σε βρετανικό έδαφος κατά τη διάρκεια της κατοχής των Νησιών της Μάγχης στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Φέτος, διαδηλωτές διαμαρτυρήθηκαν για την προστασία του χώρου από αναπτυξιακά καθεστώτα για τη ανακήρυξη σε προστατευόμενη περιοχή, ωστόσο, τα κυβερνητικά στελέχη της χώρας δεν έχουν λάβει την απόφαση.
Σε αυτές τις πύλες Εβραίοι αιχμάλωτοι σταυρώθηκαν στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη φρίκη του στρατοπέδου, στο οποίο τουλάχιστον 400 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Πριν την κατάληψη των Νησιών στις 30 Ιουνίου του 1940, ο Χίτλερ μη συνειδητοποιώντας πως ήταν ανυπεράσπιστο, βομβάρδισε το κύριο λιμάνι του Guernsey. Παρά τη μικρή στρατιωτικής τους αξία, είδε την κατάληψή τους, ως προπαγανδιστικό πραξικόπημα και διέταξε την υπεράσπισή του ως μέρος του Ατλαντικού του Τείχους, το οποίο ήλπιζε πως θα αποκρούσει κάθε απόπειρα εισβολής των Συμμάχων.
Για να «ενεργοποιήσει» το Αλντερνέι, το βορειότερο των Νησιών, έφερε σκλάβους εργάτες από τις περιοχές που είχε κατακτήσει, κυρίως την ανατολική Ευρώπη.
Τέσσερα στρατόπεδα εργασίας χτίστηκαν και πήραν τα ονόματά τους από τα γερμανικά νησιά Sylt, Borkum, Norderney και Helgoland.
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης Sylt, του οποίου οι πύλες σώζονται μέχρι και σήμερα, στέγαζαν Εβραίους, των οποίων η μεταχείριση είχε συγκλονίσει τους κατοίκους. Τους αφήναν νηστικούς, τους βασάνιζαν χωρίς έλεος, ενώ έφταναν να σταυρώνουν, όσους δεν υπάκουαν στα λεγόμενά τους.
Ο ιερέας του νησιού, Reverend Ord, είχε γράψει τότε στο ημερολόγιό του: «Κατεβαίνοντας από το λιμάνι υπήρχαν πέντε σειρές με άνδρες. Ολοι τους φόραγαν ριγέ ρούχα, άλλοι ήταν ξυπόλυτοι και άλλοι φορούσαν κάτι σαν ξύλινα τσόκαρα. Ηταν πάνω από 1000 με ξυρισμένο κεφάλι και φαινόντουσαν κουρασμένοι. Σκιζόταν η καρδία μου να βλέπω τα αποτελέσματα μια συστηματικής και σκόπιμης υποβάθμισης ανθρώπων».
«Στην κορυφή κάθε σειράς βάδιζε ένας οπλισμένος άνδρας των SS, ενώ στο πίσω μέρος και κατά μήκος υπήρχαν περισσότερα από αυτά τα κτήνη, έτοιμα να κατευνάσουν κάθε απόπειρα φυγής. Δεν είχα δει ποτέ μου τέτοια κτηνωδία», προσέθεσε ο αιδεσιμότατος, τονίζοντας πως ήταν γεμάτος με συναισθήματα οίκτου, συμπάθειας, θλίψης, οργής και φρίκης.