Η διεύθυνση έργων του δήμου του Σαν Φρανσίσκο άρχισε ένα πιλοτικό πρόγραμμα χρήσης μιας ειδικής, "υδροφοβικής" μπογιάς, η οποία κάνει τα… ούρα να αναπηδούν, βάφοντας τοίχους σε περιοχές όπου υπάρχει έντονο πρόβλημα.
Όποιος προσπαθήσει να ουρήσει στους τοίχους που έχουν βαφτεί με την ειδική μπογιά θα δοκιμάσει μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη: ο πίδακας θα… καταβρέξει τον ίδιο.
ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ και δείτε μέσω του CNN πως λειτουργεί η “επαναστατική” μπογιά
Ο επικεφαλής της διεύθυνσης έργων του δήμου, ο Μοχάμεντ Νούρου, ανακάλυψε την ιδέα διαβάζοντας σε ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης αναρτήσεις για τη μπογιά και τη χρήση της σε μια συνοικία του Αμβούργου της Γερμανίας όπου βρίσκονται πολλά νάιτκλαμπ και μεθυσμένοι θαμώνες ανακουφίζονταν στους δρόμους.
Η βαφή, η Ultra-Ever Dry, διατίθεται από την Ultratech International Inc και απωθεί τα περισσότερα υγρά. "Τα ούρα θα αναπηδούν και θα καταβρέχουν το παντελόνι και τα παπούτσια του τύπου. Η ιδέα είναι να το σκέφτεται κανένας δυο φορές πριν ουρήσει σε δημόσιο χώρο", εξήγησε η Ρέιτσελ Γκόρντον, εκπρόσωπος της διεύθυνσης έργων του δήμου του Σαν Φρανσίσκο.
Στο πλαίσιο ενός πιλοτικού προγράμματος, την περασμένη εβδομάδα βάφτηκαν με την ειδική μπογιά εννιά τοίχοι σε συνοικίες όπου υπάρχουν πολλά μπαρ και σε περιοχές με πολλούς άστεγους.
"Κρατήσου! Ανακουφίσου στον κατάλληλο χώρο", αναφέρουν επιγραφές του δήμου που έχουν τοποθετηθεί στους τοίχους αυτούς στα αγγλικά, στα κινεζικά και στα ισπανικά.
Ήδη, σύμφωνα με το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου, ο δήμος του Σαν Φρανσίσκο λαμβάνει αιτήσεις για την επέκταση της χρήσης της ειδικής μπογιάς.
"Λάβαμε πάρα πολλές κλήσεις από ανθρώπους που θέλουν να χρησιμοποιηθεί η βαφή στα σοκάκια τους ή στα κτίριά τους", ανέφερε η Γκόρντον.
Η μπογιά μπορεί να είναι ακριβή, αλλά το κόστος της χρήσης της είναι χαμηλότερο από την συνεχή αποστολή συνεργείων της διεύθυνσης καθαριότητας στις περιοχές όπου υπάρχει έντονο πρόβλημα, εξήγησε η ίδια. Ο δήμος εγκαθιστά επίσης περισσότερα δημόσια ουρητήρια για να συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος, πρόσθεσε η Γκόρντον.
Πηγή