Διαφωνεί κανείς ή όχι. Είναι ένθεος ή άθεος. Προκλητικός αρνητής του όποιου θεού ή ταπεινός ομολογητής της όποιας πίστης, η γέννηση του Χριστού αναφλέγει τις ψυχές και μεταβάλλει σε ναούς τις καρδιές των ανθρώπων.
Μέσα τους σελαγίζει το αδαπάνητο πυρ του βιώματος του θείου, ο άσαρκος Λόγος σαρκούται και γίνεται φως αγάπης, πίστης και αρετής.
Κατέρχεται και εισέρχεται στα μύχια, στα καθαρότερα βάθη του εαυτού μας η πνοή του Θεού. Οικεί εδώ τώρα ο ήπιος και γλυκός, οπλήρης εγκαρτέρησης και αιώνια ανενδεής Ιησούς.
Η ενανθρώπιση του θείου Λόγου παρέχει στους ανθρώπους όλης της Γης τη μοναδική ευκαιρία να ελέγξουν αν έχουν επιστρέψει ή όχι στη φυσική βαρβαρότητα.
Υπάρχει προς τούτο ένας απλός τρόπος. Η σεισμική δόνηση που προκαλεί στην ανθρώπινη ψυχή η Γένηση του Χριστού.
Η ιστορία του πνεύματος του Ελληνισμού ήταν στροφή και ορμή προς το ύψιστο και το Απρόσιτο, προσέγγιση προς μια θεϊκή πρωταρχή, όπου αναπαυόταν το τέλειο και το απόλυτο.
Με το μυστήριο της Γεννήσεως αυτό το απόλυτο σκηνώνει εδώ και ανανεώνει τη ζωή μας. Γίνεται πραγματικότητα. Τούτο δεν είναι δεισιδαιμονία, ούτε χαριτωμένος παραλογισμός. Είναι ανάμεσα στο Γεγονέναι και το Εσεσθαι. Είναι η αλήθεια του Απρόσιτου που εγκαθιδρύει τον «έσωθεν ουρανόν».
Ετσι ο μεγάλος νόστος πληρούται.
Πραγματώνεται μάλιστα κατά την ώρα της μέγιστης απόγνωσης για το υπάρχον, το οποίο απογοήτευσε τον νου και τις καρδιές και γι” αυτό έπρεπε να ακυρωθεί.
Ακυρώθηκε με τη Γέννηση «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου». Τότε παραμερίζεται η ιδέα της σαρκός και εμφανίζεται η σάρξ της ιδέας.. Αυτής της σαρκώσεως η σωτηρία είναι η λύτρωση από την έσχατη απόγνωση. Από το χάος των καιρών. Από τότε ο φίλιος Ιησούς είναι ανάμεσά μας.
Τον ατενίζουν άραγε οι οφθαλμοί μας; Αγρυπνεί η θρησκευτική συνείδηση του κόσμου; Ορθρίζει μέσα της το πνεύμα του Θεού; Νιώθει, όπως οι ακατάπαυστα αγραυλούντες ποιμένες, τις γλυκύφθογγες μολπές της ουράνιας μουσικής; Ευδαιμονεί από τις σωτήριες θωπείες του εωθινού; Του φωτός; Γίνεται η καρδιά της ανθρωπότητας αυτές τις πνευματοφόρες μέρες, αυτόπτης μάρτυρας της αιώνιας Αλήθειας, που εισέρχεται στο χρόνο; Βιώνει την άκρα συγκατάθεση του Απρόσιτου, σκήνωμα μέσα στην έως τότε αγεώργητη γη της ανθρώπινης ψυχής;
Του Χριστού τη θεία και ανώτερη από κάθε άλλη δύναμη δεν τη φανερώνουν τόσο η απεραντοσύνη των ουρανών και των αστέρων και η αδιάλειπτη Πρόνοια και στοργή του προς την ασθενή φύση μας.
Με τη γνωριμία Του η ανθρώπινη ύπαρξη εξευγενίζεται και ανακαινίζεται ριζικά. Είναι σαν μια νέα γέννηση του ανθρώπου η Σάρκωση του Χριστού.
Υπάρχει βέβαια και ένας δεύτερος δρόμος, με τον οποίο θα μπορούσε ο άνθρωπος να προσεγγίσει το Σπήλαιο.
Είναι ο δρόμος όχι της καρδιάς, αλλά του λογικού. Η προσπάθεια για έλλογη σύλληψη και νοητική ερμηνεία. Ο αγώνας για λογική τεκμηρίωση. Ομως, ο δρόμος αυτός είναι δύσβατος και αιχμηρός και γίνεται πίσω από τα λαγκάδια του αγνώστου…
Εδώ η σχέση του ανθρώπου με τον Σαρκωθέντα είναι έλλογη, όχι βιωματική. Οχι εράσμια. Οχι θερμή. Οχι ζώσα. Οχι πυρωμένη εν πνεύματι. Γίνεται ανατόμος του θείου Λόγου. Και καθώς ο ανθρώπινος αφλογιστεί, σκανδαλίζεται, διότι το Μυστήριο είναι ξένο και παράδοξο. Ο χώρος του Απόλυτου, του Θείου, του Αιώνιου είναι αφιλόξενος για το ανθρώπινο λογικό και εκπέμπει φως εκθαμβωτικό. Σκότος για τον νου, ακτινοβόλο για την καρδιά, ουράνια δρόσο.
Υπάρχει ασφαλώς και ένας τρίτος δρόμος, σύντομος και βατός. Είναι ο δρόμος της ιστορίας. Ούτε οι οξύτεροι επικριτές ή και αρνητές της Αποκάλυψης τόλμησαν να αμφισβητήσουν ότι η παρουσία του προσώπου του Χριστού επάνω στη Γη αποτελεί τη βαθύτερη τομή μέσα στην παγκόσμια ιστορία.
Οχι μόνο επειδή ο Χριστός «ήλθεν», όταν κυριαρχούσε η ψυχοφθόρα ηδονή, μια υλόφρων αντίληψη, διαφθορά καλπάζουσα, πολιτιστική ένδεια, κάτι σαν επιθανάτιος ρόγχος, αλλά γιατί ο Χριστιανισμός έκτισε έναν καινούργιο πολιτισμό, ανεξάρτητα των μετεγενέστερων μεθοδεύσεων και της εκμετάλλευσης εκ μέρους της Εκκλησίας. Ο χριστιανικός πολιτισμός εισήγαγε νέες αξίες, ανασύνθεσε τις παλιές, επηρέασε την κοινωνία, διαπότισε την τέχνη με το πνεύμα του, έδωσε μέγα βάθος στην έννοια του ανθρώπου, ανακαίνισε την κτίση με την «κονήν εντολήν» της αγάπης.
Του Χριστού η ανθρώπινη φύση γνώριζε ότι ο «θεός ανθρώπου ου μίγνυται». Το σπήλαιο όμως ανέδειξε τον Πλάτωνα πλανώμενο. Εκεί η θεοποίηση του Ανθρώπου. Εδώ η ενανθρώπιση του Θεού. Εκεί ο αγώνας της Γνώσης. Εδώ ο θρίμαβος της Πίστης. Εκεί η καταπονούσα «Απόκρυφη». Εδώ η «ου φέρουσα έρευναν» ανεννόητη «Αποκάλυψη» με την έλευση του Χριστού δεν αναζητείται πλέον ο Θεός μέσα ή έξω από τη φύση, αλλά ομιλεί ο ίδιος μέσω των γεγονότων της ιστορίας. Εισέρχεται τώρα το αιώνιο και μακάριο. Είναι μέσα στο ανειρήνευτο Γίγνεσθαι.
Η είσοδος είναι αυτή η ενανθρώπιση του Χριστού. Η Αποκάλυψη ήταν αναγκαία, αφού η πενία του ανθρώπινου λόγου δεν επέτρεπε να συλληφθεί νοητικά ο Θεός-Λόγος. Και έτσι ο Λόγος εγένετο σάρξ!..
Καλά Χριστούγεννα!…