Με ταχείς ρυθμούς τρέχει η διαδικασία καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού που θα ισχύσει από 1ης Απριλίου του 2025 και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα αυξηθεί από τα 830 στα 870-880 ευρώ μεικτά, δηλαδή έως 6%. Υπενθυμίζεται πως δέσμευση του πρωθυπουργού είναι ο μισθός να φτάσει τα 950 ευρώ το 2027 (που είναι και εκλογική χρονιά), ενώ από το 2028 κι έπειτα η διαδικασία αλλάζει ριζικά, με τον κατώτατο μισθό να προκύπτει μέσω ενός μαθηματικού τύπου.
Ηδη από την περασμένη εβδομάδα η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως απέστειλε τις σχετικές προσκλήσεις στους φορείς που θα συγκροτήσουν τις επιτροπές γνωμοδότησης για το ύψος του κατώτατου μισθού. Συγκεκριμένα, πρόκειται να συγκροτηθεί Επιτροπή Διαβούλευσης την οποία θα απαρτίζουν πέντε εκπρόσωποι οργανώσεων εργαζομένων, πέντε εκπρόσωποι εργοδοτικών οργανώσεων και ο πρόεδρος του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ).
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι πρότινος κάθε κοινωνικός εταίρος κατέθετε ξεχωριστή εισήγηση για τον καθορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού, ωστόσο πρώτη φορά όλοι οι κοινωνικοί εταίροι συγκροτούνται σε ένα ενιαίο σώμα, την Επιτροπή Διαβούλευσης, προκειμένου να καταλήξουν σε ένα κοινό πόρισμα.
Αντίστοιχα, συγκροτείται πενταμελής Επιστημονική Επιτροπή με τη συμμετοχή ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων σε θέματα Οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων θεμάτων οικονομίας της εργασίας, υποδεικνυόμενων από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), καθώς και τον πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ). Οι φορείς θα πρέπει να συντάξουν έκθεση έως τις 25 Ιανουαρίου για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, με προτάσεις για την αναπροσαρμογή τους.
Εως τις 31 Ιανουαρίου θα σχηματιστεί φάκελος με τις εκθέσεις.
Εως τις 15 Φεβρουαρίου διαβιβάζονται οι γνώμες της Επιστημονικής Επιτροπής και της Επιτροπής Διαβούλευσης, καθώς και όλες οι εκθέσεις των εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), για τη σύνταξη του πορίσματος διαβούλευσης από αυτό, σε συνεργασία με την Επιστημονική Επιτροπή.
Εως τις 28 Φεβρουαρίου ολοκληρώνεται το πόρισμα διαβούλευσης και διαβιβάζεται στον πρόεδρο του ΟΜΕΔ.
Εως τις 5 Μαρτίου ο πρόεδρος του ΟΜΕΔ υποβάλλει το πόρισμα διαβούλευσης στους υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Εως τις 15 Μαρτίου κάθε έτους οι υπουργοί Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών εισηγούνται στο υπουργικό συμβούλιο τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο.
Εως το τέλος Μαρτίου οι υπουργοί Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, μετά τη σύμφωνη γνώμη του υπουργικού συμβουλίου, εκδίδουν κοινή απόφαση καθορισμού του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου.
Από το 2026 κι έπειτα όποιες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό θα ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου κάθε έτους, και γι’ αυτό η διαδικασία διαβούλευσης θα διαρκεί από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο. Ωστόσο, πολύ σημαντικές αλλαγές επέρχονται από το 2028, καθώς με βάση τον πρόσφατο νόμο που ψήφισε η Βουλή το ύψος του κατώτατου μισθού δεν θα καθορίζεται -παρά τη διαβούλευση- με πολιτική απόφαση, αλλά με βάση έναν μαθηματικό τύπο. Συγκεκριμένα, βάσει συντελεστή που προκύπτει από το άθροισμα:
του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή μεταξύ της 1ης Ιουλίου του προηγούμενου έτους και της 30ής Ιουνίου του τρέχοντος έτους για το χαμηλότερο ποσοστό 20% της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών, και
του ημίσεος του ετήσιου ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών κατά την ίδια χρονική περίοδο. Αν ο συντελεστής που θα προκύπτει οδηγεί σε μείωση του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου, δεν γίνεται αναπροσαρμογή και ο μισθός θα μένει παγωμένος χωρίς να μειώνεται.
Οι αλλαγές αυτές προέκυψαν με αφορμή την ενσωμάτωση στο Εθνικό Δίκαιο της κοινοτικής οδηγίας για επαρκείς μισθούς που προβλέπει την κατάρτιση Σχεδίου Δράσης για την αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, με το υπουργείο Εργασίας να τονίζει ότι αυτό θα εκδοθεί εντός ενός έτους από την ψήφιση του νόμου.
Οι κοινωνικοί εταίροι και κυρίως η ΓΣΕΕ ζητούν να επανέλθει στους ίδιους η αρμοδιότητα διαπραγμάτευσης και καθορισμού – χωρίς κρατική συμμετοχή του ύψους του κατώτατου μισθού, όπως αυτό ίσχυε από το 1990 (νομοθετήθηκε επί Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) έως το 2012. Τότε, η τρόικα επέβαλε τη μείωση του μισθού από τα 751 ευρώ στα 586, τη θέσπιση του υποκατώτατου στα 510 ευρώ για τους κάτω των 25 ετών και τη μεταφορά της αρμοδιότητας αποκλειστικά στην εκάστοτε κυβέρνηση.
Πικρή αλήθεια για το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιτείνει πως με τις διαδοχικές αυξήσεις από το 2018 και έπειτα ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 27% μέχρι σήμερα, όμως η αλήθεια είναι ότι οι αυξήσεις αυτές, που ας μην ξεχνάμε αφορούν μόνο όσους αμείβονται με τον κατώτατο, όχι μόνο δεν έχουν βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, αντιθέτως είναι τόσο ανεπαρκείς, που χρόνο με τον χρόνο χειροτερεύουν τη θέση της Ελλάδας σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε.
Χαρακτηριστικά είναι τα τελευταία ευρήματα της Eurostat που έδειξαν ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης συγκρίνεται με αυτό της… Βουλγαρίας, και μάλιστα σύντομα η προτελευταία θέση που καταλαμβάνει η Ελλάδα θα απειληθεί από τους βόρειους γείτονές μας! Η νέα έκθεση προχωρά σε σύγκριση των δεδομένων του 2023 με το 2022, δηλαδή καταγράφει τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που υπάρχουν σε επίπεδο έτους.
Το άκρως ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως η αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα, με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, διαμορφώθηκε το 2023 στο 69% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, από το 67% το 2022 και 66% το 2019, όταν στην «καρδιά» των Μνημονίων βρισκόταν στο 71% (έτη 2013-204). Δηλαδή, από το 2019 αυξήθηκε κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες.
Ωστόσο, η γειτονική Βουλγαρία από το 55% το 2019 έφτασε το 2022 στο 62% και το 2023 στο 64%, δηλαδή η ανοδική πορεία που ακολούθησε σε επίπεδο αγοραστικής δύναμης των πολιτών είναι πολύ πιο ισχυρή από την ελληνική, φτάνοντας τις 9 μονάδες. Με αυτόν τον ρυθμό η Βουλγαρία απειλεί ευθέως να ρίξει τη χώρα μας στην τελευταία θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης, ακόμα και αν η Ελλάδα συνεχίσει να αυξάνει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.