Του Κώστα Μπετινάκη
To 2004, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των ολυμπιακών αγώνων, η ελληνική κυβέρνηση είχε επιτρέψει στους Αμερικανούς να παρακολουθούν τις τηλεπικοινωνίες για τυχόν δράση ένοπλων ομάδων. Το υλικό που επέτρεπε τις παρακολουθήσεις, υποτίθεται ότι θα αποσυρόταν μετά το τέλος των Αγώνων, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε… Το αποτέλεσμα τραγικό με τους υπαίτιους να παραμένουν ατιμώρητοι.
Ο τίτλος της ιστοσελίδας «Τhe Intercept» (*) προκαλεί σοκ. «Μια αχρεία επιχείρηση της ΝSA προκάλεσε τον θάνατο ενός Έλληνα εργαζόμενου στις τηλεπικοινωνίες;», τιτλοφορείται το αποκαλυπτικό πόνημα του δημοσιογράφου-ερευνητή James Bamford.
Την προηγουμένη του αποτρόπαιου θανάτου του Κώστα, ο προϊστάμενός του είχε διατάξει να απενεργοποιηθεί και να αφαιρεθεί από τα συστήματα ένας ιδιαίτερα πολύπλοκος κωδικός («ιός» όπως αποκαλείται στα ηλεκτρονικά συστήματα) που μόλις είχε ανακαλυφθεί.
Ο ιός αυτός, που παραμένει άγνωστο από ποιον είχε εγκατασταθεί, στόχευε στην παρακολούθηση των τηλεφώνων 100 και πλέον κορυφαίων κυβερνητικών παραγόντων συμπεριλαμβανομένου και του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και της συζύγου του Νατάσας, υπουργών και μελών του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας.
Το ερώτημα ήταν, ποιος το έκανε και ποιος παρακολουθούσε τις ιδιαίτερα ευαίσθητες αλλά και απόρρητες συνομιλίες.
Επί ένα χρόνο το θέμα είχε παραμείνει μυστικό, αλλά όταν επιτέλους έγινε γνωστό, θεωρήθηκε ως κάτι ανάλογο με ένα «ελληνικό Watergate».
Η δικαστική έρευνα για το «ελληνικό Watergate»
Ο Τύπος το χαρακτήρισε «κολοσσιαίων διαστάσεων» και οι σκιές του πήγαζαν από τα παρασκήνια της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Την ώρα που οι αθλητές αγωνίζονταν για ένα μετάλλιο κάποιες «σκιές» είχαν κάνει «χάκινγκ» στη μεγάλη εταιρία τηλεπικοινωνίας, παρακολουθώντας και καταγράφοντας συνομιλίες.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο θάνατος του Κώστα συνεχίζει να απασχολεί τις δικαστικές αρχές και η έρευνα έχει επικεντρωθεί στο ενδεχόμενο να εντάσσεται σε συγκαλυμμένη επιχείρηση αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα.
«Τον περασμένο Φεβρουάριο οι ελληνικές δικαστικές αρχές -σε μια πρωτοφανή ενέργεια- εξέδωσαν διεθνές ένταλμα σύλληψης για αξιωματούχο της CIA που οι Έλληνες θεωρούν πως αποτελούσε άνθρωπο-κλειδί στην επιχείρηση όσο βρισκόταν στην Αθήνα».
Ωστόσο αυτός έχει φύγει πλέον από την Ελλάδα και η αμερικανική κυβέρνηση -όπως συνηθίζει να κάνει εδώ και δέκα χρόνια- «έχει υψώσει τείχος, ώστε οι ελληνικές αρχές να μην μπορούν να διακρίνουν την ανάμειξη των Αμερικανών πρακτόρων στην υπόθεση».
Όπως υποστηρίζει όμως ο συντάκτης της έρευνας, James Bamford, «οι κατηγορίες από τις ελληνικές δικαστικές αρχές, αγγίζουν μόλις την επιφάνεια και ο Basil μάλλον δεν είναι ο άνθρωπος κλειδί, αλλά ένα μικρότερο πιόνι στην υπόθεση κατασκοπίας».
Έρευνα της ιστοσελίδας «The Intercept» έχει αποκαλύψει όχι μόνον τον ρόλο της CIA, αλλά και της NSA (Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ), καθώς και το πώς και γιατί έγινε η επιχείρηση.
«Ετοιμάζομαι να δώσω στη δημοσιότητα τα στοιχεία -γράφει ο Bamford- στο ντοκιμαντέρ που πρόκειται να προβληθεί στις 14 Οκτωβρίου από το καλωδιακό PBS με συνεντεύξεις που έχω ήδη συγκεντρώσει αλλά και με νέα στοιχεία -άκρως απόρρητα- για την δραστηριότητα της NSA που αποκάλυψε ο Edward Snowden».
Τα ντοκουμέντα και τα απόρρητα έγγραφα του Snowden
Σύμφωνα με τα άγνωστα έως τώρα ντοκουμέντα από το αρχείο του Snowden, η NSA έχει μακρά ιστορία στην τηλεφωνική παρακολούθηση την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, τόσο στις ΗΠΑ όσο και το εξωτερικό. Εξαιρετική δραστηριότητα είχε σημειώσει στον τομέα αυτόν κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Λος Άντζελες, το 1984, σύμφωνα με απόρρητα έγγραφα που αποκαλύφθηκαν το 2003.
Η NSA, είχε μάλιστα τη στήριξη του FBI, ενώ είχε δημιουργηθεί και το Κέντρο Ολυμπιακής Αντικατασκοπίας (Olympics Intelligence Center – OIC).
Για την «υποστήριξη των Ολυμπιακών του 2004 στην Αθήνα, η στήριξη της NSA ήταν πολύ πιο πολύπλοκη», καθώς, για πρώτη φορά μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 γίνονταν Ολυμπιακοί Αγώνες και μάλιστα εκτός των ΗΠΑ, πράγμα που σήμαινε πως οι δυσκολίες θα ήταν μεγαλύτερες».
Σύμφωνα με τον συντάκτη του άρθρου, ανώτερος πρώην αξιωματούχος της αμερικανικής αντικατασκοπίας, που συμμετείχε στην επιχείρηση, αποκάλυψε πως «υπήρχε στενή συνεργασία μεταξύ της NSA και της ελληνικής κυβέρνησης».
Οι Ολυμπιακοί πραγματοποιήθηκαν χωρίς να σημειωθεί κάποιο επεισόδιο και ήταν ελληνική επιτυχία. Δημιουργήθηκε πρόβλημα, όμως, μετά τους Ολυμπιακούς, σύμφωνα με την ίδια πηγή.
«Η NSA είπε πως θα πάρουμε το λογισμικό και θα φύγουμε. Μόνο που δεν έγινε έτσι και το λογισμικό συνέχισε να δίνει ανώνυμα σήματα που οι Έλληνες ανακάλυψαν πως είχαν για αποδέκτη την αμερικανική πρεσβεία».
Για τον λόγο αυτό, λέει η ίδια πηγή, από την ελληνική κυβέρνηση κλήθηκε ο Richard Eric Pound, τότε σταθμάρχης της CIA στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας. Ο Pound είχε φτάσει στην Αθήνα τον Μάιο του 2004, προκειμένου να αντικαταστήσει τον Michael F. Walker, πρώην υπαρχηγό της Υπηρεσίας στο τμήμα παραστρατιωτικών Ειδικών Δραστηριοτήτων.
Ο Pound περιγράφεται ως ένα «επαρχιωτόπουλο από την Ιντιάνα», που, σύμφωνα πάντα με την πηγή του Bamford, δεν είχε ιδέα για την όλη επιχείρηση και για τον λόγο αυτό κάλεσε τον αρχηγό του στην CIA για να μάθει λεπτομέρειες. (Ο ίδιος αρνήθηκε να μιλήσει στην «The Intercept»). Η πηγή υποστηρίζει ότι ούτε ο τότε πρεσβευτής γνώριζε για την επιχείρηση -κάτι που αποτελεί παράβαση του πρωτοκόλλου.
Το ίδιο ερώτημα είχε υποβάλει ο Bamford στον στρατηγό Michael Hayden, διευθυντή της NSA εκείνη την εποχή. «Θυμάστε το περιστατικό για την ανάμειξη της ΝSA στην Ελλάδα;» τον είχε ερωτήσει. «Δεν υπάρχει κάτι για το οποίο μπορούμε να συζητήσουμε εδώ», ήταν η απάντηση. «Δεν έχει υποπέσει στην αντίληψή σας;» επέμεινε ο ερευνητής-ρεπόρτερ. «Δεν είναι κάτι που θα συζητήσουμε» ήταν η απάντηση.
Την ίδια εποχή με την υπόθεση της υποκλοπής τηλεφωνημάτων στην Ελλάδα, ο Hayden ήταν ο εξ απορρήτων επικεφαλής χειριστής του προγράμματος παρακολούθησης της μεγαλύτερης παράνομης υπόθεσης αντικατασκοπίας στην αμερικανική ιστορία.
Το προφίλ του καταζητούμενου πράκτορα
Παρά το αμερικανικό τείχος σιωπής, οι ελληνικές ανακριτικές αρχές κατόρθωσαν να ακολουθήσουν τα ηλεκτρονικά ίχνη ως την εξώπορτα της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα και κατόπιν να φτάσουν στον William George Basil, τον μυστηριώδη αξιωματούχο της, ο οποίος γεννήθηκε στη Βαλτιμόρη, ωστόσο βρέθηκε από νεαρός στην Κάρπαθο εξαιτίας οικογενειακών συγκυριών.
Η καλή γνώση της ελληνικής τον προώθησε στην Επιχειρησιακή Διεύθυνση, απ” όπου χάνονται τα ίχνη του, πίσω από το πυκνό πέπλο μυστικότητας της υπηρεσίας, για να επανεμφανισθεί ως Αξιωματούχος της Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων του State Department.
Aπό εκεί, εστάλη στην Αθήνα, που τόσο καλά γνώριζε, ενώ διέθετε και διαμέρισμα στη Γλυφάδα. Στην πρεσβεία ανέλαβε επίσημα καθήκοντα δεύτερου γραμματέα περιφερειακών υποθέσεων και κατόπιν αναβαθμίστηκε σε πρώτο γραμματέα. Ωστόσο, αρμοδιότητά του ήταν η αντιτρομοκρατία.
Σύμφωνα με την εμπιστευτική έκθεση του εισαγγελέα Γιάννη Διώτη, που εξασφάλισε η ιστοσελίδα «The Intercept», ο Basil είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην επιχείρηση του Μαρτίου 2003 -λίγο πριν την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ- με την κωδική ονομασία «Νet».
Η επιχείρηση με την ανάμειξη Αμερικανών και Ελλήνων πληροφοριοδοτών, είχε οδηγήσει στην ανακάλυψη μικρού οπλοστασίου και εκρηκτικών υλών στο υπόγειο της ιρακινής πρεσβείας στην Αθήνα.
Ενώ η διάρκεια θητείας στο Εξωτερικό είναι περίπου δύο χρόνια, ο Basil κατόρθωνε να παρατείνει την παραμονή του στην Αθήνα.
Ένα πρόσωπο που τον είχε γνωρίσει ήταν ο John Brady Kiesling, πρώην Διπλωματικός υπάλληλος των ΗΠΑ και συγγραφέας του βιβλίου «Diplomacy Lessons: Realism for an Unloved Superpower» (Potomac Books 2006). Ήταν ο πρώτος από τους τρεις διπλωματικούς υπαλλήλους των ΗΠΑ που είχαν παραιτηθεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Ο Kiesling είχε υπηρετήσει ως διπλωματικός υπάλληλος στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, από τον Ιούλιο του 2000 ως το Μάρτιο του 2003.
Εκείνο όμως που ενέτεινε την ανησυχία του Kiesling είναι το γεγονός ότι «συνεχίσθηκε η παρακολούθηση των τηλεφώνων και μετά τους Ολυμπιακούς».
«Ουδέποτε το αφαίρεσαν», υποστήριξε ένας άλλος αξιωματούχος της NSA που είχε ασχοληθεί με παρόμοιες υποθέσεις παρακολουθήσεων. «Όταν έχεις την ευκαιρία να εγκαταστήσεις, εγκαθιστάς έναν ιό. Είναι ευκαιρία και δεν τον αφαιρείς».
Σύμφωνα με τις ελληνικές ανακριτικές αρχές, στις 8 Ιουνίου 2004, κάποιος άνδρας με το όνομα Μάρκος Πέτρου, αγόρασε από κατάστημα τηλεπικοινωνιών στην ακτή Μιαούλη τα πρώτα τέσσερα κινητά τηλέφωνα, τα οπαία στη συνέχεια έγιναν 14 και επρόκειτο να γίνουν τα «τηλέφωνα σκιές» που δέχονταν το παράλληλο κύμα της γραμμής. Τα τηλέφωνα δέχονταν στοιχεία και φωνητικές κλήσεις αυτόματα και εν συνεχεία τις αναμετέδιδαν χιλιόμετρα μακριά, στο κέντρο παρακολούθησης της NSA όπου αποθηκεύονταν και αναλύονταν.
Ένας από εκείνους που διέθετε παρόμοιο τηλέφωνο ήταν και ο William Basil, σύμφωνα με συνάδελφό του στην πρεσβεία, ο οποίος του είχε τηλεφωνήσει σε ένα από αυτά τα τηλεφωνικά νούμερα σκιές. Ένα από αυτά τα τηλέφωνα, με διαφορετική κάρτα SIM έκανε τηλεφωνήματα στο Μέριλαντ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Snowden, το κέντρο αυτό στην πρεσβεία των Αθηνών είχε κωδική ονομασία US-966G.
Στην έρευνα που συνεχίζεται επί δέκα χρόνια, έχουν εξετασθεί περί τους 500 μάρτυρες.
Ενώ συνεχιζόταν η χρονοβόρα διαδικασία δικαστικής έρευνας της υπόθεσης, ο Basil -στο μεταξύ- είχε προαχθεί σε υπαρχηγό σταθμάρχη στο Ισλαμαμπάντ του Πακιστάν και ακολούθως είχε σταλεί πίσω στο αρχηγείο, ως διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού στο Κέντρο Αντιτρομοκρατίας.
Τώρα, συνταξιούχος πια, χωρίς να διαθέτει διπλωματική ασυλία ίσως να μην μπορέσει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Την χώρα όπου ζει η σύζυγός του, στην κατοικία της οικογένειάς της στον Πειραιά.
————————————————————-
(*) Η ιστοσελίδα «Τhe Intercept» ασχολείται κυρίως με ζητήματα αποκαλύψεων για τα οποία αποφεύγουν να δείχνουν ενδιαφέρον τα λεγόμενα «Μέσα του συρμού».
Όπως υποστηρίζει στο προφίλ της η ιστοσελίδα, (δημιουργήθηκε το 2014) «είναι αφιερωμένη στην παραγωγή δημοσιογραφικών αποκαλύψεων χωρίς φόβο».
Οι δημιουργοί της πιστεύουν ότι «η δημοσιογραφία θα πρέπει να αντιμετωπίζει με διαφάνεια και ευθύνη τις πανίσχυρες κυβερνητικές και παραδοσιακές δομές, με τους δημοσιογράφους της ιστοσελίδας να έχουν την συντακτική ελευθερία, αλλά και τη νομική υποστήριξη να προωθούν την αποστολή τους».
Πηγές: theintercept.com/staff, zougla.gr