Σχεδόν δύο φορές περισσότερες νεαρές Νορβηγίδες έχουν βιώσει πιο βαριά έμμηνο ρύση από ό,τι είχαν συνηθίσει, μετά τη λήψη των εμβολίων τους κατά του κορωνοϊού σύμφωνα με προκαταρκτικά αποτελέσματα μεγάλης πληθυσμιακής μελέτης.
Για να διερευνήσει εάν υπάρχει σχέση μεταξύ των εμβολίων COVID-19 και διαφόρων αιμορραγικών διαταραχών, το Εθνικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας (FHI) διεξάγει τώρα μια μεγάλη μελέτη σε περισσότερα από 60.000 κορίτσια και γυναίκες ηλικίας 12-80 ετών στη Νορβηγία. Μέχρι στιγμής, έχουν δημοσιευτεί προκαταρκτικά αποτελέσματα για τις 6.000 γυναίκες που αντιπροσωπεύουν την ηλικιακή κατηγορία 18-30.
«Βλέπουμε σε αυτή τη μελέτη ότι ορισμένες γυναίκες παρουσίασαν διάφορες διαταραχές μετά την πρώτη ή τη δεύτερη δόση του εμβολίου», δήλωσε η διευθύντρια της μελέτης, γιατρός του FHI, Λιλ Τρόγκσταντ.
Το ποσοστό των γυναικών που δήλωσαν ότι παρουσίασαν βαριά αιμορραγία έχει αυξηθεί από 7,6% πριν από τον εμβολιασμό, σε 13,6% μετά τον εμβολιασμό. Το ποσοστό τους αυξήθηκε περαιτέρω στο 15,3% μετά τη δεύτερη δόση.
Άλλα συχνά αναφερόμενα συμπτώματα περιελάμβαναν παρατεταμένες αιμορραγίες, ασυνήθιστα σύντομα ή μεγάλα μεσοδιαστήματα, απροσδόκητη διαλείπουσα αιμορραγία, επιπλέον επώδυνες περιόδους ή ακόμα και εμμηνορροϊκό πόνο χωρίς αιμορραγία.
Με βάση τα προκαταρκτικά αποτελέσματα, το FHI απαρίθμησε μια σειρά από συμβουλές για γυναίκες που έχουν παρουσιάσει διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, συμπεριλαμβανομένης της αναβολής περαιτέρω εμβολιασμού μέχρι να διερευνηθεί η αιτία ή να περάσουν τα συμπτώματα.
Μεταξύ των συμμετεχουσών, το 59,4% είχε κάνει Pfizer ως πρώτη δόση, ενώ το 35,8% Moderna, το 4,7% AstraZeneca και το 0,2% το εμβόλιο της Janssen (Johnson & Johnson). Για τη δεύτερη δόση, το 47,4% Pfizer και το 52,6% Moderna.
Από το καλοκαίρι του 2021, γυναίκες σε όλο τον κόσμο άρχισαν να αναφέρουν αιμορραγικές διαταραχές μετά το εμβόλιο. Μόνο στη Δανία, ο αριθμός τους εκτινάχθηκε από πολλές δεκάδες σε πάνω από 1.000 μέσα σε λίγες εβδομάδες. Μέχρι τον Νοέμβριο, ο αριθμός των αναφορών ξεπέρασε τις 3.900.
Η Νορβηγία, ωστόσο, έγινε η πρώτη χώρα που απάντησε με ευρεία πληθυσμιακή έρευνα, αφού επεξεργάστηκε 1.264 αναφορές.