Η κατάσταση των μεγάλων ελληνικών πόλεων αναφορικά με το ποσοστό αστικού πρασίνου που διαθέτουν είναι απογοητευτική.
Χαρακτηριστικά, αναφέρεται ότι η μέση κάλυψη σε πράσινο των ελληνικών μεγαλουπόλεων σήμερα είναι για την Αθήνα περίπου το 7% της επιφάνειάς της και για τη Θεσσαλονίκη το 4-5% της επιφάνειάς της.
Τα αντίστοιχα ποσοστά για πολλές ευρωπαϊκές πόλεις κυμαίνονται περίπου στο 25% της έκτασης της πόλης. Πρόκειται για στοιχεία εργασίας του αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Σεραφείμ Πολύζου, τα οποία περιλαμβάνονται στο τελευταίο του βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ με τίτλο «Αστική Ανάπτυξη».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η παραπάνω εικόνα μαρτυρά τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκονται οι δύο μεγάλες ελληνικές πόλεις. Η έλλειψη πρασίνου, διευκρινίζει, αποτελεί το βασικό λόγο για τον οποίο ο αστικός χώρος στην Ελλάδα δεν αποτελεί δημοφιλή χώρο, άθλησης, ψυχαγωγίας και αναψυχής.
Ηχορύπανση
Ένα άλλο σημαντικό θέμα που θίγει ο κ. Πολύζος είναι και αυτό της ηχορύπανσης*. Στις μεγάλες πόλεις επισημαίνει, η αναλογία του πληθυσμού που εκτίθεται σε μη αποδεκτά όρια θορύβου είναι 2-3 φορές μεγαλύτερη από τον εθνικό μέσο όρο.
Ο θόρυβος που παράγεται από την κυκλοφορά των αυτοκινήτων, σύμφωνα με μετρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενοχλεί το 20-25% του πληθυσμού των αναπτυγμένων χωρών της Δυτικής Ευρώπης.
Επίσης, αναφέρει ο κ. Πολύζος, το 19% του συνολικού πληθυσμού των χωρών της Ε.Ε. βρίσκεται σε περιοχές με υψηλές στάθμες θορύβου. Για την Ελλάδα, η οδική κίνηση αποτελεί την πιο σημαντική πηγή για τον αστικό πληθυσμό, με κυριότερο το θόρυβο από την κίνηση μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων, δεν παραλείπει να σημειώσει ο αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, για να συμπληρώσει:
«Οι περιοχές με ιδιαίτερο πρόβλημα υποβάθμισης του ακουστικού περιβάλλοντος, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του αρμόδιου υπουργείου Περιβάλλοντος, είναι σχεδόν όλες οι αστικές περιοχές της χώρας. Βεβαίως το πρόβλημα είναι σαφώς εντονότερο στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη κ.ά.
Σε πολλές περιπτώσεις η αποφυγή του θορύβου επιτυγχάνεται με το κλείσιμο των παραθύρων των κατοικιών κατά τους θερινούς μήνες, κάτι που οδηγεί στη συνεχή λειτουργία των κλιματιστικών συστημάτων, με πολύ επιβαρυντικές συνέπειες για το περιβάλλον από την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας.
Για τον περιορισμό των συνεπειών στην υγεία, το κράτος έχει θεσπίσει ανώτατα όρια, ανάλογα με τις περιοχές στις οποίες παράγεται ο θόρυβος και τις χρήσεις της αστικής και μη αστικής γης.
Τα ανώτατα αυτά όρια, που επιβάλλονται από την ισχύουσα νομοθεσία θα πρέπει να τηρούνται».
Πάντως ο ίδιος δεν παραλείπει να αναφέρει πως ο θόρυβος αποτελεί καθοριστικό παράγοντα υποβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος, ενώ συμβάλλει στην οικονομική παρακμή των αστικών κέντρων και την υποβάθμιση πολλών κεντρικών περιοχών των μεγάλων πόλεων, για διευκρινίσει:
«Η υποβάθμιση των κεντρικών περιοχών των μεγάλων πόλεων δημιουργεί απώλεια δυνητικών εσόδων στους ιδιοκτήτες ακινήτων και στο κράτος.
Η μείωση της αξίας των ακινήτων μειώνει την αξία των ενοικίων που λαμβάνουν οι ιδιοκτήτες τους και τα φορολογικά έσοδα του κράτους.
Εκτός από τις παραπάνω αρνητικές συνέπειες, η ηχορρύπανση στα αστικά κέντρα επιδρά αρνητικά στον τουρισμό, την αξιοποίηση των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, και γενικότερα την ελκυστικότητα των πόλεων».
*Η μέτρηση του θορύβου γίνεται με βάση την έντασή του, με μονάδα μέτρησης το ντεσιμπέλ (db). Η κλίμακα των ντεσιμπέλ κυμαίνεται από το μείον άπειρο έως το συν άπειρο, αλλά το ανθρώπινο αυτί μπορεί να ακούσει από 0 έως 130 db.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ