Το αργότερο έως τα μέσα της ερχόμενης εβδομάδας θα κατατεθεί στη Βουλή η νέα ρύθμιση οφειλών, όπως διαβεβαιώνουν στελέχη των συναρμόδιων υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας, παρά το ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες σε τεχνικό επίπεδο με την Τρόικα κι ο λόγος δεν είναι άλλος από ότι έχουν «παγώσει» όλες οι πληρωμές σε εφορίες και Ταμεία. Το… καλό της καθυστέρησης είναι ότι στη νέα ρύθμιση θα υπαχθούν και οι οφειλές του Σεπτεμβρίου, ενώ αδιαπραγμάτευτη χαρακτηρίζεται η επέκταση του αριθμού των δόσεων έως και τις 100, για χρέη που δεν ξεπερνούν τις 15.000 ευρώ, με ελάχιστη μηνιαία καταβολή τα 50 ευρώ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ένα από τα «αγκάθια» για την επίτευξη συμφωνίας, είναι τα κίνητρα παραμονής που πρέπει να δοθούν σε όσους οφειλέτες έχουν ήδη υπαχθεί σε ρύθμιση, αν και δεν αποκλείεται τελικά να προβλεφθούν αντικίνητρα που θα καθιστούν δύσκολη τη μεταπήδηση τους στη νέα ρύθμιση με τις περισσότερες δόσεις. Διάσταση απόψεων υπάρχει, επίσης, για το εύρος του “κουρέματος” που πρέπει να υποστεί το επιτόκιο που επιβαρύνει τις προσαυξήσεις, καθώς η ελληνική πλευρά επιμένει στη μείωση του κατά 50%. Έντονες είναι οι ενστάσεις που φέρεται να έχει εγείρει η Τρόικα και στο εύρος του “κουρέματος” των προσαυξήσεων, που σύμφωνα με τον σχεδιασμό είναι τουλάχιστον 30% για την εξόφληση οφειλών σε 72 δόσεις.
Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με την Τρόικα, για τη νέα ρύθμιση οφειλών, αναμένουν περίπου 3 εκατομμύρια φυσικά και νομικά πρόσωπα, με χρέη σε εφορίες και ταμεία που αγγίζουν συνολικά τα 87 δισ ευρώ κι ενώ από τα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας ξεκαθαρίζουν ότι όσοι δεν τακτοποιήσουν τις οφειλές τους, ενώ έχουν τη δυνατότητα, θα υποστούν τις συνέπειες του νόμου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών, τον περασμένο μήνα, έγιναν 18.662 κατασχέσεις εις χείρας τρίτων, κυρίως καταθέσεις, οφειλετών Ταμείων, άλλες 17 κατασχέσεις ακινήτων, καθώς και 26 αναγγελίες πλειστηριασμών. Το σύνολο των οφειλών για τις οποίες κινήθηκαν διαδικασίες κατασχέσεων ανέρχεται στα 357 εκατ. Ευρώ.
Περίεργες δηλώσεις Ρέγκλινγκ για το Χρέος
Προς την Ουάσιγκτον “αλληθωρίζει” για μια ακόμα φορά ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, σπεύδοντας να “προσγειώσει” τις προσδοκίες της Αθήνας για γενναία ελάφρυνση του Χρέους. Με νέα συνέντευξη του ο Κ. Ρέγκλινγκ ούτε λίγο ούτε πολύ υποστηρίζει ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί έως τώρα από τους Ευρωπαίους διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού Χρέους, “μαλώνοντας” όσους επιμένουν να το εξετάζουν μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ!
Στην πραγματικότητα η αναφορά αυτή του επικεφαλής του ESM στοχεύει κατ’ ευθείαν στους τεχνοκράτες του ΔΝΤ, οι οποίοι σε όλες τις Εκθέσεις Βιωσιμότητας Χρέους επισημαίνουν ότι το ελληνικό Χρέος βρίσκεται πολύ υψηλά επίπεδα, εν πολλοίς μη διαχειρίσιμα, εάν δεν γίνουν πρόσθετες παρεμβάσεις από τους Ευρωπαίους. Αυτή, άλλωστε, η προσέγγιση του Ταμείου έχει προκαλέσει πολλές φορές αντιδράσεις από το Βερολίνο, ειδικά έναντι διαρροών από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ότι απαιτείται “κούρεμα” στις απαιτήσεις του επίσημου τομέα, δηλαδή των ομολόγων που διακρατούν τα κράτη- μέλη και οι Κεντρικές Τράπεζες.
“Το πεδίο είναι περιορισμένο, όπως περιορισμένη είναι η ανάγκη (ελάφρυνσης του Χρέους). Το έχω πει πολλές φορές. Δεν υπάρχει “γωνία” Χρέους στην Ελλάδα”, τόνισε ο Κ. Ρέγκλινγκ στο πρακτορείο ΜΝΙ, συμπληρώνοντας ότι λόγω των χαμηλών επιτοκίων (1,5%) με τα οποία δανείζεται η Ελλάδα αλλά και λόγω της μακροπρόθεσμης ωρίμανσης των δανείων από τον Μηχανισμό (32 έτη κατά μέσο όρο), η εξυπηρέτηση του Χρέους, δηλαδή οι ετήσιες δαπάνες για τόκους, υποχωρεί. Ο επικεφαλής του ESM εμφανίστηκε, μάλιστα, απρόθυμος ακόμα και στη προοπτική περαιτέρω επιμήκυνσης των λήξεων των ελληνικών ομολόγων στα 50 έτη, επικαλούμενος τα στοιχεία του Προϋπολογισμού, σύμφωνα με τα οποία το 2013 πληρώθηκαν για τόκους περίπου 8,6 δισεκατομμύρια λιγότερα σε σχέση με το 2008.
Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι στις τελευταίες Εκθέσεις τους και οι τρεις Οίκοι Αξιολόγησης παρ’ ότι αναγνώρισαν ότι το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού Χρέους έχει μειωθεί, το Χρέος αυτό καθ’ αυτό παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, αποτελώντας ένα από τα ρίσκα για την ελληνική οικονομία.