Στην εκτίμηση ότι η σταθεροποίηση της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται από την επικείμενη αξιολόγηση της τρόικας, τη συζήτηση για το ελληνικό χρέος, αλλά και τις εξελίξεις στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό με φόντο την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, προχώρησαν οι αναλυτές του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) στο μηναίο δελτίο που έδωσαν την Τρίτη στη δημοσιότητα.
Στην ίδια έκθεση εμπεριέχεται μελέτη, η οποία επιχειρηματολογεί υπέρ της μείωσης της εταιρικής φορολογίας.
Συγκεκριμένα, στην έκθεση του ΚΕΠΕ αναφέρεται πως ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2014 παρουσίασε μείωση κατά -0,3%, σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2013.
Ωστόσο, το Κέντρο θεωρεί πως το γεγονός ότι η κατανάλωση παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης, ότι η συμβολή της εξαγωγικής δραστηριότητας αυξάνεται και ότι ο τουρισμός έχει καταγράψει θετική πορεία, συνδυαζόμενο με τα μέτρα νομισματικής πολιτικής που ανακοινώθηκαν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενδέχεται να συνδράμουν καθοριστικά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Στη βάση αυτή το ΚΕΠΕ υπογραμμίζει πως «παρά τις ιδιαιτέρως θετικές εξελίξεις, ζητήματα όπως η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας και η συζήτηση για το ελληνικό χρέος, αλλά και οι εξελίξεις στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, με το ενδεχόμενο διενέργειας εκλογών να δημιουργεί προβληματισμό, παραμένουν ανοιχτά το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα».
Οι αναλυτές του Κέντρου υπογραμμίζουν πως η εικόνα που εμφανίζουν τα πρόσφατα μακροοικονομικά δεδομένα και οι προπορευόμενοι δείκτες (leading indicators) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μικτή.
Τα στοιχεία και η πορεία ορισμένων βασικών δεικτών αντικατοπτρίζουν την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί σε πολλούς τομείς της οικονομίας και στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, αλλά βραχυπρόθεσμοι προβληματισμοί και αβεβαιότητα τροφοδοτούνται αναφορικά με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, γεγονός που αποτυπώνεται σε κάποιους δείκτες της οικονομίας.
«Στην παρούσα φάση προέχει η υλοποίηση του προγραμματισμένου μεταρρυθμιστικού έργου, ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες ανταγωνιστικότητας στην ελληνική οικονομία και να ολοκληρωθούν οι διαρθρωτικές τομές για την επιστροφή της χώρας στη βιώσιμη ανάπτυξη» αναφέρει η έκθεση και αναγνωρίζει πως τα δημοσιονομικά μεγέθη έχουν σταθεροποιηθεί σημαντικά και η χώρα μας φαίνεται να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ σταδιακά ανακτά την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών, κάτι που αντανακλάται και στα spreads των ελληνικών ομολόγων.
Επισημάνσεις για τη φορολογία
Σε ανάλυση που εμπεριέχεται στην έκθεση του ΚΕΠΕ και υπογράφεται από τον κ. Αθανάσιο Χύμη διαπιστώνεται μέσα από τη σύγκριση συγκεκριμένων στοιχείων ότι όλες οι χώρες -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- με μεγαλύτερο εταιρικό φορολογικό συντελεστή από την χώρα μας έχουν καλύτερη και αποτελεσματικότερη απόδοση των φόρων.
Όπως σημειώνει ο αναλυτές, «χαρακτηριστικό της μη αποτελεσματικής χρήσης των φόρων στην Ελλάδα είναι το γεγονός ότι και οι περισσότερες χώρες με χαμηλότερο εταιρικό φορολογικό συντελεστή επίσης έχουν καλύτερη αποτελεσματικότητα στην χρήση των φορολογικών εσόδων, πράγμα που δείχνει τα σημαντικά περιθώρια βελτίωσης της Ελλάδος, βελτίωση η οποία θα συμβάλλει σημαντικά στην δημιουργία φορολογικής συνειδήσεως των πολιτών και άρα στην μείωση της φοροδιαφυγής».
Το βασικό συμπέρασμα της ανάλυσης είναι ότι στην Ελλάδα δεν θα ήταν ηθικώς και οικονομικώς δικαιολογημένη καμία περαιτέρω αύξηση (τουλάχιστον) του εταιρικού φορολογικού συντελεστή, δεδομένου ότι χώρες με χαμηλότερους συντελεστές έχουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα σε όλους τους τομείς του Δημοσίου.
Η ανάλυση καταδεικνύει ότι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων ότι όλες οι χώρες με υψηλότερο εταιρικό φορολογικό συντελεστή από την Ελλάδα έχουν αποδείξει στους πολίτες τους ότι κάνουν αποτελεσματικότερη χρήση των φόρων τους κερδίζοντας έτσι την εμπιστοσύνη τους σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στην Ελλάδα.
Τα αποτελέσματα αυτά προσφέρουν και μία εξήγηση στο φλέγον θέμα της παραοικονομίας-φοροδιαφυγής. «Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τα χρήματά τους στο κράτος έχοντας εμπειρία της χρόνιας αναποτελεσματικότητας», σημειώνει ο κ. Χύμης.