Πριν ο Δίας αφανίσει με κατακλυσμό το διεφθαρμένο ανθρώπινο γένος, ο μόνος που ειδοποιήθηκε ήταν ο Δευκαλίωνας, γιος του Προμηθέα. Μαζί με τη γυναίκα του Πύρρα κατασκεύασαν ένα πλοίο, το μοναδικό που διασώθηκε από τον κατακλυσμό και, σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου, προσάραξε στη κορυφή του Παρνασσού.
Όταν αποβιβάστηκαν, έκαναν θυσία στον Φύξιο Δία, προστάτη των φυγάδων. Η ευσέβειά τους ευχαρίστησε τον πατέρα των θεών, που προσφέρθηκε να πραγματοποιήσει την πρώτη τους ευχή. Το ζευγάρι ζήτησε να ξαναγεννηθεί η ανθρωπότητα, όπως και έγινε. Οι πέτρες που πετούσε πίσω του ο Δευκαλίωνας, καθώς περπατούσε, μεταμορφώνονταν σε άντρες και εκείνες που έριχνε η Πύρρα γίνονταν γυναίκες. Η πρώτη πετριά του Δευκαλίωνα δημιούργησε τον Έλληνα, γενάρχη των Ελλήνων.
Από τους μεγαλύτερους του αρχαίου κόσμου
Κατά την παράδοση που διέσωσε ο περιηγητής Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.), ο Δευκαλίωνας, ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία του από τον κατακλυσμό, ίδρυσε το Ιερό του Ολυμπίου Διός, ένα από τα αρχαιότερα και σημαντικότερα ιερά της αρχαίας Αθήνας. Εκεί άρχισε να οικοδομείται τον 6ο αι. π.Χ. ο ναός του Ολυμπίου Διός, ένας από τους μεγαλύτερους του αρχαίου κόσμου. Ωστόσο, οι Αθηναίοι έπρεπε να περιμένουν πάνω από έξι αιώνες μέχρι να αποπερατωθεί ο λαμπρός ναός, με πρωτεργάτες έναν τύραννο, έναν βασιλιά και έναν αυτοκράτορα.
Ο Δευκαλίων και η σύζυγός του Πύρρα πετώντας πέτρες που μετατρέπονται σε άνδρες και γυναίκες. Έτσι ξαναγεννήθηκε η ανθρωπότητα, σύμφωνα με τον μύθο για τον κατακλυσμό που προκάλεσε ο Δίας, θέλοντας να αφανίσει το διεφθαρμένο ανθρώπινο γένος. Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα έχει αρκετές ομοιότητες με εκείνον του Νώε.
Η ανέγερση του ναού άρχισε από τον Πεισίστρατο τον Νεώτερο, το 515 π.Χ., στη θέση παλαιότερου, των αρχών του 6ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με το μεγαλεπήβολο σχέδιο των Πεισιστρατιδών, ο πώρινος και δωρικός ναός είχε κολοσσιαίες διαστάσεις, ώστε να αντανακλά την υπερηφάνεια και την εξουσία τους. Οι εργασίες οικοδόμησης διακόπηκαν με την κατάλυση της τυραννίας, το 510 π.Χ. Τους επόμενους αιώνες ακολούθησαν διάφορες απόπειρες ολοκλήρωσης του ναού, μεταξύ των οποίων εκείνη του Αθηναίου ρήτορα και πολιτικού Λυκούργου, στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ.
Οι προσπάθειές του δεν ευοδώθηκαν.
Η ανοικοδόμηση του ναού επιχειρήθηκε εκ νέου, περί το 175 π.Χ., από τον βασιλιά της Συρίας Αντίοχο Δ′ τον Επιφανή (του ελληνιστικού βασιλείου των Σελευκιδών), με αρχιτέκτονα τον Ρωμαίο Κοσσούτιο. Ο ναός άρχισε να κτίζεται στις ίδιες διαστάσεις με τον παλαιό, αλλά από μάρμαρο, και στους εξωτερικούς κίονες αναπτύχθηκε ο κορινθιακός ρυθμός. Έμεινε όμως ημιτελής λόγω του θανάτου του Αντιόχου.
Η αποπεράτωση από τον Αδριανό
Ο ναός αποπερατώθηκε τελικά από τον φιλέλληνα Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος και τον εγκαινίασε το 131/132 μ.Χ. Ο αδριάνειος ναός, κορινθιακού ρυθμού, κτίστηκε με πεντελικό μάρμαρο στις ίδιες περίπου γιγάντιες διαστάσεις του πώρινου δωρικού.
Είχε μήκος 110,35μ., πλάτος 43,68μ., δύο σειρές από 20 κίονες στις μακριές πλευρές και τρεις σειρές από 8 κίονες στις στενές, συνολικά 104 κίονες στην περίσταση. Στο αναμνηστικό έντυπο που εξέδωσε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών, με αφορμή την έκθεση «Αδριανός σωτήρ και κτίστης» (Φετιχιέ Τζαμί, έως 31 Ιουλίου 2018), διαβάζουμε ότι μόνο για τους κίονες του ναού «χρησιμοποιήθηκαν 15.500 τόνοι μάρμαρου. Ποσότητα τετραπλάσια από αυτήν που χρειάσθηκε για τους κίονες του Παρθενώνα». Στον σηκό δέσποζαν δύο υπερμεγέθη χρυσελεφάντινα αγάλματα του Δία και του Αδριανού, που λατρεύονταν στο ναό ως σύμβωμοι.
Η ερείπωση του ναού άρχισε τον 5ο αιώνα. Στο λαμπρό μνημείο που βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας, σήμερα διατηρούνται όρθιοι 15 κίονες, οι περίφημοι «στύλοι», ενώ διασώζεται και ένας που γκρεμίστηκε από ισχυρή θύελλα το 1852.
Πηγή: yougoculture.com