Η συνέντευξη αυτή της Μελίνας έχει μεγάλη ιστορία . Την προσπαθούσα µήνες, και κράτησε τουλάχιστον ένα µήνα. Ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε εκτός εξουσίας µε το σκάνδαλο Κοσκωτά και που η Μελίνα µόλις πριν από λίγο καιρό είχε µάθει ότι τα πράγµατα µε την υγεία της δεν πήγαιναν καλά. Μου είχε καρφωθεί στο µυαλό ότι από το 1974, όταν και γύρισε στην Ελλάδα, η Μελίνα είχε αρνηθεί να µιλήσει ως σταρ.
Από τον Πέτρο Κωστόπουλο
Μίλαγε µόνο ως πολιτικός, πράγµα που εµένα µε εκνεύριζε ανυπόφορα. Ο Τζούλης πήγαινε κόντρα, δεν το ήθελε. Μου το είπε και στα µούτρα µου, ότι δεν ήθελε να βγει η Μελίνα από το πολιτικό πλαίσιο και ότι εγώ θα της κατέστρεφα την εικόνα. Εγώ επέµενα ότι είναι κρίµα αυτό το «τέρας» να µείνει στις νεότερες γενιές ως υπουργός του ΠΑΣΟΚ. Θα ήταν ύβρις στην ιστορία(..).
Μου είπε πολλά, πάρα πολλά, η Μελίνα και µια µέρα, πολύ αργότερα, θα τα γράψω. Στη συνέντευξη µπήκαν όσα άντεχε το κοινό του 1989 και όσα µπορούσε να δεχθεί ο Τζούλης. Μη φανταστείτε τίποτα περίεργο, υπέροχα πράγµατα. Να, ας πούµε ότι µε τον Ρόµπερτ Κένεντι δεν ήταν απλή συνάντηση, ήταν φλερτάρισµα. Αν έγραφα όλη τη συνέντευξη, θα ήταν ένα βιβλίο ολόκληρο…
Γιατί αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός; Ματαιοδοξία; Σου άρεσε; Οι σταρ;
Την έχω πει αυτή την ιστορία, αλλά είναι πάρα πολύ ωραία και νοµίζω ότι, όπως πουλιέται η κόκα κόλα πρέπει να πουλιέται και µια καλή ιστορία και να λέγεται δύο φορές. Εγώ αισθάνθηκα ότι έπρεπε να γίνω ηθοποιός διότι είχα πολιτικούς στο σπίτι και τους έβλεπα στο µπαλκόνι να µιλάνε και να πείθουν τον κόσµο. Ε, λοιπόν, ήταν µια παράσταση. Και εγώ ήθελα να κάνω ορισµένα πράγµατα και να τα καταφέρω για τον εαυτό µου.
Μια µέρα, ήµουν πέντε χρονών και ήθελα ένα φωνόγραφο, αλλά ήξερα πως δεν υπήρχαν λεφτά γιατί θα µου έπαιρναν παπούτσια τα Χριστούγεννα. Όµως ήθελα φωνογράφο και αναρωτιόµουν πώς µπορώ να τον αποκτήσω, και σκέφτηκα µε την πειθώ, µε τα λόγια, όπως κάνει ο παππούς µου από το µπαλκόνι, όπως κάνει ο µπαµπάς µου, όπως κάνει ο θείος µου. Λοιπόν πήγα στον καθρέφτη και άρχισα να λέω «θα ήθελα πάρα πολύ ένα φωνογράφο και, αν δεν µου τον δώσεις, θα είναι πάρα πολύ µεγάλη δυστυχία για µένα» και άρχισα να αυτοσυγκινούµαι. Στο τέλος συγκινήθηκα πάρα πολύ και γέµισαν τα µάτια µου δάκρυα. Είχα πάρα πολύ ωραία δάκρυα, πιο ωραία από µάτια, ήταν σαν µπριγιάντια. Λοιπόν µπροστά στον καθρέφτη λέω «τώρα πρέπει να κλάψω, αλλά δεν πρέπει να κλάψω πάρα πολύ» και άρχισε να τρέχει ένα δάκρυ και το κράτησα εκεί και το επανέλαβα. Ήµουν ηθοποιός (το γραµµόφωνο το πήρα).
Ο κινηµατογράφος ήρθε αργά;
Ναι ήρθε αργά γιατί δεν µε ήθελαν.
Γιατί δεν σε ήθελαν;
Για το στόµα µου. ∆εν τους άρεσε, το έβρισκαν µεγάλο και προκλητικό.
Τελικά όµως τα κατάφερες.
Ναι. Είναι απίστευτο πόσο δεν µε θέλανε στην αρχή.
Όταν έγινε η «Στέλλα» ένιωσες διαφορετικά βγαίνοντας στο λευκό πανί;
Εγώ ερωτεύτηκα την κάµερα και νοµίζω µε ερωτεύτηκε και αυτή. Έπαιζα τη Λαίδη Μάκβεθ εκείνη την εποχή, στην οποία ήµουν φρικτή, ήµουν απαίσια, αλλά µε τη «Στέλλα» έπαθα αυτό που λέµε τροµερό έρωτα. ∆ηλαδή όταν ερχόταν η κάµερα, αισθανόµουνα µια απίθανη, αν θέλεις, πράξη ερωτική. Άφησα το στόµα µου ελεύθερο, µου φωτογράφισαν το λαρύγγι, δεν φοβήθηκα καθόλου.
Η «Στέλλα» είναι µια κλασική ταινία, αλλά η φράση που έχει γίνει σλόγκαν είναι το «Στέλλα κρατάω µαχαίρι». Πώς αισθανόσουν σ’ αυτή τη σκηνή;
Νοµίζω ότι όλη η «Στέλλα» είναι γραµµένη για µένα, έχει λόγια δικά µου. Κάναµε πάρα πολλές πρόβες, είναι ένα κοµµάτι απόλυτα δικό µου. Εγώ ένα λαχταρώ όλη µου τη ζωή, να µε πάρει ένα βόλι ή ένα µαχαίρι. Όταν πήγαινα εκεί, πήγαινα για να πεθάνω. Ήταν ωραία.
Το ζούσες;
Όχι, δεν το ζούσα τότε, το ζω τώρα. Και αυτή τη στιγµή έχω ανατριχιάσει. Εκεί που περπατάω και του λέω «γεια σου» νόµιζα ότι θα µε σκοτώσει.
Ποιοι από τους σταρ που γνώρισες σου έχουν αποτυπωθεί στη µνήµη;
Ο Μπράντο είναι σταρ. Επίσης µε τον Μπράντο υπήρχε κάτι πιο πολύ από µια γνωριµία. Ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πάρα πολύ τον Τζούλη, αγαπούσε κι εµένα. Θυµάµαι µια βραδιά ήρθε και κοιµήθηκε έξω από το σπίτι που µέναµε στην Αθήνα. Ο Ντασέν σχεδίαζε µια ταινία µε θέµα τον Περικλή. Όταν τον βρήκε ο Ντασέν το πρωί και τον ρώτησε τι κάνει, του απάντησε «Ο Περικλής που ψάχνεις είµαι εγώ».
Άρεσες στον Μπράντο;
∆εν του άρεσαν οι ξανθές γυναίκες, µια φορά µε φλέρταρε, αλλά ήταν µεθυσµένος.
Με την Γκάρµπο πού είχατε συναντηθεί;
Εδώ στην Ελλάδα, στις Σπέτσες. Είναι από τα ωραιότερα πράγµατα στη ζωή µου η συνάντηση αυτή. Εκείνη την εποχή, ήθελε να της χορεύω ή να της τραγουδώ ή να της δίνω τα παπούτσια µου του Καρντέν ή να τολµάει να βγάζει τα γυαλιά της για µένα. Η Γκάρµπο έλεγε «δώσε µου το πιρούνι» και εσύ νόµιζες ότι σου έλεγε το θεϊκότερο πράγµα, κάτι σαν Ρίλκε. ∆εν έλεγε έξυπνα πράγµατα, αλλά ήταν µια θεά.
Τον Ντασέν τον γνώρισες όταν παίχτηκε η «Στέλλα» στις Κάννες. Είχε µείνει ακίνητος µέχρι το τέλος της ταινίας. Τι έγινε µετά;
Με γνώρισε στην οθόνη. Ο Κακογιάννης τον παρακάλεσε να έρθει. Ο Τζούλη εκείνη την εποχή ήταν το πιο φανταχτερό πλάσµα του φεστιβάλ, λόγω του µακαρθισµού. Ήταν ο άνθρωπος που ετοίµαζε ταινία µετά από έξι χρόνια, το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ήρθε, είδε το φιλµ. Εγώ µε τη φίλη µου τη Ρένα και τον Φούντα καθόµασταν πίσω και πραγµατικά, όταν τελείωσε η ταινία, είδα έναν άνθρωπο µε πολύ γαλάζια µάτια να πηδάει σαν αθλητής τα καθίσµατα και να έρχεται να µε παίρνει αγκαλιά, τον Φούντα και εµένα. Μας έδωσε ραντεβού στο Ματζέστικ το ίδιο απόγευµα.
Όταν σε γνώρισε, του φάνηκες αλλιώτικη απ’ ό,τι στο έργο;
Νοµίζω ότι ο Ντασέν έπαθε αυτό που λέµε coupdefoudre. Μπαµ και κάτω. Εγώ δεν το κατάλαβα, αλλά το κατάλαβαν όλοι οι άλλοι. Μου µίλησε για τη Μαρία Μαγδαληνή, αµέσως µε είδε σαν αυτή στο έργο. Αµαρτία και εξαγνισµός, γιατί αυτός είναι ο Χριστός. Τον λέγαµε Χριστό άλλωστε στην αντίσταση. Και από εκείνη τη στιγµή δεν µε άφησε ήσυχη ούτε λεπτό, µου έστελνε ποιηµατάκια, µπιλιετάκια, αλλά είχε µια πολύ κακή ιδέα για µένα.
∆ηλαδή ήταν µια σύµπτωση που ο Ντασέν ήλθε στις Κάννες;
Ναι ήταν σύµπτωση, αλλά τις συµπτώσεις στη ζωή τις φτιάχνεις κιόλας. Θέλω να σου πω κάτι. Εγώ είµαι ένας άνθρωπος που ανέκαθεν προγραµµάτιζα τη ζωή µου.
∆εν σου φαίνεται.
∆εν µου φαίνεται ποτέ. Είµαι προγραµµατισµένος άνθρωπος και µέσα στην τρέλα. Ήξερα πάρα πολύ καλά τι να κάνω και προγραµµάτιζα για πέντε χρόνια. Κάποιος άνθρωπος που µε αγαπούσε πολύ και που βασάνισα πολύ, έλεγε «Η Μελίνα είναι αυθόρµητη, αλλά προγραµµατίζει. Σου λέει ένα ψέµα για να βγει αλήθεια µετά από πέντε χρόνια».
Με το «Ποτέ την Κυριακή» πήγες στο Χόλιγουντ. Η ταινία πήγαινε για 5 Όσκαρ. Ένα πήρε ο Χατζιδάκις. Εσύ µε τη Σίρλεϊ Μακ Λέιν ήσασταν τα φαβορί. Τελικά το πήρε η Λιζ Τέιλορ. Είχες κάνει φοβερή δήλωση τότε, θυµάσαι;
Η Τέιλορ το πήρε για έργο ανούσιο, το «Butterfield 8». Της το είχανε δώσει γιατί είχε µια αρρώστια και είχε κάνει µια τροµακτική εγχείρηση. ∆εν το είπα µε κακία.
Σε πίκρανε το γεγονός;
Όχι τόσο πολύ. Ήθελα τις Κάννες. Οι Κάννες αξίζανε για µένα, µε τη γαλλοµανία που είχα.
Το πήρες τελικά το βραβείο.
Ναι, το πήρα και αυτή ήταν η στιγµή της ζωής µου.
Όταν πήγες στο Χόλιγουντ, πώς σου φάνηκε ο κόσµος του;
Οι Αµερικάνοι δεν µε φοβίζουν καθόλου. Κάπως µε τρακάρουν οι Γάλλοι, ίσως γιατί από µικρή πήγα στη Γαλλία και γνώρισα τους πιο σηµαντικούς ανθρώπους εκείνης της πολύ αβάν- γκαρντ περιόδου. Περάσαµε πάντως µεγάλη δοκιµασία στο Χόλιγουντ. Όταν πήγαµε µε τον Ντασέν, ήταν στη µαύρη λίστα. Με το «Ποτέ την Κυριακή» περπατούσα στο Μπρόντγουεϊ και τα τύµπανα χτυπούσανε. Την επιτυχία πουθενά δεν την αισθάνεσαι όπως στην Αµερική. Περνούσα από τα µαγαζιά και παίζαν το «Ποτέ την Κυριακή» και άκουγα τη φωνή µου. Ήταν παράκρουση.
Ένιωσες σταρ, ένιωσες ντίβα;
Ναι, ένιωσα σταρ, αλλά πάντα κάτι ερχόταν στη ζωή µου και δεν γινόταν το µεγάλο µπαµ.
Το ’67 ξαναγύρισες θριαµβευτικά στο Μπρόντγουεϊ.
Είχα και άλλους θριάµβους. Έκανα το «Τοπ Καπί», έκανα πάρα πολλά φιλµ.
Ανάµεσά τους και τη «Φαίδρα».
Φτιάξαµε τη «Φαίδρα» µε τον Τόνι Πέρκινς, τον οποίο λάτρεψα. Πήγαµε και στο Παρίσι και εκεί µου έκαναν δώρο µια υπέροχη γκαρνταρόµπα από του Ντιόρ. ∆ιότι οι παραγωγοί δεν µου έκαναν κανένα δώρο για το «Ποτέ την Κυριακή». Μου έδωσαν 10 χιλιάδες δολάρια και την Ελλάδα. Πάντως το κασέ µου ήταν τεράστιο µετά το «Ποτέ την Κυριακή». Πήγαµε στην Αµερική, Ευρώπη, παντού. Εκεί όλος ο κόσµος δεν µπορούσε να µε δεχτεί µε κάτι φοβερά τυρµπάν που φορούσα. «Βγάλε τα, βγάλε τα» φώναζε ο κόσµος και έβγαζα πλέον τα παπούτσια, τα τυρµπάν και γινόµουν ξανά το κορίτσι του «Ποτέ την Κυριακή».
Εκεί αρρώστησα πάρα πολύ άσχηµα και έµεινα 5 µήνες στο κρεβάτι, ενώ µε ζητούσε για πρωταγωνίστριά του ο Λουί Μαλ για την «Εύα» και ο Τζον Χιούστον για το «Ρόουζ Τατού» του Τένεσι Γουίλιαµς.
Στο αµερικάνικο θέατρο τι καινούργιο ανακάλυψες;
Τις δυνατότητές µου, τον ηλεκτρισµό και προπαντός ότι ξαφνικά καβάλησα το καλάµι νοµίζοντας ότι είµαι πολύ µεγάλη χορεύτρια, γιατί έρχονταν µεγάλες προσωπικότητες και µε έβλεπαν και µελετούσαν την κίνηση που έκανα. Ήταν ήδη αργά, αλλά, αν δεν είχε γίνει η δικτατορία, θα ήµουν µια πολύ µεγάλη σταρ.
Το Life στις 11 Απριλίου 1967 σε έκανε εξώφυλλο.
Ναι, περιµένανε το θαύµα.
∆εν έγινε;
Έγινε, αλλά και αυτό γύρισε αλλιώτικα.
Σου το χάλασε η δικτατορία; ∆έκα µέρες µετά την πρεµιέρα έγινε η Χούντα…
Κάναµε τουρνέ στον Καναδά, στη Φιλαδέλφεια, στο Σικάγο, πήγαµε σε πολλά µέρη. Ήταν ένας µεγάλος θρίαµβος, φτάσαµε στη Νέα Υόρκη και, όταν ήρθαν να µου πάρουν αυτή τη συνέντευξη είπα ναι, γιατί ο πατέρας µου ήταν ο µόνος βουλευτής έξω από την Ελλάδα και δούλεψε µέχρι την τελευταία στιγµή και αυτό του το αναγνωρίζω. Όταν ήρθε το CBS, είπα: «Κύριοι, εδώ έρχεστε για την πρεµιέρα του “Ποτέ την Κυριακή”, αλλά εδώ συµβαίνουν άλλα πράγµατα και αυτά που θα δείτε είναι πια παρελθόν». Με είχαν εκνευρίσει πάρα πολύ, διότι είχαν βγει τουριστικά φυλλάδια που έλεγαν «οι ∆ελφοί, η Ακρόπολη και η Μερκούρη here». Αισθάνθηκα ότι εξυπηρετούσα τη Χούντα. Μετά από 2 µήνες που έβγαλα την ιλαρά, ήρθε ο Ντασέν να δει τα παιδιά του Σπύρου, που δεν τα αφήνανε να βγούνε, και µου είπε «Μελίνα, τώρα θα αποφασίσεις, θα µιλήσεις ή όχι;» Και πραγµατικά, ενώ είχα κάτι σαν τύφο, κάθε βράδυ ήµουν µούσκεµα και φοβόµουν πάρα πολύ, πήρα την απόφαση να µιλήσω, παρόλο που ψυχολογικά ήµουν χάλια, η µητέρα µου έφευγε, µπορεί να την έπιαναν, έβρεχε, φρίκη. Είπα «ε, λοιπόν, εγώ θα σας τα πω». Και είπα: «Είµαι Ρωµιά, το έργο αυτό είναι πια παρελθόν για την Ελλάδα, αυτήν την Ελλάδα την καταστρέψανε». Και µετά γίνηκε χιονοστιβάδα, χάλασε ο κόσµος. Μετά πέθανε ο µπαµπάς και µετά από 7 µήνες µου πήρανε την ιθαγένεια. Ήµουν η πρώτη που της την πήρανε.
Και εκεί τελείωσε η ιστορία της Αµερικής.
∆εν τελείωσε καθόλου. Άρχισε.
Μιλάµε για το θέατρο, τον κινηµατογράφο.
Όχι, γιατί είχα ένα διπλό ρόλο τώρα, ο οποίος εξακολουθούσε και εξακολουθεί. Έπαιζα, δούλευα, έβγαινα µε το µπικίνι και όταν έπεφτε η αυλαία, είχαµε έναν υπέροχο παραγωγό ο οποίος µε άφηνε να µιλάω στο κοινό. Eίχα 1.200 ανθρώπους κάθε βράδυ. Καταλαβαίνεις τι σηµαίνει αυτό; Μιλούσα και κατήγγελλα κάθε βράδυ, και αυτό ήταν πολύ σηµαντικό για την Ελλάδα, νοµίζω, εκείνης της εποχής, γιατί δεν υπήρχε κανείς έξω. Ήµουν κάποιος, οι σωφέρ των ταξί φώναζαν «Μελίνα, πώς πάµε σήµερα, τι κάνουν οι συνταγµατάρχες;» Και συνέχιζα τον διπλό ρόλο, να παίζω και να ’χω τις επαφές µου στην Ουάσινγκτον.
Πώς είναι τα πράγµατα στην Αµερική; ∆ιαφορετικά από την Ευρώπη;
Στην Αµερική είναι πολύ διαφορετικά. Καταλαβαίνεις την εξουσία. Η δόξα είναι πολύ µεγάλη όπως και η εξουσία. Νιώθεις σαν πολύτιµο πετράδι. Το Μπρόντγουεϊ σου τα δίνει όλα, και το λαϊκό και το σικ και το πλούσιο και την εξουσία. Την εξουσία δεν την αισθάνθηκα σαν υπουργός, την αισθάνθηκα σαν σταρ στο Μπρόντγουεϊ και στο Χόλιγουντ.
Διαβάστε τη συνέχεια της συνέντευξης στο ToraTora.gr