Η Όλγα Αλαβάνου μιλάει στο newsbeast.gr για την καριέρα, την οικογένεια και για τη ζωή μακριά από την Ελλάδα
Μία Ελληνίδα, η Όλγα Αλαβάνου, βρέθηκε στην Αμερική έφυγε από την Αθήνα το 1980 με προορισμό την Αμερική. Τελείωσε το σχολείο και σπούδασε στο Wayne State University το Michigan.
Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης
Στην Αμερική όπως λέει η ίδια συνάντησε τις συνθήκες που κάνουν μία χώρα φιλόξενη και λειτουργική για τους πολίτες της. Ο μοναδικός ιστός που τη συνδέει με την Ελλάδα, είναι πλέον μόνο τα οικεία της πρόσωπα.
Σήμερα, είναι μία από τις ισχυρότερες γυναίκες της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας. Αντιπρόεδρος Βορείου Αμερικής στον ιαπωνικό όμιλο Υazaki, μίας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες έρευνας και ανάπτυξης αναλώσιμων προϊόντων και όχι μόνο, με τα οποία τροφοδοτεί τη βιομηχανία αυτοκινήτου.
Η Yazaki, η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρίες, ιδιοκτησίας των αδελφών Yazaki, προμηθεύει από υβριδικά και ηλεκτρικά συστήματα, καλωδίωση και κάθε άλλης μορφής προϊόντα απαραίτητα για τα περισσότερα για όλα τα αυτοκίνητα που κινούνται καθημερινά στους δρόμους.
Η εταιρεία έχει ετήσιο τζίρο που ξεπερνάει τα 40 δισ. δολάρια, απασχολεί 280.000 εργαζόμενους, σε περισσότερες από 45 χώρες.
Η κυρία Αλαβάνου, μιλάει στο newsbeast.gr για την προσωπική της διαδρομή από την Ελλάδα στην Αμερική. Για την ένταση που είναι παρούσα σε όλες τις εκφάνσεις τις καθημερινότητας των Ελλήνων. Στο δρόμο όταν οδηγούν το αυτοκίνητό τους και στην προσωπική τους ζωή.
Περιγράφει τις επαγγελματικές συνθήκες, αλλά και πως μία γυναίκα καταφέρνει να μοιράσει τη ζωή της μεταξύ γραφείου, αεροπλάνου, και κόσμου, όντας επιτυχημένη.
Θα ήθελε να είχε περάσει περισσότερες ώρες με το παιδί της όταν γεννήθηκε. Ωστόσο προτίμησε να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην καριέρα της.
Μιλάει για την οικονομία της Ελλάδας. Μία χώρα, η οποία δεν διαθέτει βιομηχανία, ούτε και υποδομή για να τη στηρίξει, όπως λέει. Παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να επενδύσει στον τουρισμό και να κερδίσει πολλά περισσότερα, η στάση πολλών επαγγελματιών είναι πολλές φορές αποτρεπτική για τους επισκέπτες, όπως εκτιμά.
Ο πατέρας της ήταν Αθηναίος, όπως λέει περιγράφοντας τη γνωριμία των γονιών της.
«Πραγματικά Αθηναίος. Όχι σαν αυτούς που λένε ότι είναι. Βέρος. Όταν πρωτοδιορίστηκε ως πολιτικός μηχανικός, πήγε στην Καλαμάτα. Κι εκεί γνώρισε τη μητέρα μου. Δεν έμειναν για πολύ όμως. Δύο χρόνια αργότερα επέστρεψαν στην Αθήνα».
«Ήρθα στη Αμερική μόλις τελείωσα το Αρσάκειο Γυμνάσιο στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκα στο Michigan, όπου ήρθα για να σπουδάσω, το 1980. Αποφοίτησα με πτυχίο στον τομέα του Electrical Engineering και όταν τελείωσα, αποφάσισα να μείνω στη Αμερική. Ήθελα περισσότερο να δω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα . Αν θα μου άρεσε η ζωή εδώ. Τότε δεν είχα σκοπό να μείνω στην Αμερική», αφηγείται η Όλγα Αλαβάνου.
Έφυγε από την Ελλάδα όταν έδωσε πανελλαδικές και δεν πέτυχε στη σχολή που ήθελε.
«Δεν με ενδιέφερε να σπουδάσω στη σχολή που είχα πετύχει. Ξέρετε πώς λειτουργεί το σύστημα στην Ελλάδα. Όποιος μπει κάπου, σπουδάζει στη σχολή στην οποία πέτυχε και όχι σε εκείνη που επιθυμεί. Οι γονείς μου δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να μείνω στην Αμερική. Μάλιστα ήταν πολύ δυσαρεστημένοι με την απόφασή μου να μείνω εδώ. Πάντοτε όμως με προέτρεπαν να κάνω καριέρα. Σε μία γενιά που οι γυναίκες δεν είχαν καριέρα και η μοναδική τους δουλειά ήταν να δουλεύουν στο σπίτι».
«Δούλεψα στην Chrysler και πάνω στο χρόνο με πλησίασε η Ford, προτείνοντάς μου δουλειά. Δούλεψα εκεί για σχεδόν 7 χρόνια, ενώ ταυτόχρονα έκανα MBA στο Πανεπιστήμιο, με έξοδα που κάλυπτε εξ ολοκλήρου η εταιρεία. Το πρωί δούλευα, το βράδυ σπούδαζα».
«Ήταν δύσκολο να πετύχω σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο»
«Όταν ξεκίνησα την καριέρα μου ήταν πολύ δύσκολο να καθιερωθώ σε μία δουλειά όπως αυτή. Είναι ένας κλάδος ανδροκρατούμενος. Πλέον έχει απορροφήσει περισσότερες γυναίκες, ωστόσο και πάλι είναι πολύ λίγες. Πιστεύω όμως -και είμαι ήδη 30 χρόνια σε αυτό το επάγγελμα- ότι η ποιότητα της δουλειάς βοηθάει κάποιον να εδραιωθεί στο εκάστοτε επάγγελμα, ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται δίπλα του. Όταν κάποιος δουλέψει σκληρά και είναι επαγγελματίας, τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Δυστυχώς αυτό που βλέπω γύρω μου είναι ότι πολλές γυναίκες δύσκολα καταλαβαίνουν τι βήματα πρέπει να κάνουν για να προοδεύσουν επαγγελματικά. Κυρίως στην Ευρώπη και φυσικά στην Ασία. Στην Αμερική τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα για μία γυναίκα επαγγελματία».
Μία καθιερωμένη μέρα ξεκινάει για εκείνη λίγο πριν τις 6 το πρωί. Όχι από πίεση, αλλά κυρίως από συνήθεια όπως η ίδια λέει. Η μισή της ζωή εξελίσσεται σε ένα αεροπλάνο. Η υπόλοιπη στο έδαφος. Ωστόσο διατηρεί έντονη κοινωνική ζωή. Απολύτως φυσιολογική, όπως η ίδια την περιγράφει.
«Το πρόγραμμά μου είναι τρελό. Ακόμα και ο άντρας μου, ο οποίος είναι επίσης πολυάσχολος, δεν το πιστεύει πολλές φορές. Όμως δεν μπορεί κανείς να ξυπνήσει μια μέρα και να αποκτήσει ξαφνικά ένα πρόγραμμα σαν το δικό μου. Έρχεται σιγά σιγά. Με πολλή οργάνωση και θυσίες. Η μέρα μου ξεκινάει πολύ νωρίς. Γύρω στις 6 συνήθως. Μιλάω πάντα στη μητέρα μου το πρωί, όταν φεύγω από το σπίτι, και συνήθως είναι 6 παρά… Καμιά φορά 5.30. Συχνά αναρωτιέται: «Μα έχεις τρελαθεί;». «Έως και τις 5 το απόγευμα βρίσκομαι σε συνεχείς συναντήσεις και αργότερα τυχαίνει είτε να πάω για κάποιο φαγητό το βράδυ. Ποτέ μου δεν κοιτάζω το ρολόι».
Της ζητάω να μου μιλήσει για την Ελλάδα. Στην αρχή εμφανίζεται πιο διστακτική. «Έχω άποψη, αλλά προτιμώ από τη στιγμή που δεν είμαι ειδική να μην λέω πράγματα που ενδεχομένως δεν ισχύουν». «Νομίζω ότι στην Ελλάδα κάπου χάσαμε τη βιοτεχνία», λέει λίγο μετά. «Ίσως γιατί προσπαθήσαμε να γίνουμε πολύ γρήγορα Ευρωπαίοι χωρίς να υπάρχουν τα κατάλληλα θεμέλια», συμπληρώνει.
«Δεν ξέρω από πού προκύπτει το εισόδημα σε μια χώρα χωρίς βιομηχανία»
«Θυμάμαι πως όταν ήμουν παιδάκι, υπήρχαν πολλά περισσότερα ελληνικά προϊόντα. Υπήρχαν και εισαγωγές, ωστόσο η χώρα διέθετε μεγαλύτερη εγχώρια παραγωγή. Δεν ξέρω πλέον από προκύπτει το εισόδημα στην Ελλάδα. Βιομηχανία και βιοτεχνία δεν υπάρχουν. Και εντάξει, καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχει βιομηχανία γιατί δεν υπάρχει η υποδομή στην Ελλάδα, όπως διαθέτουν και άλλες χώρες μεταξύ των οποίων και η Τουρκία. Συν τοις άλλοις θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλά πράγματα με τον τουρισμό, αποκομίζοντας πολύ περισσότερα έσοδα. Ωστόσο οι κινήσεις μας είναι λυπηρές. Για παράδειγμα πάμε στην Ελλάδα και ακόμα και το επίπεδο περιποίησης του τουρίστα δεν είναι το ίδιο όπως σε άλλες τουριστικά αναπτυγμένες ή μη χώρες. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Συνηθίζουμε να πηγαίνουμε με τον άντρα μου στην Καραϊβική τον Ιανουάριο ή το Φεβρουάριο. Μιλάμε για υποανάπτυκτες χώρες. Ωστόσο το τουριστικό επίπεδο είναι πολύ ανεβασμένο. Συναντάμε άνεση και εξυπηρέτηση στα ξενοδοχεία. Στην Ελλάδα αυτό δεν υπάρχει. Αισθάνομαι επίσης ότι έχουμε χάσει το σεβασμό που θα έπρεπε να έχουμε για τον τουρίστα-πελάτη. Και είναι κάτι που συζητάω με συναδέλφους μου Γερμανούς. Πήγαιναν όλοι τους στην Ελλάδα, αλλά πλέον έχουν σταματήσει. Νιώθουν ανεπιθύμητοι. Είμαστε η ωραιότερη χώρα του κόσμου και δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα που διαθέτουμε για να προσελκύσουμε περισσότερο κόσμο με ορθά μέσα».
«Πρότεινα σε συνεργάτη μου να μείνει στο Σύνταγμα και φοβάμαι για διαδηλώσεις ή επεισόδια»
Φέρνει στη συνέχεια ως παράδειγμα έναν συνεργάτη της, ο οποίος θα ταξιδέψει με κρουαζιερόπλοιο στη Μεσόγειο. «Στη διάρκεια του ταξιδιού του θα μείνει για τρεις ημέρες στην Αθήνα. Του πρότεινα να μείνει στη «Μεγάλη Βρετανία». Κυρίως επειδή ξέρω ότι είναι παραδοσιακά ένα καλό ξενοδοχείο. Ανησυχώ όμως για το τι θα συναντήσει. Εάν θα βρει διαδηλώσεις στο δρόμο, εάν θα γίνουν επεισόδια. Όλα αυτά ξέρετε, διώχνουν τους καλούς τουρίστες».
Η ίδια έχει ένα παιδί. Και όπως λέει καριέρα και οικογένεια συνδυάζονται. «Όχι να έχει κανείς 10 παιδιά βέβαια… Όλα ξεκινούν από την οργάνωση και τις θυσίες όπου απαιτούνται. Έχω ένα γιο τον Στίβεν, ενώ ο άντρας μου έχει άλλους δύο γιους από προηγούμενο γάμο. Είναι όλοι τους ενήλικες. Μάλιστα ο μεγαλύτερος γιος του συζύγου μου δουλεύει επίσης στη Yazaki. Όχι βέβαια στο τμήμα που βρίσκομαι εγώ , αλλά σε κάποιο άλλο».
Μιλώντας για το γιο της λέει ότι ποτέ δεν παραπονέθηκε ότι του λείπει παρά το γεγονός ότι δουλεύει πολλές ώρες.
«Ίσως περισσότερο εγώ να είχα την αίσθηση ότι πρέπει να είμαι μαζί του, ενώ βρισκόμουν στη δουλειά μου. Πλέον όμως είναι αρκετά ανεξάρτητος. Έμαθε από μικρός κάποια πράγματα να τα κάνει μόνος του. Να αυτοεξυπηρετείται. Ωστόσο υπήρχαν φορές που χρειαζόταν να βρίσκομαι στο σχολείο και δεν μπορούσα. Εκείνος καταλάβαινε. Αισθανόταν πως ό,τι έκανα, ήταν για τη δουλειά μου και όχι για να διασκεδάσω. Έκανε κάτι που είναι καλό για όλους μας».
«Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα περνούσα περισσότερη ώρα με το γιο μου»
Αν γύριζε πίσω το χρόνο, θα προσπαθούσε να περάσει περισσότερο χρόνο με το παιδί της. «Όταν γεννήθηκε γύρισα στη δουλειά μου σε μόλις έξι εβδομάδες μετά τη γέννα. Θα ήθελα να μείνω περισσότερο μαζί του. Δεν τον ευχαριστήθηκα αρκετά» .
«Αυτό που θα συνιστούσα σε μια γυναίκα είναι να ευχαριστηθεί τις ώρες που έχει διαθέσιμες με το παιδί της. Και εάν μπορεί να μείνει και περισσότερες ώρες κοντά του, εάν το νιώθει, να το κάνει. Γιατί εάν κάποια γυναίκα όταν έχει καλή φήμη στη δουλειά της, ακόμα και εάν αποφασίσει να απέχει για λίγο περισσότερο καιρό μετά την εγκυμοσύνη, θα μπορεί να επιστρέψει και όλα να ξεκινήσουν από το σημείο που τα άφησε. Να μην αισθάνεται ενοχές, εάν χρειάζεται να αφήσει τη δουλειά της και να ασχοληθεί περισσότερο με το παιδί τους».
«Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα με το “βύσμα”»
Στο ερώτημα εάν θα βοηθήσει επαγγελματικά κάποιον γνωστό ή συγγενή της, και εάν τα φαινόμενα ευνοϊκής μεταχείρισης εμφανίζονται το ίδιο συχνά όπως στην Ελλάδα και στην Αμερική απαντάει με ειλικρίνεια. «Πάντοτε θα βοηθήσω ένα νέο παιδί όταν δω ότι είναι καλό στη δουλειά του. Το βύσμα δεν υπάρχει εδώ. Δεν θα πρότεινα ποτέ κάποιον, ο οποίος δεν διαθέτει το υπόβαθρο και τα προσόντα να ανταποκριθεί σε μία δουλειά. Αυτό που γίνεται στην Ελλάδα είναι τρομερό!».
Η ίδια θα ήθελε να επιστρέψει εδώ. Όχι πια. Και όταν έρχεται ο χρόνος της έχει συγκεκριμένους αποδέκτες.
«Η Αμερική είναι η χώρα μου»
«Αυτό πους μας λείπει από την Ελλάδα είναι οι δικοί μας άνθρωποι. Η μητέρα μου και ο αδελφός μου. Και ο άντρας μου περιμένει να δει την αδελφή του. Όταν επιστρέφουμε εδώ δεν κάνουμε κάτι άλλο εκτός από αυτό. Συναντάμε τους ανθρώπους μας και περνάμε χρόνο μαζί τους. Δεν μας ενδιαφέρει να βγούμε, ούτε να πάμε σε κάποιο νησί. Άλλωστε τα έχουμε κάνει όλα αυτά. Εάν με ρωτούσατε βέβαια πριν από 20 χρόνια, ίσως να σας απαντούσα διαφορετικά. Σε κάθε περίπτωση όμως η Αμερική είναι η χώρα μου. Έχω φίλους ακόμα και από το πανεπιστήμιο. Και Έλληνες αλλά και Αμερικάνους. Έχω την καριέρα μου. Και η χώρα αυτή μου φέρθηκε πολύ καλά. Τα παιδιά μας είναι Αμερικάνοι, εδώ γεννήθηκαν. Αγαπούν και επισκέπτονται την Ελλάδα. Η χώρα μας είναι εδώ. Είναι μια χώρα πανέμορφη η Ελλάδα. Έχει τον ήλιο, το φως. Αυτό που δεν μου λείπει από την Ελλάδα είναι η διαρκής πίεση. Οι οικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει τον Έλληνα. Κι εμείς έχουμε άγχος με τη δουλειά μας. Όταν πηγαίνουμε στο σπίτι μας όμως, τελειώνουν όλα. Επέρχεται ηρεμία. Αυτό που βλέπω είναι ότι στην Ελλάδα επικρατεί μία διαρκής ένταση. Από τον τρόπο που οδηγούν όλοι, τον τρόπο που τρώνε σε κάποιο εστιατόριο, από τον τρόπο που περπατάνε… Αν τους προσέξετε περισσότερο θα δείτε ότι δυστυχώς έχω δίκιο».
Δείτε όλα τα θέματα του Weekend