Το αεροπορικό δυστύχημα στις διαβόητες φυλακές Ράικερς που έκανε τους μοχθηρούς κακοποιούς… ήρωες
Η Πέγκι Μπένσον ήθελε τώρα να κατέβει από το αεροπλάνο. Η πτήση από το αεροδρόμιο ΛαΓκουάρντια της Νέας Υόρκης ως το Μαϊάμι είχε ήδη καθυστερήσει πολύ και την είχε πιάσει ένα περίεργο αίσθημα ανησυχίας.
Προγραμματισμένο να φύγει στις 2:45 το μεσημέρι, η ώρα ήταν ήδη 6:00 το απόγευμα και το αεροσκάφος δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το έδαφος. Η Νέα Υόρκη είχε τυλιχτεί σε έναν λευκό κλοιό, αποτέλεσμα σφοδρής χιονοθύελλας, και το πλήρωμα του αεροδρομίου προσπαθούσε τώρα να ξεπαγώσει τα φτερά του αεροπλάνου μπας και απογειωθεί ποτέ η Πτήση 823 της Northeast Airlines.
Την Πέγκι την έζωναν τα μαύρα φίδια. Παρακολουθούσε τη χιονόπτωση έξω από το παράθυρο του καθηλωμένου αεροσκάφους Douglas DC-6A και ένιωθε ολοένα και πιο άβολα.
«Ήθελε να κατέβει», θα έλεγε ο σύζυγός της Μέισον την επομένη στους «New York Times», «η αεροσυνοδός ήταν αυτή που τη μετέπεισε». Της είπε δηλαδή πως αν κατέβαιναν, οι αποσκευές τους θα συνέχιζαν το ταξίδι τους ως τη Φλόριντα χωρίς αυτούς. Με αυτά και με αυτά, και παρά τις φορτικές πιέσεις της Πέγκι, το αεροπλάνο ξεκόλλησε επιτέλους από το έδαφος και χάθηκε μέσα στην παγωμένη νύχτα.
Ό,τι θα ακολουθούσε, θα ήταν κάτι που θα έγραφε ιστορία, λες και ήταν στην ίδια του τη φύση…
Το τραγικό δυστύχημα
Η φωτογραφία είναι από επόμενο δυστύχημα στα ανοιχτά του Ράικερς το 1959
Το ημερολόγιο έγραφε 1η Φεβρουαρίου 1957 όταν θα συνέβαινε το τρομερό δυστύχημα. Βλέπετε η Πτήση 823 της Northeast Airlines δεν θα παρέμενε στον ουρανό παρά για ένα λεπτό μονάχα, 60 δευτερόλεπτα ακριβώς, πριν καταποντιστεί πάνω στο νησάκι Ράικερς της Νέας Υόρκης, εκεί που υπήρχε μόνο το 400 στρεμμάτων σωφρονιστικό κατάστημα.
«Έτσι στα ξαφνικά», θυμήθηκε η Πέγκι, «όλα είχαν τυλιχτεί στις φλόγες. Ο σύζυγός μου με τράβηξε προς το παράθυρο». Μετά την έσπρωξε κάτω και το ζευγάρι άρχισε να τρέχει.
Όσο συνέβαιναν αυτά, ο φυλακισμένος Έιντζελ Γκορμπέα έπαιζε χαρτιά στο κελί του. «Τότε», είπε στους «Times», «ήρθαν οι εκρήξεις. Τότε όλος ο ουρανός, ακόμα και το χιόνι, φωταγωγήθηκε. Στεκόμασταν στα παράθυρα. Είδαμε τους ανθρώπους να κουτρουβαλούν από το σκάφος. Ήταν όλοι τους επίσης φωταγωγημένοι, από τις φλόγες. Τους βλέπαμε και βλέπαμε και τις σκιές τους. Τους βλέπαμε να παραπατούν».
Η Ντελφίν Λόου ήταν μια εντεκάχρονη κάτοικος του Ράικερς την εποχή του δυστυχήματος, μιας και ο πατέρας της ήταν ο εφημέριος του παρεκκλησιού της φυλακής: «Η μητέρα μου και ο βοηθός της ετοίμαζαν το βραδινό όταν ακούσαμε μια δυνατή βουή, είδαμε μια εκτυφλωτική λάμψη και άκουσα τη μητέρα μου να ουρλιάζει», ανακάλεσε η Λόου στην τραγική επέτειο των 50 χρόνων από το δυστύχημα.
Η φωτογραφία είναι από επόμενο δυστύχημα στα ανοιχτά του Ράικερς το 1959
Το αριστερό φτερό του αεροσκάφους είχε ξεκολλήσει, ο κινητήρας είχε καταστραφεί ολοσχερώς και η πυρκαγιά είχε τυλίξει τα συντρίμμια. Ήταν ένα σωστό σκηνικό χάους. Άνθρωποι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από το φλεγόμενο κολαστήριο τυλιγμένοι στις φλόγες βουτώντας στο παχύ στρώμα χιονιού, μιας και η χιονόπτωση συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση. Άλλοι καίγονταν ή ποδοπατιούνταν μέσα στο σκάφος, καθώς η προσωπική επιβίωση είχε πάρει τον πρώτο λόγο τώρα που οι έξοδοι κινδύνου είχαν φράξει: «Είχα εγκλωβιστεί στη θέση μου», είπε ο Τζέικομπ Τάουμπ, γιατρός από το Μπρονξ, «οι φλόγες έγλειφαν τον σβέρκο μου».
Είκοσι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εκείνη τη νύχτα και όσοι γλίτωσαν προσπαθούσαν να σώσουν τους εαυτούς τους ή να βοηθήσουν τους άλλους, πολλοί εκ των οποίων έφεραν βαρύτατα εγκαύματα. Απομονωμένοι στο νησί του σωφρονισμού, θα έπρεπε να περιμένουν την όποια βοήθεια να φτάσει από τη θάλασσα. Οι πιθανότητες δεν ήταν αναμφίβολα υπέρ τους…
Άνθρωποι και πάλι άνθρωποι
Οι δεσμοφύλακες του καταστήματος Ράικερς δεν επαρκούσαν για καμία σοβαρή διασωστική απόπειρα, καθώς οι φυλακές ήταν υποστελεχωμένες και κάποιος έπρεπε να φυλάει τα «λουλούδια». Με την επείγουσα ανάγκη που ήρθε και τους βρήκε στην αυλή τους, οι υπεύθυνοι πήραν τη βιαστική απόφαση να απελευθερώσουν κάποιους τρόφιμους για να βοηθήσουν τους επιβάτες.
Αν και αυτό δεν είναι φυσικά όλο, καθώς οι λεπτομέρειες έχουν πάντα τη σημασία τους. Ο διευθυντής των φυλακών, Τζέιμς Χάρισον, ήταν ακόμα στη φυλακή το επίμαχο βραδάκι. Όπως είπε στη «New York Post», δουλεύοντας εδώ και χρόνια στη σκιά του αεροδιαδρόμου του ΛαΓκουάρντια, φοβόταν πως μια τέτοια στιγμή θα ερχόταν κάποτε.
Κι έτσι βρέθηκε τώρα αντιμέτωπος με την πιο δύσκολη απόφαση της καριέρας του. Είχε μόλις 28 δεσμοφύλακες στη βάρδια, είχε όμως και 69 έμπιστους φυλακισμένους που είχαν δείξει καλή διαγωγή και θα μπορούσαν να βοηθήσουν στον απεγκλωβισμό των επιβατών.
Έπρεπε όμως να τους αφήσει να βγουν από το προαύλιο της φυλακής μέσα στο σκοτάδι και την πυκνή χιονοθύελλα ρισκάροντας την απόδρασή τους ή, ακόμα χειρότερα, τον θάνατό τους στη θάλασσα; Ή μήπως η ζωή των επιβατών είχε τέτοια αξία που θα άξιζε οποιοδήποτε ρίσκο για να σωθεί;
«Βγάλε τις συμμορίες έξω να καθαρίσουν το χιόνι», ούρλιαξε τελικά ο Χάρισον στον υπεύθυνο της κεντρικής πύλης χωρίς πολλά χασομέρια. «Δεν υπάρχουν αστυνομικοί να τους συνοδεύσουν!», διαμαρτυρήθηκε ο δεσμοφύλακας, για να πάρει την αποστομωτική απάντηση που δεν χωρούσε αντίρρηση: «Στείλ’ τους έξω είπα!», διέταξε ο διευθυντής πριν γίνει ο πρώτος που βγήκε από το σωφρονιστικό κατάστημα για να βοηθήσει τους επιβάτες μέσα στην πύρινη κόλαση.
Κάπου 57 νοματαίοι έτρεξαν να βοηθήσουν τα θύματα. Τους έβγαζαν από τα φλεγόμενα συντρίμμια και τους μετέφεραν όπου υπήρχε διαθέσιμος χώρος. Οι περισσότεροι έφεραν βαριά εγκαύματα και κάποιοι ήταν τόσο καμένοι που δεν μπορούσαν καν να αναγνωρίσουν το φύλο τους.
Η Λόου θυμόταν έναν πιανίστα με καμένα χέρια που τον στρίμωξαν στο παρεκκλήσι. Άλλοι πάλι μεταφέρθηκαν μέσα στα κτίρια της φυλακής, στις καθαυτό πτέρυγες, και κείτονταν στα φορεία κάτω από βλέμματα των εγκλείστων, που προσπαθούσαν να βγάλουν τα κεφάλια τους από τα σίδερα για να δουν καλύτερα.
Φήμες ωστόσο άρχισαν να κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα πως οι τρόφιμοι που είχαν αφεθεί ελεύθεροι για να συνδράμουν τους επιβάτες το έσκαγαν από το νησί! Ο διευθυντής Χάρισον ανησύχησε για την καριέρα του και τηλεφώνησε αμέσως στην επίτροπο του πολιτειακού σωφρονιστικού συστήματος, Άννα Κρος, η οποία τον καθησύχασε πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση και πως θα τον υποστήριζε σε οποιαδήποτε αναποδιά.
Μέχρι τη 1:00 τα ξημερώματα, όλοι οι επιζώντες ήταν σε νοσοκομεία της Νέας Υόρκης και κάθε κρατούμενος στο κελί του. Κανείς δεν είχε αποπειραθεί να το σκάσει…
Ο απόηχος
Η Πυροσβεστική έφτασε στο Ράικερς ομολογουμένως γρήγορα, κάπου ένα μισάωρο μετά τη συντριβή του αεροσκάφους. Η άτρακτος καιγόταν για κάνα δίωρο ακόμα, μέχρι να μη μείνει τίποτα να τροφοδοτεί την πυρά. Η έρευνα απέδωσε την πτώση σε ανθρώπινο λάθος, κακή εκτίμηση της κατάστασης από τον πιλότο δηλαδή.
Η εποχή μόνο ευνοϊκή δεν ήταν άλλωστε για τα ταξίδια στον αέρα. Μόλις έναν μήνα νωρίτερα, στις 31 Ιανουαρίου 1957, είχαν συγκρουστεί στον ουρανό της Καλιφόρνια ένα μαχητικό τζετ με ένα μικρό επιβατικό. Τα συντρίμμια έπεσαν πάνω σε Γυμνάσιο, σκοτώνοντας τρεις μαθητές.
Και με το νέο δυστύχημα στη νήσο Ράικερς, ο Τύπος σκάλιζε τώρα όλες τις τραγωδίες του αέρα, ρίχνοντας χοντρό αλάτι στις ανοιχτές πληγές της επιβατικής αεροπορίας. Δεν υπήρξε προσωπική ιστορία ταξιδιώτη εκείνης της πτήσης που να μη βγήκε στον αέρα. Και με 81 νοματαίους που γλίτωσαν την καταστροφή, καταλαβαίνουμε πως οι εφημερίδες έστησαν πάρτι για καιρό.
Υπήρχε, ας πούμε, ένας 62χρονος φούρναρης, κάποιος Μπεν Οπατόφσκι, ο οποίος επέμεινε φορτικά να καθίσει δίπλα στην έξοδο κινδύνου, παρά το γεγονός ότι η σύζυγός του, Γιέτα, προτιμούσε τα πίσω καθίσματα της ατράκτου. Μετά την πρόσκρουση, ο Μπεν άνοιξε την πόρτα και, όπως έγραψαν οι «Times», «άρπαξε τη γυναίκα του από τα μαλλιά και την έσυρε πάνω στο φτερό, απ’ όπου πήδηξαν τελικά στο έδαφος».
Υπήρχε επίσης και η Τζόαν Σάνγκερ με την τρίχρονη κόρη της, Μίντι, που έμπαιναν αμφότερες για πρώτη φορά σε αεροπλάνο, αλλά και εκείνη η τραγική αεροσυνοδός που ήταν έτοιμη να συνταξιοδοτηθεί διανύοντας τις τελευταίες εβδομάδες της στον αέρα. Το περιοδικό «Life» απαθανάτισε την ιστορία του Ρόμπερτ Σελμόνσκι, ο οποίος πέταξε με το αμάξι του ως το αεροδρόμιο την εγκυμονούσα σύζυγό του και τον δίχρονο γιο τους, παρά τις επιφυλάξεις του για την πτήση, καθώς η χιονόπτωση ήταν πυκνή. Ευτυχώς, μητέρα και γιος βγήκαν αλώβητοι από το δυστύχημα.
Οι «Times» πήραν συνέντευξη από τον βαρύτατα καμένο πιανίστα Τσαρλς Νέιλορ και η σύζυγός του, έχοντας λέει κακό προαίσθημα για τη μοιραία πτήση, τον διέκοπτε συνεχώς λέγοντας «η διαίσθησή μου ήταν σωστή, έτσι δεν είναι, καλέ μου;» πάνω από τον απανθρακωμένο άντρα της.
Όσοι επιβίωσαν τελικά από την τραγωδία, μεταφέρθηκαν στη Νέα Υόρκη με τα πλοία της γραμμής. Κάνα δίμηνο αργότερα, κάποιοι από τους φυλακισμένους που είχαν βοηθήσει στη διάσωση σώζοντας ανθρώπινες ζωές θα ανέβαιναν στο ίδιο φέρι μποτ με προορισμό την ελευθερία τους!
Από τους 57 κρατουμένους που λειτούργησαν ως σωστικό συνεργείο, 30 απελευθερώθηκαν αμέσως και άλλοι 16 κέρδισαν εξάμηνες μειώσεις των ποινών τους. Ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης χορήγησε λίγο αργότερα την ελευθερία ή τη μετατροπή της ποινής στους 11 που απέμεναν από τους 57, με κάποιους μάλιστα να έχουν καταδικαστεί για σοβαρά αδικήματα: οι δύο πέτυχαν εξάμηνη μείωση και οι άλλοι 9 μπορούσαν τώρα να καταθέσουν αίτηση για άμεση απελευθέρωση!
«Θέλουμε να δείξουμε στην κοινωνία αλλά και στους φυλακισμένους ότι σπεύδουμε να επιβραβεύσουμε και να δείξουμε ευγνωμοσύνη σε ευγενείς πράξεις με τον ίδιο τρόπο που είμαστε εδώ για να τιμωρούμε τις κακές πράξεις», είπε η επίτροπος του σωφρονιστικού συστήματος της πολιτείας, Άννα Κρος, στους «Times». Η επικεφαλής αρνήθηκε μάλιστα να δημοσιοποιήσει τα ονόματά τους κατά την αποφυλάκισή τους στις 8 Μαρτίου 1957, επιμένοντας πως «η δημοσιότητα θα έχει επιβλαβείς συνέπειες γι’ αυτούς».
Ένας μεγάλος δημόσιος διάλογος ξεκίνησε στις ΗΠΑ για την ανταμοιβή των τροφίμων με την ελευθερία τους. Οι επικρίσεις κόπασαν κάπως όταν έγινε γνωστή η ιστορία του Μαρκ Κρόνεν, ενός βρέφους μόλις έξι εβδομάδων που είχε θαφτεί κάτω από το χιόνι και θα πέθαινε εκεί χωρίς τη λυσσαλέα προσπάθεια ενός βίαιου κρατουμένου με μακρύ ποινικό μητρώο. «Μου έσωσε τη ζωή, δεν χωρά καμία αμφιβολία», είπε ο Κρόνεν χρόνια αργότερα στη «New York Post», μη μαθαίνοντας ποτέ το όνομα του κακοποιού που τον είχε σώσει.
Ο Αντόνιο Κουίν ήταν ένας από αυτούς τους τροφίμους που μετατράπηκαν σε ήρωες, καθώς μπήκαν στο φλεγόμενο αεροσκάφος αψηφώντας ουσιαστικά τη ζωή τους. Ο πρώην κρατούμενος δεν μοιράστηκε ποτέ την ιστορία του με κανέναν, παρά μόνο 60 χρόνια αργότερα, στην επέτειο του μοιραίου την 1η Φεβρουαρίου 2017! Τότε έμαθε ο γιος του την πραγματικότητα, όταν δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τη «New York Post» που έψαχνε και πάλι την ιστορία για ένα αφιέρωμα. «Ο μπαμπάς μου δεν ήταν ποτέ στη φυλακή», είπε ο Αντόνιο ο Νεότερος στον δημοσιογράφο, «λυπάμαι που σας το λέω, αλλά έχετε καλέσει τον λάθος άνθρωπο». Όταν ο δημοσιογράφος του έδειξε τα μητρώα της φυλακής, ο γιος πείστηκε.
Και πήγε μάλιστα να του τα δείξει στην ίδια φυλακή που είχε συμβεί το απίστευτο περιστατικό, μιας και ο γιος του μικροκακοποιού ήταν ο νέος διευθυντής του Ράικερς! Και ήξερε την ιστορία απέξω και ανακατωτά φυσικά, καθώς δεν έχει φύγει ποτέ από το στόμα των τροφίμων. Μόνο που δεν ήξερε ότι και ο πατέρας του ήταν μεταξύ των ηρώων που απελευθερώθηκαν πρόωρα.
Τόσο το ίδιο το αεροπορικό δυστύχημα όσο και η συζήτηση για τη συνδρομή των εγκλείστων και την πρακτική ανταμοιβή τους κυριάρχησαν στη δημόσια ατζέντα των ΗΠΑ για ένα καλό χρονικό διάστημα. Ακόμα και τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ γυρίστηκε με την όλη τραγική περιπέτεια, αν και μετά το θέμα ξεχάστηκε, μέχρι να σβηστεί τελικά από τη συλλογική μνήμη.
Μόλις μία εβδομάδα μετά την τραγωδία εξάλλου, ακόμα και ο τυχερός φούρναρης Μπεν με τη γυναίκα του Γιέτα προγραμμάτιζαν εκ νέου το ταξιδάκι τους στο Μαϊάμι. «Εννοείται πως θα πάμε στη Φλόριντα», είπαν στους «Times», «αλλά αυτή τη φορά θα πάμε με τρένο»…