Ένα κοριτσάκι από τη Νοβάρα, μιας πόλης που βρίσκεται βορειοδυτικά της Ιταλίας, λίγο έξω από το Μιλάνο, η μικρή Μπετίνα Περουέλο, είχε αποχωριστεί τη μητέρα της, η οποία είχε πάει στην Πίζα, προκειμένου να επισκεφτεί μια άρρωστη συγγενή της.
Είχε περάσει κάμποσος καιρός από την ημέρα που μάνα και κόρη αποχωρίστηκαν, οπότε, ξαφνικά ένα πρωί, η μικρή Μπετίνα ξύπνησε αδιάθετη και ιδιαιτέρως ανήσυχη. Η θεία της που τη φρόντιζε, την είδε χλομή και ταραγμένη και της συνέστησε να μείνει στο κρεβάτι.
Τη Μπετίνα, όμως, δε τη χωρούσε ο τόπος και εκδήλωσε την επιθυμία να μεταβεί άμεσα στην Πίζα, γιατί, καθώς έλεγε, ήθελε να δει οπωσδήποτε τη μητέρα της.
-Η μητέρα μου πέθανε, θεία! Άφησέ με να πάω να τη βρω, να την αποχαιρετήσω!
Η θεία της υπέθεσε πως η μικρή είχε πυρετό και η υψηλή θερμοκρασία την έκανε να έχει παραισθήσεις. Η γυναίκα ήταν αναστατωμένη, όμως, επειδή το πρόσωπο της ανιψιάς της είχε χάσει το ροδαλό του χρώμα και τα μάτια της, που έλαμπαν αλλόκοτα, προσηλώνονταν στο κενό, σαν να έβλεπαν κάποιο τρομακτικό όραμα.
Την ίδια μέρα, κατά το απόγευμα, έφτασε στη Νοβάρα ένα τηλεγράφημα από την Πίζα, που τους ανάγγελλε τα τραγικά νέα. Πράγματι, η μητέρα της μικρής είχε χάσει τη ζωή της εντελώς απρόσμενα από εγκεφαλικό, ακριβώς την ώρα που η κόρη της είχε πεταχτεί ανήσυχη από το κρεβάτι και ζητούσε επίμονα να δει τη μητέρα της.
Μια άλλη καταπληκτική περίπτωση τηλεπάθειας είχε συμβεί στον Καθηγητή Σάνκτι.
Ο Καθηγητής, λοιπόν, βρισκόταν στη Ρώμη, χωρίς την οικογένειά του, η οποία εκείνη την περίοδο διέμενε στην εξοχή. Ο αδερφός του, ο οποίος ήταν μόνιμος κάτοικος της ιταλικής πρωτεύουσας, ερχόταν και κοιμόταν στο σπίτι του, γιατί το δικό του είχε λεηλατηθεί από κλέφτες.
Ένα βράδυ, λοιπόν, ο αδερφός του τον ειδοποίησε ότι θα πήγαινε στο θέατρο. Ο Καθηγητής, αφού επέστρεψε από τη δουλειά του, άρχισε να ξεφυλλίζει την εφημερίδα του, ως συνήθως. Ξαφνικά, όμως, καταλήφθηκε αναίτια από ασυγκράτητο τρόμο. Προσπάθησε να αντιδράσει και να εκλογικεύσει τα αισθήματά του. Ήταν αδύνατον. Αμέσως το μυαλό του στράφηκε στον αδερφό του και ήταν σίγουρος πως βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο και πως το θέατρο είχε τυλιχθεί στις φλόγες.
-Αν είναι δυνατόν! Πώς κάνω έτσι; Σαν τις υποχόνδριες μητέρες, που όταν αργούν λίγο τα παιδιά τους, βάζουν με τον νου τους τις χειρότερες καταστροφές, μονολογούσε ο Καθηγητής Σάνκτι, προσπαθώντας να διασκεδάσει τον αδικαιολόγητο φόβο του.
Παρ’ όλα αυτά, η αγωνία του είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Αποφάσισε να περιμένει καρτερικά την επιστροφή του αδερφού του κολλημένος στο παράθυρο. Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα, τελικά, μπήκε ο αδερφός του στο δωμάτιο, συγκλονισμένος και πανικόβλητος. Του διηγήθηκε πως είχε ξεσπάσει μεγάλη φωτιά στο θέατρο και μετά βίας κατόρθωσε να βγει ζωντανός.
Ακόμα πιο περίεργη ήταν η περίπτωση της Φιορέντας Ποζίλι. Η Φιορέντα ζούσε στη Βενετία και είχε μια υπηρέτρια που την έλεγαν Καρολίνα. Τη νεαρή Καρολίνα επισκεπτόταν συχνά ένας στρατιώτης, που ισχυριζόταν πως ήταν ξάδερφός της.
Ένα απόγευμα, όμως, η κυρία Ποζίλι απαγόρευσε στην υπηρέτρια να δεχτεί τον ξάδερφό της στο σπίτι κι εκείνη δεν έφερε καμιά αντίρρηση.
Από το πρωί εκείνης της ημέρας, η πλούσια Βενετσιάνα αρχόντισσα είχε ένα παράξενο προαίσθημα ότι ο μυστηριώδης αυτός στρατιώτης σκόπευε να κλέψει τα πολύτιμα κοσμήματά της και όλα τα τιμαλφή αντικείμενα της πολυτελούς κατοικίας της και πως στο τέλος θα τη δολοφονούσε, για να αρπάξει και όλα της τα χρήματα.
Αργότερα, το προαίσθημα της Φιορέντα Ποζίλι αποδείχτηκε απολύτως αληθές, επειδή η υπηρέτρια ομολόγησε στις ιταλικές Αρχές ότι με τον στρατιώτη, που δεν ήταν φυσικά συγγενής της, αλλά εραστής της, σχεδίαζαν να κλέψουν την κυρία της και αν συναντούσαν αντίσταση, η πρόθεσή τους ήταν να τη δολοφονήσουν.
Αλλά και ένα ιστορικό ανέκδοτο γεγονός συνδεόταν με μια παράξενη υπόθεση τηλεπάθειας.
Ο Τζιάκοπο Αλιγκέρι, ο γιος του ξακουσμένου Ιταλού ποιητή Δάντη Αλιγκέρι, που είχε γράψει την περίφημη «Θεία Κωμωδία» και την «Κόλαση», κατόρθωσε να ανακαλύψει, χάρη σ’ ένα προφητικό όνειρο, δεκατρία άγνωστα ποιήματα του κολοσσιαίου έργου του αξεπέραστου πατέρα του, τα οποία θεωρούνταν χαμένα.
Μετά τον θάνατο του Δάντη, ο γιος του άρχισε να περισυλλέγει και να διευθετεί τα διάσπαρτα χειρόγραφα του πατέρα του. Δεκατρία, όμως, ποιήματα δεν μπορούσε να τα εντοπίσει, όσες προσπάθειες και να κατέβαλε.
Ο Τζιάκοπο είχε πια απελπιστεί, όταν μια νύχτα είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο. Ονειρεύτηκε τον πατέρα του, ντυμένο στα λευκά, τυλιγμένο από ένα υπερφυσικό, γλυκύτατο φως.
-Έλα να δεις πού είναι τα χειρόγραφά μου! του είπε εκείνος.
Και οδήγησε τον γιο του στην κρεβατοκάμαρα που κοιμόνταν, όσο ζούσε. Εκεί του υπέδειξε μια κρύπτη στον τοίχο, μέσα στην οποία περιέχονταν οι χαμένοι φιλολογικοί θησαυροί του Δάντη.
Όταν ξύπνησε ο Τζιάκοπο Αλιγκέρι, έτρεξε κατευθείαν στο στο δωμάτιο του πατέρα του, βρήκε την κρύπτη και μέσα της, τα χαμένα πολύτιμα χειρόγραφα.
Τα φαινόμενα τηλεπάθειας και τα προφητικά όνειρα ήταν κάτι που ξεπερνούσε τη λογική και έκανε τους επιστήμονες να αναζητούν έναν τρόπο να τα προσεγγίσουν και να τα καταλάβουν.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 30/01/1938…
Από strangepress, ΦΩΤΟ Pexels