Οι γυναίκες, παρά τους αυστηρούς κοινωνικούς περιορισμούς της εποχής, άφησαν το δικό τους «αποτύπωμα» στην Επανάσταση του 1821.
Γαλουχημένες στη σκληρή εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, αγωνίστηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη, όταν έφθασε η ώρα της Επανάστασης.
Κάποιες μάλιστα πήραν τα όπλα και στάθηκαν γενναία στο πλευρό των ανδρών, όπως η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους, αλλά και άλλες λιγότερο γνωστές.
Πάντως, οι περισσότερες βοήθησαν στην τροφοδοσία των στρατευμάτων, αλλά κυρίως στη διάσωση των παιδιών τους και τη στήριξη των σπιτιών τους κατά την απουσία των ανδρών.
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
Η Λασκαρίνα «Μπουμπουλίνα» Πινότση (1771 – 1825) συνιστά εμβληματική μορφή της Επανάστασης που πολέμησε ηρωικά το 1821.
Είχε καταγωγή από την Ύδρα. Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της είχε επισκεφτεί τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί.
Παντρεύτηκε δυο φορές, σε ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και σε ηλικία των 30 ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο της σύζυγοι σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές, αλλά της άφησαν μια τεράστια περιουσία, την οποία αξιοποίησε για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση. Σημειωτέον ότι κατάφερε να αυξήσει περαιτέρω την περιουσία της, μετά τον θάνατο των συζύγων της, έχοντας, εν τω μεταξύ, έξι παιδιά από τους δύο της γάμους.
Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 είχε λάβει μέρος και ένα από τα πλοία της, με το όνομα «Αγαμέμνων».
Η ίδια έζησε για πολλά χρόνια στις Σπέτσες, όπου και σχημάτισε, άλλωστε, δικό της εκστρατευτικό σώμα, όταν ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση.
Ούσα μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια.
Στα τέλη του 1824, όταν η Ελλάδα υπέφερε από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο και ο Κολοκοτρώνης είχε συλληφθεί και φυλακιστεί μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε μοναστήρι της Ύδρας, η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκισή του. Αφού συνελήφθη, και η ίδια, δύο φορές με εντολή να φυλακιστεί, εξορίστηκε στις Σπέτσες χάνοντας μάλιστα τον κλήρο γης, που το κράτος τής είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο.
Το 1825, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά σε κίνδυνο, όταν ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκοαιγυπτιακό στόλο αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο. Η Μπουμπουλίνα άρχισε να προετοιμάζεται ξανά, αλλά σκοτώθηκε σε συμπλοκή στις 22 Μαΐου 1825.
Η χειραφετημένη Μαντώ Μαυρογένους
Ξεχωριστή προσωπικότητα ανάμεσα στο πάνθεον των ηρώων της Επανάστασης του 1821 ήταν η Μαντώ Μαυρογένους.
Εκτός από την τεράστια συμβολή της στον Αγώνα, συμμετέχοντας σε μάχες και διαθέτοντας όλη την περιουσία της, ήταν μια χειραφετημένη γυναίκα, με μόρφωση, επηρεασμένη από τις αρχές του Διαφωτισμού, γοητευτική και με ευρωπαϊκή εμφάνιση και «αέρα».
Γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στη Τεργέστη, όπου διέμεναν και δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά οι γονείς της, ο εύπορος Μυκονιάτης έμπορος Νικόλαος Μαυρογένης και η Σπαρτιάτισσα Ζαχαράτη Χατζή Μπατή.
Εξόπλισε πλοία με δικά της έξοδα, ενώ ξόδεψε χρήματα για την ανακούφιση των στρατιωτών και των οικογενειών τους, αλλά και για την προετοιμασία εκστρατείας.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, για τη συνολική δραστηριότητά της ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε το αξίωμα της Αντιστράτηγου – τιμή μοναδική σε γυναίκα.
Η Μαντώ Μαυρογένους πέθανε το 1848 πάμφτωχη στην Πάρο, καθώς είχε δώσει όλα της τα χρήματα στον αγώνα για την Ανεξαρτησία.
Οι Σουλιώτισσες
Οι Σουλιώτισσες ήταν εκείνες που έλυσαν με τα ξίφη τους το ζήτημα της… ισότητας των δύο φύλων, αψηφώντας τις παραινέσεις των ανδρών τους να κρυφθούν στα δάση και τις σπηλιές. Πράγματι, όπως μας θυμίζει και η δημοτική μας παράδοση, ο ηρωισμός τους είναι μνημειώδης: «Οι Σουλιώτισσες δε ζούνε μες στη μαύρη τη σκλαβιά».
Ο χορός του Ζαλόγγου, τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1803, αποτέλεσε ένα γεγονός που συγκλόνισε την Ευρώπη.
Η μνημειώδης συνεισφορά των Σουλιωτισσών στον Αγώνα είναι καταγεγραμμένη σε πλήθος δημοτικών τραγουδιών.
Από αυτά δεν θα μπορούσε να λείπει η ξακουστή αγωνίστρια, Ελένη Μπότσαρη, κόρη του Κίτσου και αδερφή του Νότη, η οποία μετά τη μάχη του Σέλτσου, έπεσε και πνίγηκε στον Αχελώο για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Εξίσου σημαντικές μορφές του Σουλίου ήταν οι Χάιδω Γιαννάκη Σέχου, η Δέσπω Μπότση και η Χρυσούλα Μπότσαρη.
Η αριστοκράτισσα Ελισάβετ Υψηλάντη
H Ελισάβετ Υψηλάντη, Ελληνίδα αριστοκράτισσα, καταγόμενη από την Βόρεια Ήπειρο και τη Μολδαβία, η μητέρα των Υψηλάντηδων, που αποκαλούνταν και «Πρωτομάνα των Φιλικών» έρχεται πρώτη να χρηματοδοτήσει τον αγώνα που προετοιμάζεται.
Στις 16/2/1821 στο αρχοντικό της συγκεντρώνονται οι Φιλικοί για να αποφασίσουν την στιγμή της εξεγέρσεως.
Η ηθική και υλική συμβολή της Υψηλάνταινας είναι τόση, που ο Αλέξανδρος (Υψηλάντης) συγκινημένος λέει στους άλλους εταίρους: «-Γράψτε στο τέλος της διακήρυξης «φιλώ το χέρι της μητρός μου».
«H Τζαβέλενα»
Η Μόσχω Τζαβέλλα, σύζυγος του Λάμπρου, αντιστάθηκε γενναία, όταν ο Αλή πασάς έστειλε ισχυρό απόσπασμα για να καταλάβει το Σούλι. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της μάχης, τα όπλα των ανδρών περιήλθαν σε αχρηστία λόγω υψηλής θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές να κηρύξουν προσωρινή ανακωχή.
Η Τζαβέλλα, η οποία μέχρι τότε κρατούσε απόσταση από το σημείο της μάχης, παρατηρώντας τη διακοπή των πυροβολισμών, υπέθεσε πως οι Οθωμανοί σκότωσαν τους Σουλιώτες.
Τότε, επικεφαλής 400 γυναικών, επιτέθηκε στους Τουρκαλβανούς του Αλή, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν, αφού οι άνδρες μπροστά στο γυναικείο γιουρούσι, ακολούθησαν και ο εχθρός αιφνιδιασμένος απωθήθηκε.
Το μέγα επίτευγμά της γέμισε δέος τους Οθωμανούς, ενώ ενέπνευσε τη λαϊκή παράδοση.