Lapis (λάπις) στα λατινικά, δάνειο απ’ τη δικιά μας γλώσσα. Σύνθετη λέξη λα-τομείο, ό,τι έφτασε από την αρχαία πέτρα στη νέα ελληνική, μα η πέτρα στα μανιάτικα -κι αλλού στη Λακωνία-
παράμεινε λαλούδα. Λας, λοιπόν, σημαίνει πέτρα.
Της Αννης Λιναρδάκη
Το όνομα αυτό είχε και μια αρχαία λάκαινα πόλη με ιστορία χιλίων πεντακοσίων ετών, που έπειτα ονομάστηκε Πασσαβάς και τώρα Χωσιάρι.
ΠΑΣΣΑΒΑΣ – ΛΑΣ – ΧΩΣΙΑΡΙ
Λάα – Λα – Λας
ΠΕΤΡΙΝΗ ΠΟΛΗ Μ΄ΟΝΟΜΑ ΜΟΥΣΙΚΟ
«Κειται δέ επί πέτρας υψηλής, διό καί Λα καλειται» (Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.). Η αρχαία πόλη Λάα, Λα και Λας ήταν, στα προϊστορικά χρόνια, ιδρυμένη στο λόφο που λεγόταν Ασία και απείχε 40 στάδια από το Γύθειο (περιηγητής Παυσανίας, 160 μ.Χ.), γύρω στα 8 χλμ. Ταυτίζεται με το λόφο του κάστρου του Πασσαβά ή απλά Κάστρου, που βρίσκεται 10 περίπου χλμ. νοτιοδυτικά του Γυθείου. Ο λόφος αυτός ελέγχει την κλεισούρα, τα στενά του Πασσαβά, τη μοναδική δηλαδή είσοδο της χερσονήσου του Ταινάρου από τα ανατολικά (Ν. Παπαχατζής).
Αργότερα, η αρχαία πόλη εγκαταλείφθηκε και η εγκατάσταση μεταφέρθηκε, από την ακρόπολη της Ασίας, ακριβώς κάτω, στη μικρή εύφορη κοιλάδα, τα σημερινά Kαρδάματα και την Τουρκόβρυση. Η νεώτερη πόλη περικλειόταν δηλαδή από τους λόφους τού Πασσαβά, της Ταρμπόλιας και του Μαστρολέου, που έφεραν το όνομα Ασία, Κνακάδιον και Ίλιον (Παυσανίας).
Ο Περιηγητής σημειώνει πως κοντά στη σύγχρονη του πόλη υπήρχε μία κρήνη που τ’ όνομα της ήταν Γαλακώ, και το ώφειλε στη γαλακτώδη απόχρωση τού νερού της. Κοιτάσματα υδάτων έχει πλούσια η Τουρκόβρυση, και πιθανά η αρχαία κρήνη να μπορεί να ταυτιστεί με ένα σωζόμενο εκεί παραμορφωμένο ερείπιο κρηνικής κατασκευής. Και βορειότερα, στα ριζά του Κάστρου, υπάρχει πηγάδι με νερό γαλακτώδους απόχρωσης (Ν. Παπαχατζής).
Το λιμάνι τής πόλης, επίσης με το όνομα Λας (γεωγράφος Σκύλαξ ο νεώτερος, 350 π.Χ.), βρισκόταν σ’ απόσταση περίπου 2 χλμ (10 σταδίων: Παυσανίας), στον κόλπο τού σημερινού Βαθιού (Ν. Παπαχατζής). Επειδή ήταν « ευλίμενον », χρησιμοποιείτο, σύμφωνα με τον ιστορικό Έφορο (4ος π.Χ.), ως ναύσταθμος των Σπαρτιατών από τους πρώτες αιώνες της 1ης χιλιετίας π.Χ. – και πιθανότατα πιο πριν, στα χρόνια των Αχαιών, παράλληλα με το Έλος (Α. Κουτσιλιέρης).
Πράγματι, ο κόλπος αυτός έχει μεγάλη σε μήκος παραλία και βαθειά νερά, κι είναι σπάνια φουρτουνιασμένος. Γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να χρησιμοποιείτο κι αργότερα, από τη ναυτική δύναμη των Τούρκων, αφού χωρούσε, όπως έγραφε στα 1670 μ.Χ. ο Τούρκος Εβλιά Τσελεμπί, εκατό καράβια και τ’ όνομα του ήταν τότε Πασαλιμάνι.
Μυκηναϊκή Περίοδος
Την πόλη Λάαν αναφέρει πρώτος ο Όμηρος (γύρω στον 8ο αι. π.Χ.) ως μία από τις πόλεις τού βασιλιά της Σπάρτης Μενελάου, από τους Αχαιούς που φαίνεται να έζησαν γύρω στα 1200 π.Χ. : στην Ιλιάδα, στον κατάλογο των νηων, η Λάα παρουσιάζεται ως μία από τις εννέα λακωνικές πόλεις που παίρνουν μέρος στον πόλεμο της Τροίας, επανδρώνοντας τα εξήντα πλοία του στόλου τού Μενελάου.
Άλλη παράδοση, ευρέως γνωστή, έλεγε πως τ’ αδέρφια τής όμορφης συζύγου του Ελένης, οι Διόσκουροι, πολιόρκησαν και κατέλαβαν τη Λα, γι’ αυτό και είχαν το προσωνύμιο Λαπέρσαι (Σοφοκλής 5ος π.Χ., Λυκόφρων 3ος π.Χ., Δίδυμος 1ος π.Χ., Στέφανος Βυζάντιος 6ος μ.Χ.). Οι ίδιοι οι Λάοι -όπως ονομάζονταν οι κάτοικοι (Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.)- έλεγαν πως οι Διόσκουροι, επιστρέφοντας σώοι από την Κολχίδα [και την Αργοναυτική εκστρατεία] έφθασαν στη Λα και ίδρυσαν, στην ακρόπολη της, ναό τής Αθηνάς Ασίας, ομώνυμο με αυτόν της Κολχίδας (Παυσανίας).
Κατά την τοπική παράδοση, που διασώζει ο Περιηγητής, ιδρυτής της πόλης ήταν ο Λας. Ο τάφος του, με αδριάντα, βρισκόταν στο Αράινο (Παυσανίας), κατά πάσα πιθανότητα στον Αγερανό (Ν. Παπαχατζής), στο νότιο άκρο του λιμανιού του Βαθιού.
Καθώς έλεγαν οι κάτοικοι στα 160 μ.Χ., τον ήρωα Λα σκότωσε ο Αχιλλέας, όταν ήρθε στη Λακωνία για να ζητήσει την Ελένη της Σπάρτης για γυναίκα του (Παυσανίας) – και προφανώς θα προσορμίστηκε στο λιμάνι τής Λας. Ο Περιηγητής απορρίπτει, μάλλον λανθασμένα, μέρος τής τοπικής αυτής παράδοσης : θεωρεί πως τον Λα σκότωσε ο φίλος τού Αχιλλέα, Πάτροκλος, ο οποίος συγκαταλεγόταν στους μνηστήρες της Ελένης, και όχι ο Αχιλλέας μια και δεν παρουσιάζεται ως μνηστήρας της στα κείμενα του Ομήρου. Ο Παυσανίας αγνοεί όμως ότι ο ποιητής Ευριπίδης, τον 5ο π.Χ. αιώνα, έγραφε πως ο Αχιλλέας υπήρξε μνηστήρας της Ελένης.
Όπως και εάν είχε, βλέπουμε πως ο ιδρυτής ήρωας Λας, θεωρείτο σύγχρονος με τους ήρωες του Τρωϊκού πολέμου, τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο και πως η δολοφονία του τοποθετείται πριν το γάμο της Ελένης με τον Μενέλαο και συνεπώς πριν τον πόλεμο της Τροίας. Σύγχρονοι του Αχιλλέα και του Πάτροκλου ξέρουμε πως ήταν και οι Διόσκουροι, ήρωες οι οποίοι είχαν πεθάνει και αποθεωθεί λίγο πριν τον πόλεμο αυτό (P. Grimal), που η παράδοση τοποθετεί γύρω στα 1200 π.Χ.
Για την ονοματοθεσία της πόλης μπορεί να γίνει και μια άλλη υπόθεση : ο ήρωας Λας ήταν μυθικό πρόσωπο, που πλάστηκε για να εξηγηθεί το όνομα της και να αποδοθεί η ίδρυση της σε κάποιο γενναίον άντρα, που αναμετρήθηκε μ’ έναν πανελλήνιον ήρωα.
Στα παλαιοχριστιανικά και μόνον χρόνια βρίσκουμε αυτήν την πιο ρεαλιστική εξήγηση : η πόλη Λα ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν χτισμένη σε πέτρα υψηλή (γεωγράφος και γραμματικός Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.). Σύμφωνα μ’ αυτήν άποψη, η Λας, χρωστούσε το όνομα της στη γεωμορφολογία του πρώτου τόπου τής ίδρυσης της, δηλαδή στο πετρώδη λόφο τής Ασίας-Πασσαβά.
Αν ο Λας ήταν υπαρκτό πρόσωπο της αχαϊκής περιόδου, η πόλη στην οποία έδωσε τ’ όνομα του, παρουσιάζεται από τις φιλολογικές πηγές να ιδρύθηκε λίγα χρόνια μετά τα 1250 π.Χ. -λίγο πριν το γάμο της Ελένης και πριν την αποθέωση των Διοσκούρων- και να κατελήφθη απ’ αυτούς μετά από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, πριν τα 1200 π.Χ.
Αν δεν δεχτούμε την ιστορικότητα του ήρωα Λα, η πόλη Λαας, αφού ανήκε στο βασίλειο του Μενελάου, προ του πολέμου της Τροίας, συμπεραίνουμε πως ήταν μια μυκηναϊκή πόλη ήδη χτισμένη λίγο μετά τα 1250 και πριν τα 1200 π.Χ. (πάντα βασισμένοι στην παραδοσιακή χρονολόγηση του πολέμου της Τροίας, γύρω στα 1200 π.Χ.). Έτσι, παραμένει ανοικτή η χρονολογία ίδρυσης της.
Ενώ οι φιλολογικές πηγές αναφερόμενες στα μυκηναϊκά χρόνια της Λας είναι, καθώς είδαμε, αρκετές, τα αρχαιολογικά ευρήματα αυτής της εποχής είναι λιγοστά. Μόνον ένα μεμονωμένο θραύσμα οψιδιανού (μαύρου στιλπνού ηφαιστιογενούς λίθου) από την αρχαία ακρόπολη είναι χωρίς αμφιβολία προϊστορικό (Η. Waterhouse, G. Shipley). Υπάρχουν κάποιοι αινιγματικοί, δυσχρονολόγητοι ογκόλιθοι 1,50 μ επί 0,80 μ (Η. Waterhouse) και κάποια αινιγματικά θραύσματα αγγείων που θεωρήθηκαν υστεροελλαδικής περιόδου (1400-1100 π.Χ.) από τον Πασσαβά (Π. Γιαννακόπουλος), αλλά η χρονολόγηση τους έχει αμφισβητηθεί (Η. Waterhouse).
Για να τεκμηριωθεί απόλυτα η ύπαρξη εγκατάστασης στη μυκηναϊκή εποχή στο λόφο του Πασσαβά απαιτείται, έστω κι αν η διαμόρφωση του εδάφους τη δυσχεραίνει, περαιτέρω αρχαιολογική έρευνα. Παρ’ όλ’ αυτά, όπως από παλιά έχει σημειωθεί, η θέση του Κάστρου «θεωρείται ιδανική για ίδρυση μυκηναϊκής ακρόπολης». Έλληνες και ξένοι ερευνητές, ομόφωνα, θεωρούν πως εκεί βρίσκεται η μυκηναϊκή Λας (πρόσφατα Ν. Παπαχατζής, G. Shipley).
Πρώτα Δωρικά χρόνια
Μετά τα μυκηναϊκά χρόνια και τους Αχαιούς, κύριοι της Σπάρτης έγιναν οι Δωριείς, στα πρωτογεωμετρικά χρόνια (P. Cartledge), γύρω στο 1050 π.Χ., κι έπειτα της νοτιοδυτικής Λακωνίας, όπου βρισκόταν και η Λας. Κατά την παράδοση, ο Ευρυσθένης και ο Προκλής, οι πρώτοι δύο δωριείς βασιλιάδες της Σπάρτης, χώρισαν τότε το βασίλειο σε έξι τμήματα κι έκαναν τη Λα πρωτεύουσα στο ένα απ’ αυτά.
Και, όπως είδαμε πιο πάνω, επέλεξαν να κάνουν το ομώνυμο ευλίμενο λιμάνι της ναύσταθμό τής Σπάρτης/Λακωνίας (ιστορικός Έφορος 4ος π.Χ., γεωγράφος Στράβων 1ος π.Χ.-1ος μ.Χ.). Από τότε, και για πολλούς αιώνες, η Λα αποτελούσε μία από τις περιοικίδες πόλεις της Σπάρτης, υποτελείς στην πρωτεύουσα, με κάποια -σχετική- αυτονομία.
Αρχαϊκή Περίοδος
Ερχόμαστε στα ιστορικά χρόνια, όπου διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή του Χωσιαρίου δίνουν στοιχεία για τη ζωή στην αρχαική περίοδο (700-480 π.Χ.). Τα περισσότερα από αυτά σχετίζονται με τη θρησκευτική ζωή του τόπου, όπως ένα αρχαϊκό κιονόκρανο από πωρόλιθο, που πρέπει να ανήκε σε κάποιον από τους ναούς της περιοχής (Π. Γιαννακόπουλος).
Μία λίθινη ερμαϊκή στήλη, που καταλήγει σε κεφάλι κριού, παρουσιάζει μία ποιμενική θεότητα που λατρευόταν στην περιοχή γύρω στα 500 π.Χ. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για ζωόμορφη αναπαράσταση του μεγάλου δωρικού θεού Απόλλωνα Κάρνειου (θεού των προβάτων, οπότε και των κριών), ο οποίος λατρευόταν από τη Σπάρτη και το Γύθειο ως την Καρδαμύλη (M. Pettersson), και είχε ιερό και άγαλμα στο όρος Κνακάδιον τής Λας (Πολύβιος, Παυσανίας).
Σε γερμανικές ανασκαφές της αρχής του 20ου αι. ανακαλύφθηκε ένα ορειχάλκινο αγαλματίδιο του Πάνα (E. S. Forster), αναπαράσταση της ποιμενικής αυτής θεότητας που θα μπορούσε κάλλιστα να συνδυαστεί με τον Απόλλωνα Κάρνειο και το πιο πάνω κριόμορφο άγαλμα.
Το εύρημα δεν είναι χρονολογημένο και έχει μάλλον χαθεί, αλλά είναι πιθανό να είχε κατασκευαστεί στον 6ο ή τον 5ο π.Χ. αιώνα : σ’ αυτήν την εποχή ανάγεται η συντριπτική πλειοψηφία των ορειχάλκινων ειδωλίων της λακωνικής τέχνης (Ν. Γιαννακόπουλος για αρχαϊκή χρονολόγηση ειδωλίων θεών από το Γύθειο. Ε. Κουρίνου-Πίκουλα για αρχαϊκή χρονολόγηση ειδωλίων ζώων από τη Λακωνία και Μεσσηνία).
Από την περιοχή προέρχεται και το κάτω τμήμα μαρμάρινου αναγλύφου, που παρουσιάζει ανδρική, μάλλον, μορφή με μακρύ χιτώνα και σανδάλια, καθισμένη σε θρόνο που καταλήγει σε πόδια λιονταριού (Π. Γιαννακόπουλος). Το αρχαϊκό αυτό εύρημα πρέπει να θεωρηθεί, όπως και άλλα πολυάριθμα ευρήματα του ιδίου τύπου προερχόμενα από διάφορες περιοχές της Λακωνίας, πως δεν αποτελεί επιτύμβια στήλη αλλά είναι τάμα προσφερμένο στο ιερό κάποιου ήρωα (R. Parker).
Στην αρχαϊκή εποχή ανάγεται ένας τάφος με λίγα κτερίσματα (μικρογραφικά αγγεία) και η επιτύμβια επιγραφή που βρέθηκε δίπλα, γύρω στα 500 π.Χ., η οποία δήλωνε πως ο νεκρός, που το όνομα του ήταν Ερυμνίδας, είχε το, άγνωστο σε μας, αξίωμα του Επιστάτου (Π. Γιαννακόπουλος).
Κλασσική Εποχή
Κατά την κλασσική εποχή (480-330 π.Χ.), η ακρόπολη της Λας οχυρώνεται με περίβολο κατασκευασμένο από πολυγωνικές πέτρες (Π. Γιαννακόπουλος). Στην ανατολική πλευρά του μεσαιωνικού κάστρου του Πασσαβά παρατηρούμε και σήμερα τμήμα τού τείχους, που μοιάζει να είναι αρχαίων χρόνων.
Οι ογκόλιθοι που σώζονται αποτελούν αναμφίβολα δομικό υλικό της αρχαίας οχύρωσης, αλλά το πιθανότερο είναι πως ξαναχρησιμοποιήθηκαν στη μεσαιωνική τειχοδομία : ο τοίχος αυτός δεν πρέπει να είναι στην αρχική του θέση (Η. Waterhouse). Στο λόφο ανακαλύφθηκαν πολλά θραύσματα αγγείων τής κλασσικής περιόδου (Π. Γιαννακόπουλος, Η. Waterhouse).
Ως τον 5ο ή και τον 4ο αιώνα π.Χ., η Λας πρέπει να ήταν η πιο σημαντική πόλη της περιοχής, αφού κι η πόλη στο χώρο του Γυθείου δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί. Γύρω στα 500 π.Χ., ο ναύσταθμος των Λακεδαιμονίων μεταφέρεται από τη Λα στο νεοκατασκευασμένο τεχνητό λιμάνι στην περιοχή του Γυθείου.
Όμως, το λιμάνι της Λας συνεχίζει να χρησιμοποιείται από το ναυτικό της Σπάρτης, αφού κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.) διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν απ’ αυτό (Θουκυδίδης, Α. Κουτσιλιέρης).
Ελληνιστική Περίοδος
Φθάνουμε στην ελληνιστική περίοδο (323 – 146 π.Χ.). Το όνομα τής Λας ξανακούγεται γύρω στα 270 π.Χ., μέσα από την Αλεξάνδρα, ένα μεγάλο ποίημα τού ποιητή Λυκόφρονα από τη Χαλκίδα (Λυκόφρων).
Ο ιστορικός Πολύβιος και ο Παυσανίας διασώζουν και ένα στρατιωτικό γεγονός που έλαβε χώρα εκείνη περίπου την εποχή : στα 219/8 π.Χ., μοίρα Μακεδόνων στρατιωτών του βασιλιά Φιλίππου τού Ε΄ [συμμάχου τών Αχαιών, και αντιπάλου των Αιτωλών και των Ηλείων με τους οποίους είχε ταχθεί η Σπάρτη: Ι. Βίγλας] επιτίθεται και στη Λα, εξορμώντας από το εκεί στρατόπεδο της, δίπλα στο ιερό τού Κάρνειου Απόλλωνα στο όρος Κνακάδιον (ιστορικός Πολύβιος, 2ος π.Χ., Παυσανίας). Το τρόπαιο από τους Μακεδόνες διατηρούσαν οι κάτοικοι και στα 160 μ.Χ., μπροστά στα τείχη της ακρόπολης (Παυσανίας).
Αρχαιολογικά τεκμήρια για τη ζωή στη Λα των ελληνιστικών χρόνων παρέχονται από το λόφο του Πασσαβά, όπου παρατηρήθηκαν πολυάριθμα θραύσματα αγγείων αυτών των χρόνων(Η. Waterhouse). Σ’ αυτήν την περίοδο ανάγεται και μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη, διακοσμημένη με φύλλα άκανθας που βρέθηκε στο Βαθύ (Π. Γιαννακόπουλος).
Τα τελευταία χρόνια της ελληνιστικής περιόδου η Λας βρίσκεται ανάμεσα σε Σπάρτη και Ρώμη. Από τα χρόνια του αχαιού βασιλιά Μενελάου ως και τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας του τυράννου Νάβη (207-192 π.Χ.), η Λας υπαγόταν στη δικαιοδοσία τής Σπάρτης. Για να συγκεντρώσει χρήματα για συγκρότηση στρατού, ο Νάβις πήρε σκληρά μέτρα ενάντια στην τάξη των ευγενών Σπαρτιατών πολιτών, που ήταν και οι οικονομικά ισχυροί. Αυτοί, για να σωθούν, κατέφυγαν στη Λα (ιστορικός Tίτος Λίβιος, 1ος π.Χ.-1ος μ.Χ., Α. Κουτσιλιέρης).
Το 196/5 π.Χ., η Σπάρτη νικήθηκε από τους Ρωμαίους. Με αρχηγό τους τον Τίτο Φλαμινίνο, οι Ρωμαίοι, με συμμάχους τους Ρόδιους, κατέλαβαν και το Γύθειο [δεύτερη τότε πιο σημαντική λακωνική πόλη μετά τη Σπάρτη] και το ανακήρυξαν ελεύθερη πόλη.
Ο ρωμαίος Φλαμινίνος τιμήθηκε ως ελευθερωτής, και ονομάστηκε « ευεργέτης» τού Γυθείου (επιγραφή στον N. Παπαχατζή). Με το τέλους αυτού του πολέμου, που ονομάστηκε λακωνικός, η Σπάρτη του Νάβη χάνει την επαφή με τη θάλασσα : 24 λακωνικές -επί το πλείστον παραθαλάσσιες πόλεις- που ήθελαν να απαλλαγούν από Νάβη, αποσπάστηκαν από τη Σπάρτη. Αποτέλεσαν μία ομοσπονδία, υπό την κηδεμονία των Ρωμαίων και της Συμπολιτείας των Αχαιών, που ονομάστηκε Κοινόν των Λακεδαιμονίων (Α. Κουτσιλιέρης). Μία από αυτές τις πόλεις ήταν και η Λας (Παυσανίας, Ν. Παπαχατζής) η οποία αποκτά τη μεγαλύτερη αυτονομία που είχε ως τότε.
Στα 189 π.Χ. -κι ενώ η Λας ανήκε στο Κοινόν των Λακεδαιμονίων- στη Σπάρτη, οι διάδοχοι του τύραννου Νάβη που ακολουθούσαν την πολιτική του, ανησυχώντας για τις δραστηριότητες των εγκαταστεστημένων πριν λίγα χρόνια στη Λα Σπαρτιατών, οργάνωσαν νυχτερινή επίθεση εναντίον τους. Οι Λάοι και Σπαρτιάτες τής Λας, αν και αιφνιδιάστηκαν, αντιστάθηκαν και τελικά οι σπαρτιάτες στρατιώτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν (ιστορικός Tίτος Λίβιος, 1ος π.Χ.-1ος μ.Χ., Α. Κουτσιλιέρης).
Ας σημειώσουμε εδώ και τρεις αχρονολόγητες αρχαιότητες, που πρέπει να ανάγονται στα προ Ρωμαίων χρόνια. Από την μικρή κοιλάδα, στην τοποθεσία που λεγόταν Χανάκι στις αρχές του 20ου αιώνα « ανακαλύφθηκε ένα δωρικό κτίσμα».
Από εκεί προέρχεται και αχρονολόγητο τμήμα ορειχάλκινης περόνης (καρφίτσας) κορινθιακού εργαστηρίου (E. S. Forster). Στο λόφο Σολωμό, κοντά στο Βαθύ, βρέθηκαν δύο θραύσματα επιτύμβιας μαρμάρινης πλάκας, κοινής για τρεις ή τέσσερις άντρες, τον Διοκλή, τον Ευδαμίδα που ήταν «ιερός» (ταγμένος σε κάποια θεότητα), τον Κλεήρατο και ίσως τον Κλέαρχο. Πρέπει να ανάγεται στα ελληνιστικά χρόνια. Ο Πατσουράκος τη θεωρεί δωρική, εννοώντας προφανώς ότι ανήκει στα προ ρωμαίων χρόνια. (I. Πατσουράκος,W. Kolbe).
Ρωμαϊκή Περίοδος
Από τα 146 π.Χ. όλη η Πελοπόννησος ρωμαιοκρατείται. Στα 21 π.Χ., στην αρχή των αυτοκρατορικών χρόνων, όταν γίνεται αναδιοργάνωση του Κοινού των Λακεδαιμονίων από τον Αύγουστο, η Λας αποτελεί ένα από τα 18 μέλη της ομοσπονδίας που έχει πια το όνομα Κοινόν των Ελευθερολακώνων (Παυσανίας, Ν. Παπαχατζής).
Τα αυτοκρατορικά χρόνια φαίνεται να είναι από τις πιο ευήμερες περιόδους τής Λας. Την εποχή των Σεβήρων, από τα 193 έως τα 217 μ.Χ., η Λας και το Γύθειο αποτελούν τις μοναδικές πόλεις της χερσοννήσου του Ταινάρου, που κόβουν νόμισμα (Α. Τζαμαλής). Έντεκα νομισματικές σειρές που φέρουν την επιγραφή Λάων, όλες χάλκινες και μικρής αξίας, προσφέρουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ιστορία της πόλης.
Ο Ν. Παπαχατζής σημειώνει πως « η Σπάρτη έζησε ειρηνικές μέρες στον καιρό των [ρωμαίων] αυτοκρατόρων ». Το ίδιο έχουμε να πούμε και για τη Λα. Από την αρχή αυτής της περιόδου και μετά δεν έχουμε καμία πληροφορία για πολέμους κι εχθροπραξίες. Η οχυρωμένη ακρόπολη είναι ήδη ερειπωμένη. Αυτή η πιο ειρηνική διάθεση θεωρώ πως αντικατοπτρίζεται και στην επιλογή των αναπαριστάμενων στα νομίσματα θεών : από πολεμικές θεότητες συναντάμε μόνον την Αθηνά, και τον Ηρακλή -εδώ όχι ιδιαίτερα ετοιμοπόλεμο- με το ρόπαλο του ακουμπισμένο στο έδαφος.
Οι υπόλοιπες θεότητες που παρουσιάζονται είναι αυτές που προσφέραν στους πιστούς υγιή, ευχάριστη κι ευτυχισμένη ζωή : ο Ασκληπιός, η Υγεία, η Άρτεμις Κυνηγέτις και η Τύχη (για τις αναπαραστάσεις δείτε F. Imhoof-Blumer και P. Gardner, S. Wide). Πιθανότατα, εκείνη την εποχή οι πιο φιλοπόλεμοι Λάοι να κατατάγονταν σε μισθοφορικά στρατεύματα : πολυάριθμα νομίσματα πελοποννησιακών πόλεων κι ανάμεσα τους ελευθερολακωνικών, που βρέθηκαν στη Συρία και σε άλλες μεσανατολικές χώρες, θεωρούνται πως ανήκαν σε πελοποννήσιους μισθοφόρους που στρατολογήθηκαν για τις εκστρατείες τού Σεβήρου και του Καρακάλλα κατά των Πάρθων (Α. Τζαμαλής).
Στα 160 μ.Χ., η αρχαιότερη πόλη, στο λόφο Ασία είχε ήδη ερειπωθεί και η νεώτερη Λας βρίσκεται στην κοιλάδα. Τα « θέας άξια » της επικράτειας τής Λας ήταν, εκείνη την εποχή, ο ναός της Αθηνάς Ασίας στην ερειπωμένη ακρόπολη Ασία, οι ναοί του Διόνυσου και του Ασκληπιού στο όρος Ίλιον, το άγαλμα ή ιερό του Απόλλωνα Κάρνειου στο όρος Κνακάδιον. Μπροστά στα τείχη της αρχαιότερης πόλης υπήρχε άγαλμα του Ηρακλή, και ένα «αρχαίο»-όπως σημειώνει ο Περιηγητής- άγαλμα του Ερμή ήταν μπροστά ή μέσα στο Γυμνάσιο (Γυμναστήριο) της πόλης, στην κοιλάδα.
Στα περίχωρα της Λας υπήρχαν δύο ιερά : σε ένα ακρωτήριο, δίπλα στη θάλασσα, βρισκόταν ο ναός της Άρτεμης Δίκτυννας και στην ενδοχώρα, ένα κοινό ιερό του Ασκληπιού και της Άρτεμης Δαφναίας, στην τοποθεσία ‘Ύψοι, έως τριάντα στάδια από την πόλη, στα σύνορα με τους Σπαρτιάτες (Παυσανίας). Στα 160 μ.Χ., δηλαδή η Λας -αντίθετα με το Γύθειο- είχε άμεση γειτονία με την επικράτεια τής Σπάρτης, και τα προς αυτήν όρια της απείχαν πέντε με έξι χιλιόμετρα από την πόλη.
Εκτός των νομισμάτων, το μόνο χρονολογήσιμο αρχαιολογικό εύρημα από τη Λα, που ανάγεται στα ρωμαϊκά χρόνια, είναι η ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη ενός παιδιού που πέθανε στα 13 του μόλις χρόνια, κι ονομαζόταν [Θεό?]ξενος. Το μικρό τμήμα της πλάκας που βρέθηκε ήταν στολισμένο με τέσσερα φύλλα κισσού (Ι. Πατσουράκος, Λας).
Η τελευταία χρονολογικά πηγή πληροφοριών για τη Λα είναι τα νομίσματα τής πόλης που αναφέραμε πιο πάνω, τα οποία επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και την ακμή τής πόλης στον 3ο μ.Χ. αιώνα.
Η πόλη Λας, με την ιδιαίτερης σημασίας στρατηγική θέση, υπήρξε μια από τις μακροβιώτερες πόλεις της Λακωνικής, μετά τη Σπάρτη-Αμύκλες και τη μικρή εμπορική εγκατάσταση της Κρανάης (Όμηρος, G. Shipley). Χιλίων πεντακοσίων χρόνων ιστορία έχουν και το Οίτυλο και η Καρδαμύλη (Όμηρος, Ν. Παπαχατζής) και κράτησαν και αυτές το μυκηναϊκό όνομα τους. Αλλά η παρουσία της Λας ήταν πιο έντονη, αφού ήταν μια πόλη που είχε περισσότερους ναούς, και συνεπώς περισσότερους κατοίκους από τις άλλες δύο, έκοψε νόμισμα, και το λιμάνι της ήταν για πολλούς αιώνες αγκυροβόλι κι ορμητήριο του λακωνικού στόλου.
Στην προϊστορική εποχή η Λας ήταν η πιο σημαντική πόλη της περιοχής (Α. Θέμος) και συνεχίζει να ακμάζει περίπου μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα, οπότε τη σκυτάλη παίρνει το Γύθειο. Στα ρωμαϊκά χρόνια, ιδίως στους μεταχριστιανικούς αιώνες, ξαναβρίσκει τη λάμψη της και παρουσιάζεται ως η δεύτερη μετά το Γύθειο σημαντική πόλη της χερσονήσου.
Κλείνοντας, ας σημειώσουμε και μια πληροφορία για τη Λα που δεν είναι ευρέως γνωστή. Στα 1728, κι ενώ η περιοχή του Πασσαβά τουρκοκρατείται (1715-1780), ο Μητροπολίτης Μελέτιος στην Γεωγραφία Παλαιά και Νέα, στο κεφάλαιο Περί της Λακωνικής Επαρχίας, γράφει για τη Λα: « πλησίον αυτού [του ποταμού Σκύρα] ήτον η Λας πόλις, κοινώς Λάσα ». Φαίνεται λοιπόν ότι το αρχαίο ελληνικό όνομα τής Λας πρέπει να διασώθηκε και επί τουρκοκρατίας ως τοπωνύμιο με την ελάχιστη δυνατά γλωσσική αλλοίωση. Όχι μόνον λοιπόν στη μνήμη, αλλά πιθανότατα και στην καθημερινή ζωή, των μεταγενέστερων κατοίκων της περιοχής υπήρχε πάντα η Λας.
Τα τελευταία, ειρηνικά κι ευήμερα χρόνια της αρχαίας Λας ήρθε να ταράξει ο καταστρεπτικός σεισμός του 375 μ.Χ. που έπληξε το Λακωνικό κόλπο και το Γύθειο (N. Scoufopoulos-Stavrolakes) πρέπει να καταβύθισε και μέρος του λιμανιού τής Λας, όχι όμως και την ίδια την πόλη, η οποία βρισκόταν στην ενδοχώρα.
Με τη χαρακτηριστική ελληνική διάθεση για δημιουργία θρύλων, αλλά και την ουσιαστική ανάμνηση, που πέρασε από στόμα σε στόμα, μιας πόλης πολύ ισχυρής – άρα πολυπληθούς – φαίνεται πως γεννήθηκε η ντόπια παράδοση που λέει πως ο σεισμός αυτός καταβύθισε την πόλη και πήρε μαζύ 20.000 ανθρώπους. Αυτή η μυθοπλασία που απορρέει από το θαυμασμό για την αρχαία πέτρινη πόλη είναι συγκινητική, γιατί αποδεικνύει πως ό,τι σεβαστούν οι μανιάτες το αγαπάν, το ομορφαίνουν, κι αυτό, ισχύει εφ’ όρου ζωής.
„Χαλάκι“ από την πόλη Λάσσα του Θιβέτ
Η Αννη Λιναρδάκη είναι υποψήφια διδάκτωρ Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Paris X της Γαλλίας, με θέμα διατριβής «Ο Απόλλωνας στη Λακωνία εκτός της περιοχής της Σπάρτης». Παππούς απ’ τη μητέρα της ήταν ο Νίκωνας Κασιμάκος από το Χωσιάρι (διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών)
Το ανέκδοτο χειρόγραφο του καθηγητή και Επιμελητή των εν Γυθείω αρχαιοτήτων Ιωάννη Πατσουράκου, Το κράτος των Ελευθερολακώνων. Πραγματεία β’. Η Λα, χειρόγραφο, Γύθειο 1903, του οποίου φωτοτυπία μού εμπιστεύτηκαν πρόσφατα οι εκδότες του παρόντος περιοδικού, δεν πρόλαβα να μελετήσω. Συνεπώς στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται μόνον οι επιγραφές της Λας που ανακάλυψε ο Ι. Πατσουράκος και οι οποίες έχουν από παλιά συμπεριληφθεί από τον W. Kolbe στην επιγραφική συλλογή Inscriptiones Graecae V 1.
Η φωτογραφία του αγάλματος του κριόμορφου θεού από τη Λα που παρουσιάζεται εδώ είναι ανέκδοτη και είναι η δεύτερη δημοσιευμένη μετά από αυτήν των Γερμανών ανασκαφέων, στα 1904. Ελήφθη τον Ιούλιο 1994 με άδεια που αιτήθηκα στην Ε΄ Εφορία Προιστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων στις 25.6.1993.
ΛΑΣ. Φιλολογικές πηγές
‘Όμηρος, ’Ιλιάς, Β, στ. 585 (Κατάλογος των νηων), Γ, στ. 443-6 (Κρανάη), Ι, στ. 150-3 (Καρδαμύλη). Σοφοκλης στον Στράβωνα, Γεωγραφικά, VIII, 5, 3 = C. 364.- Ευριπίδης, ‘Ελένη, στ. 99.- Θουκυδίδης, ‘Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, VIII, 91, 92.- ’Έφορος στον Στράβωνα, Γεωγραφικά, VIII, 5, 4 = C. 364.- Σκύλαξ ο νεώτερος, Περίπλους 46.- Λυκόφρων, Αλεξάνδρα, στ. 95 (Λας), στ. 510-511 (Λαπέρσαι).- Πολύβιος, ‘Ιστορίαι, Ε, 19.- Δίδυμος στον Ησύχιο, λήμμα Λαπέρσαι.- Στράβων, Γεωγραφικά, VIII, 5, 3-4 = C. 364.- Tίτος Λίβιος, ΧΧΧVIII, 30 (Λας) και ΧΧΧΙV, 29 (Κατάληψη Γυθείου).- Παυσανίας, Λακωνικά, ΙΙΙ, 24, 6-9 (Λας), 21, 7 (Κοινόν των Ελευθερολακώνων).- ‘Ησύχιος, λήμματα κάρνος, Λαπέρσαι.- Στέφανος Βυζάντιος, λήμμα Λα.- Εβλιά Τσελεμπί, Οδοιπορικό στην Ελλάδα 1668-1671, μετάφ. Δ. ΛΟΥΠΗΣ, Αθήνα 1994, σ. 85 (Κάστρο Πασσαβά).- Μελέτιος, Γεωγραφία Παλαιά και Νέα, επαυξηθείσα και επιδιορθωθείσα υπό Ανθίμου Γαζή, τ. Β, 1807 (1η έκδ.1728), σ. 413.
ΛΑΣ. Βιβλιογραφία