Δεύτερος από επτά αδέλφια στη Ρόδο, επειδή ήταν το πρώτο αγόρι, λειτουργούσε πάντα σαν ο μεγάλος αδελφός. Η παιδική και εφηβική ηλικία δεν ήταν εύκολη για εκείνον, όμως έμαθε από μικρός τι χρειαζόταν: το δικό του προσωπικό χώρο και ένα εισιτήριο για να φύγει από την πόλη του. «Ήταν φτωχικά εκείνα τα χρόνια».
«Η μάνα μου εργαζόταν, καθάριζε σπίτια, μετά δούλευε σε ένα μαγαζί με αλλαντικά. Ο μπαμπάς μου ήταν νοσοκομειακός υπάλληλος. Και όλοι μαζί αγρότες. Δουλέψαμε στο καρπούζι, στις ελιές, στο πεπόνι, στα αμπέλια, στις πατάτες. Το πρωταρχικό μου κίνητρο για να γίνω ηθοποιός ήταν ότι βαριόμουν να διαβάσω. Σκεφτόμουν πώς θα φύγω από τη Ρόδο αν δεν διαβάσω. Το θέατρο ήταν μια καλή λύση. Ήμουν μέτριος μαθητής κι έκανα το λάθος να πάω στην τέταρτη δέσμη, όπου ήταν κάτι φίλοι μου, ενώ αν πήγαινα στην τρίτη, θα μπορούσα να περάσω κάπου. Είχα πολύ καλή εξοικείωση με τα αρχαία. Με έβαζε ο πατέρας μου από μικρό να διαβάζω βίους αγίων, κάτι μεγάλα μαύρα βιβλία στα αρχαία. Αλλά το μυαλό μου τότε ήταν να βάλω στη σάκα παντόφλες, πετσέτα και να φύγω για μπάνιο και ψάρεμα.
Όμως δούλευα από 15 χρόνων, Χριστούγεννα, καλοκαίρι και Πάσχα, στα χωράφια, μπάρμαν, σε φαρμακείο, γιατί είχα δει ότι δεν έπαιζε χαρτζιλίκι. Έφηβος τώρα να μην έχεις φράγκο; Και δεν πληρούσα προϋποθέσεις, έπρεπε να έχεις μηχανάκι για να βγάλεις γκόμενα. Όταν είπα λοιπόν στον πατέρα μου, την ώρα που έτρωγε, ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, του έμεινε η μακαρονάδα στο στομάχι … Διαβάστε περισσότερα στο Ourlife