«Ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό». Φράση που προκάλεσε σάλο όταν ειπώθηκε, αφού εμπλέκει την πολιτική με την ηθική και την αίσθηση δικαίου, διαχρονική και με έρεισμα στο διηνεκές, αφού μεγάλο μέρος του κοινοβουλίου απαρτίζεται από ανθρώπους της νομικής επιστήμης, ήτοι δικηγόρους.
Εδώ γεννάται το ερώτημα, ποια είναι τα ηθικά όρια μεταξύ της επαγγελματικής ιδιότητας του ατόμου, δηλαδή του δικηγόρου κατά την άσκηση των καθηκόντων του που οφείλει να υπερασπίζεται τις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος και τους νόμους κατά την φύση του λειτουργήματός του όταν το ίδιο πρόσωπο καλείται να ασκήσει εκτελεστική και νομοθετική εξουσία εφόσον εκλεχθεί ως Βουλευτής.
Σε μία κοινωνία η οποία συνεχώς αμφιταλαντεύεται μεταξύ του δικαίου και του συμφέροντος, η ύπαρξη σοβαρής, αξιόπιστης και αποτελεσματικής δικαιοσύνης δεν εξαρτάται μόνο από τους δικαστές αλλά από όλους τους λειτουργούς της.
Ο Δικηγόρος συνεπώς, φέρει τεράστια ηθική ευθύνη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Τεράστια ηθική ευθύνη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο φέρει και το πρόσωπο που ασκεί εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, γιατί οφείλει να προασπίζει το δημόσιο συμφέρον και το κοινό καλό.
Τι γίνεται όμως όταν υπάρχει σύγχυση αυτών, στο ίδιο πρόσωπο; Τι ορίζουμε και θεωρούμε ως νόμιμο και ηθικό σε δύο πρόσφατα παραδείγματα που απασχόλησαν την κοινή γνώμη.
Στην πρώτη περίπτωση, αυτή του κ. Κατρούγκαλου, την επαγγελματική ελευθερία του δικηγόρου που ασκεί ελεύθερο επάγγελμα (άρθρο 5 του Συντάγματος) την οποία και αναστέλλει όταν αποκτά την ιδιότητα του Ευρωβουλευτή αναθέτοντας τις υποθέσεις σε συνάδελφό του. Είναι εύλογο ο κ. Κατρούγκαλος πριν αποκτήσει την ιδιότητα του Ευρωβουλευτή και στην συνέχεια του Υπουργού να ασκεί μάχιμη δικηγορία, υπερασπιζόμενος ανθρώπους που είχαν χάσει τις δουλειές τους, τους μισθούς τους ασκώντας αφενός το επάγγελμά του για βιοποριστικούς λόγους και αφετέρου το λειτούργημα του δικηγόρου εφόσον δεν υπάρχει χρονική συγκυρία με την νυν ιδιότητα του.
Στην δεύτερη περίπτωση, αυτή του Μάκη Βορίδη, ο οποίος ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ είχε αναλάβει την υπόθεση με τις δύο ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας (ENERGA και HELLAS POWER), που όπως προέκυψε από την έρευνα των δικαστικών αρχών, το δημόσιο έχασε 270 εκατ. ευρώ, χρήματα που προέρχονται από τους φορολογούμενους Έλληνες πολίτες. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι δυο επίμαχες εταιρείες ως πάροχοι ηλεκτρικού ρεύματος, εισέπρατταν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και το τέλος ακίνητης περιουσίας (αλλιώς χαράτσι) για λογαριασμό της ΔΕΗ, αλλά δεν απέδιδαν τα χρήματα αυτά στο Δημόσιο, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν ζημία η οποία εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 270 εκατομμύρια ευρώ.
Ως δικηγόρος και ο ίδιος θεωρώ εύλογη την προάσπιση των συμφερόντων του εκάστοτε πελάτη μου εφόσον δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, είτε σύγχυση στο πρόσωπο εντολέα και εντολοδόχου.
Εάν θεωρήσω ανήθικη την στάση αμφότερων των ως άνω θα πρέπει να οδηγηθώ στην σκέψη ότι οποιοσδήποτε ήταν δικηγόρος δεν έχει το δικαίωμα να δικηγορεί προτού γίνει ευρωβουλευτής, προτού γίνει Υπουργός. Αντιθέτως είναι μια πολύ φυσιολογική κατάσταση, το να ασκεί το λειτούργημά του και να δίνει μάχες υπέρ αυτών των ανθρώπων εφόσον δεν επέρχεται σύγκρουση συμφερόντων.
Δεν μπορώ όμως να αιτιολογήσω την δεύτερη περίπτωση στην οποία ο φέρων κοινοβουλευτική ιδιότητα, προέβη στην υπεράσπιση ατόμων που φέρονται να προκάλεσαν ζημιά στο Δημόσιο.
Όχι γιατί δεν έχουν το υπέρμετρο δικαίωμα της υπεράσπισης όπως και ο κάθε πολίτης (άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνουν την δικαστική προστασία των πολιτών) και ο κ. Βορίδης το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημα του δικηγόρου, αλλά γιατί στο πρόσωπο του κ. Βορίδη συντρέχουν ηθικά συγκρουόμενες έννοιες, αυτή του Δημοσίου συμφέροντος αφού φέρει κοινοβουλευτική ιδιότητα και του ατομικού συμφέροντος των πελατών του η οποία ζημιώνει το Δημόσιο συμφέρον.
Οι έννοιες της ηθικής και νομιμότητας είναι ρευστές μέσα στον χρόνο με λεπτές ισορροπίες και πάντα αλληλεπιδρούν.
Οι ηθικές αρχές όμως, αντίθετα με τους νόμους, δεν κατοχυρώνονται με νομοθεσία πάντα. Πρόσφατο παράδειγμα προς την κατεύθυνση αυτή είναι η αλλαγή της νομοθεσίας ως προς το bullying με την Κυβέρνηση να φέρνει προς ψήφιση στο νομοσχέδιο για την κατάργηση των φυλακών υψίστης Ασφαλείας διάταξη που έρχεται να καλύψει ένα νομικό κενό που υπάρχει και επισημάνθηκε με την περίπτωση του Βαγγέλη Γιακουμάκη.
Επιπλέον, το αν ο νόμος επιφέρει, τελικά τη δικαιοσύνη σε μία κοινωνία εξαρτάται από τον βαθμό ισότητας με τον οποίο τηρείται η ισονομία και το μέτρο.
Επαφίεται στους επικεφαλής της εκάστοτε πολιτείας να τηρούν και να επιβάλλουν αυτό που ορίζει ο νόμος δίχως να υπεισέρχεται ο οικονομικός παράγοντας, που όλου γνωρίζουμε ότι μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη στο πλαίσιο των διατάξεων της κοινωνίας, αλλά αυτή να απέχει από το κοινό αίσθημα δικαίου.