Στόχος της Τουρκίας, που είναι εμφανώς και εμπράκτως αναθεωρητική δύναμη, ήταν και παραμένει να σύρει την Αθήνα σε ένα διάλογο εφ’ όλης της ύλης σε διμερές επίπεδο, όπου να λάβει όσα περισσότερα μπορεί, αποβλέποντας στη διχοτόμηση του Αιγαίου και την οικοδόμηση συνθηκών συγκυριαρχίας, που συναφώς περιλαμβάνουν και τη συνεκμετάλλευση.
Η Τουρκία επιμένει αδιαλείπτως και παντί τρόπω να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία επί νήσων και βραχονησίδων, πράγμα που δεν είναι καθόλου τυχαίο, αφού ανάγεται στην εκπεφρασμένη στρατηγική στόχευσή της να επιτύχει σε πρώτο στάδιο την ουδετεροποίηση ως προς το καθεστώς κυριαρχίας πλειάδας νήσων και βραχονησίδων ή άλλως μετατροπή τους σε αυτό που από το τέλος της δεκαετίας του 1990 γνωρίζουμε ως «γκρίζα ζώνη».
Η απαίτηση της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση νήσων και βραχονησίδων του Αιγαίου εντάσσεται προδήλως στη στρατηγική της Άγκυρας να καταστήσει τον υπό αναφορά χώρο ευάλωτο και προσιτό στην υλοποίηση των επεκτατικών σχεδίων της, που υπερβαίνουν το Αιγαίο και εκτείνονται στην ευρύτερη μεσογειακή λεκάνη.
Η Τουρκία επιμένει αδιαλείπτως και παντί τρόπω να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία επί νήσων και βραχονησίδων, πράγμα που δεν είναι καθόλου τυχαίο, αφού ανάγεται στην εκπεφρασμένη στρατηγική στόχευσή της να επιτύχει σε πρώτο στάδιο την ουδετεροποίηση ως προς το καθεστώς κυριαρχίας πλειάδας νήσων και βραχονησίδων ή άλλως μετατροπή τους σε αυτό που από το τέλος της δεκαετίας του 1990 γνωρίζουμε ως «γκρίζα ζώνη». Σημειώνεται πως η ως άνω διεκδίκηση αποτελεί στρατηγικό στόχο του συνόλου του τουρκικού πολιτικού συστήματος και όχι μόνο της σημερινής ηγεσίας.
Η ουδετεροποίηση σημαίνει ότι μία πλειάδα νήσων και βραχονησίδων θα τελούν υπό καθεστώς αγνώστου, ακαθορίστου ή αμφισβητούμενης κυριαρχίας, συνθήκη που επιτρέπει στην Τουρκία και σε κάθε άλλη δύναμη να τις διεκδικήσει, δεδομένου πως δεν θα υφίσταται νόμιμη υπεράσπιση των περιοχών αυτών.
Κατά το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης προεβλέπετο πως η ελληνική κυριαρχία θα ασκείτο στα νησιά του Αιγαίου, εκτός από τις Μαυρυές, την Ίμβρο και την Τένεδο, όπου για τα δύο τελευταία οριζόταν καθεστώς αυτοδιοίκησης, που ως γνωστόν παραβιάστηκε μονομερώς από την Τουρκία. Το άρθρο 13 προέβλεπε πως ορισμένες νήσοι, όπως η Μυτιλήνη, η Σάμος, η Χίος και η Ικαρία είχαν την υποχρέωση μερικής αποστρατιωτικοποίησης. Για τα Δωδεκάνησα η αποστρατιωτικοποίηση συνιστούσε μία εκ των προβλέψεων της Συνθήκης των Παρισίων του 1947, στην οποία η Τουρκία δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος.
Παρά ταύτα η Ελλάδα, δεδομένης της τουρκικής επιθετικής, διακηρυγμένης και έμπρακτης πολιτικής έναντι ελληνικών νήσων και βραχονησίδων, πολιτική που εκφράζεται και διά της Στρατιάς του Αιγαίου, εφαρμόζει όχι μόνο το νόμιμο δικαίωμά της, αλλά και την υποχρέωσή της περί αυτοάμυνας, όπως ρητώς προβλέπεται από το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Η στρατιωτικοποίηση περιοχών γενικότερα συνιστά μια ζωτική κίνηση αποτροπής, δεδομένης της επιθετικής στάσης της γειτνιαζούσης χώρας. Είναι γνωστή, εξάλλου, η τουρκική στρατηγική να δημιουργεί ή να αξιοποιεί ευκαιρίες, που θα της επέτρεπαν να αναθεωρήσει το ελληνικό καθεστώς, όπως έπραξε με την Κύπρο το 1974, δεδομένης της αποχώρησης της Ελληνικής Μεραρχίας το 1967.
Η Άγκυρα παραδοσιακά σε στιγμές κρίσεως των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως π.χ., κατά το 1964, 1967 και 1974, ανακινεί το ζήτημα εν γένει της κυριαρχίας νήσων του Αιγαίου, θεωρώντας πως ορισμένα νησιά δεν είναι ελληνικά, προκειμένου να ενισχύσει τη δική της διαπραγματευτική θέση στο ενδεχόμενο διαμόρφωσης συνθηκών διαπραγμάτευσης, όπερ σαφώς και δεν συνιστά καινοφανές φαινόμενο πολιτικής αντιμετώπισης των διαδραματιζομένων στις σχέσεις των δυο χωρών.
Η Ελλάδα παραπέμπουσα ορθώς και στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας, επ’ ουδενί δεν αποδέχεται τις τουρκικές αιτιάσεις ότι παραβιάζει διεθνείς συνθήκες. Η Άγκυρα περαιτέρω, μη αποδεχόμενη την προσέγγιση του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, παραπέμπει σε καθεστώς ειδικών συνθηκών στο Αιγαίο, μη αναγνωρίζοντας σε πλειάδα νήσων την ελληνική κυριαρχία, θεωρώντας ότι ορισμένα τούτων είναι προέκταση του υφάλου της Ανατολίας εξ ου και τουρκικής κυριαρχίας. Η συνέπεια της τουρκικής στρατηγικής αναφέρεται στο γεγονός πως εάν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, ως προνοεί το διεθνές δίκαιο, τούτο εκλαμβάνεται ως αιτία πολέμου.
Εκ των πραγμάτων μια ενδεχόμενη αποστρατιωτικοποίηση θα ενίσχυε τη θέση της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος, καθώς σε ένα τέτοιο υποθετικό σενάριο αποδυναμώνονται ραγδαία οι ελληνικές δυνατότητες αντίδρασης σε μια επιθετική κίνηση της γείτονος.
Πέραν των ανωτέρω, η ελληνική πολιτική ηγεσία οφείλει να γνωρίζει πως στην περίπτωση που τεθεί θέμα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σενάριο που δεν τίθεται σε ρεαλιστικά πλαίσια, τότε η Τουρκία θα επιδιώξει, πέραν των άλλων διεκδικήσεών της, να προβληθεί ενώπιον της διεθνούς δικαιοταξίας και η αποστρατιωτικοποίηση νήσων και βραχονησίδων του Αιγαίου.
Στόχος της Τουρκίας, που είναι εμφανώς και εμπράκτως αναθεωρητική δύναμη, ήταν και παραμένει να σύρει την Αθήνα σε ένα διάλογο εφ’ όλης της ύλης σε διμερές επίπεδο, όπου να λάβει όσα περισσότερα μπορεί, αποβλέποντας στη διχοτόμηση του Αιγαίου και την οικοδόμηση συνθηκών συγκυριαρχίας, που συναφώς περιλαμβάνουν και τη συνεκμετάλλευση.
Εν κατακλείδι, η τουρκική αξίωση για αποστρατιωτικοποίηση νήσων και βραχονησίδων του Αιγαίου εντάσσεται στο υφιστάμενο συνολικό στρατηγικό σχέδιο της Άγκυρας, μέρος του οποίου εν προκειμένω συνιστούν και το αμφιλεγόμενο Τουρκο-λιβυκό σύμφωνο, αλλά και οι αντίστοιχες πολιτικές της Τουρκίας στη Συρία, για να επεκτείνει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την επιρροή της στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών Για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο