Η παράσταση της Βουλής συνεχίζεται, και η πλειοψηφία των πολιτικών θεατών, που έσπευσαν να καταθέσουν πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, απέτυχαν παταγωδώς να αποδώσουν το οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Το δράμα της σύγκρουσης, μεταξύ του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ, της Πλεύσης και της Νέας Αριστεράς από τη μια πλευρά και της κυβερνητικής πλειοψηφίας από την άλλη, εξελίχθηκε με τον γνωστό τρόπο: πολλοί λόγοι, πολλά πυρά, αλλά κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Αυτή τη φορά, το παιχνίδι ήταν ακόμη πιο ξεκάθαρο, με την πρόταση δυσπιστίας να καταψηφίζεται με 293 ψήφους κατά και μόνο 136 υπέρ.
Μάλιστα, από τους ψήφους που καταγράφηκαν, οι 157 προέρχονταν από εκείνους που ακολούθησαν το κόμμα της κυβερνητικής πλειοψηφίας, συνήθως με το «ναι» τους σε οποιαδήποτε πρόταση που ενισχύει την καρέκλα τους. Και εννοείται, όπως είναι φυσικό, η «εγκληματική» απουσία του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος, όπως πάντα, φαίνεται να γνωρίζει πότε να λείπει και πότε να εξαφανίζεται.
O Κ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε την πρόθεσή του να θέσει προς αναθεώρηση το άρθρο 86 του Συντάγματος για τις ευθύνες των υπουργών, φροντίζοντας έτσι να μας υπενθυμίσει ότι τα προβλήματα της διακυβέρνησης δεν είναι ποτέ δικά τους, αλλά πάντα προκύπτουν από «παρεξηγήσεις» ή, εν τέλει, από την ανάγκη μιας ελαστικής νομοθεσίας. Γιατί, αν δεν το καταλάβατε, ποτέ δεν είναι αργά για να αλλάξουν τα πάντα όταν οι ίδιοι αποφασίσουν ότι το θέλουν.
Αυτή η κατάσταση μας δείχνει με κατηγορηματικό τρόπο ότι η αντιπολίτευση, αν και μαζεύτηκε για να φωνάξει, συνεχίζει να παλεύει σε μια μάχη η οποία, δυστυχώς για αυτήν, έχει προδιαγεγραμμένο τέλος.
Είναι προφανές ότι το πολιτικό μας σύστημα μπορεί να έχει το θέαμα, μπορεί να έχει τη δράση, αλλά ποτέ δεν έχει την ουσία. Όπως και πάντα, οι πολίτες μένουν να παρακολουθούν τη διαδικασία με την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει, αλλά γνωρίζοντας καλά ότι η διαχείριση της πολιτικής καθημερινότητας θα παραμείνει ίδια.