Πρώτο σοκ: η Ελλάδα, σύμφωνα με την ειδική μελέτη της εταιρείας συμβούλων ακινήτων GLP Values έχει τους βαρύτερους φόρους κατοχής ακινήτων σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο.
Δεύτερο σοκ: τα στοιχεία της έρευνας είναι από το 2011, έκτοτε στη χώρα μας έχουν επιβληθεί και άλλα φόροι, με τον τελευταίο (ΕΝΦΙΑ) να έχει προκαλέσει θύελλα. Άρα μια επικαιροποίηση των στοιχείων θα έκανε ακόμα πιο δραματικές τις συγκρίσεις.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Ημερησίας, όπως προκύπτει από τα στοιχεία, το βάρος των φόρων κατοχής στην Ελλάδα είναι, απλά, εξωπραγματικό. Το βάρος μεγαλώνει κι άλλο αν σκεφθούμε πως, σε αντίθεση με τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, οι φόροι αυτοί στην Ελλάδα δεν είναι ανταποδοτικοί.
Η έρευνα λαμβάνει υπόψιν της και το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών στην Ελλάδα αλλά και το ποσοστό των φόρων συνολικά επί του ΑΕΠ και όπως προκύπτει. Πραγματοποιεί τρεις προσεγγίσεις του θέματος, κάνει τις απαραίτητες συγκρίσεις με το τι συμβαίνει στις χώρες του ΟΟΣΑ, ενώ δεν παραλείπει και τον παράγοντα της παραοικονομίας και της κατανομής των εισοδημάτων και της ακίνητης περιουσίας.
Πρώτη προσέγγιση: Φόροι ως % του ΑΕΠ το 2011
Σε σχέση με την Ελλάδα, κάποιες χώρες (π.χ., ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς) έχουν μικρότερο % συνολικών φόρων στο ΑΕΠ, μα μεγαλύτερο % φόρων ακινήτων, ειδικά δε, φόρων κατοχής (δηλ. επαναλαμβανομένων φόρων) ακινήτων στο ΑΕΠ.
Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι προφανές πως το πραγματικό φορολογικό βάρος φόρων ακινήτων και δη κατοχής ακινήτων επί των νοικοκυριών (για ίδιο επίπεδο παραοικονομίας και ιδία κατανομή ακίνητης περιουσίας σε σχέση με την κατανομή εισοδήματος) είναι μικρότερο απ’ ότι στην Ελλάδα, παρ’ ότι αυτές οι χώρες έχουν σημαντικά μεγαλύτερο % φόρων ακινήτων (κατοχής ιδίως) στο ΑΕΠ απ’ ότι έχει η Ελλάδα. Επειδή μάλιστα αυτές οι χώρες έχουν λιγότερη παραοικονομία απ’ ότι η Ελλάδα, αλλά και (μάλλον) μια κατανομή ακίνητης περιουσίας πιο κοντά στην κατανομή εισοδήματος απ’ ότι η Ελλάδα, το φορολογικό βάρος των φόρων ακινήτων και δη κατοχής ακινήτων πρέπει να είναι ακόμη μικρότερο σε αυτές.
Τι συμβαίνει αλλού
· Κάποιες χώρες (π.χ., Σουηδία) έχουν σημαντικά μεγαλύτερο % συνολικών φόρων στο ΑΕΠ, μα μικρότερο % φόρων ακινήτων και κατοχής ακινήτων.
· Κάποιες χώρες (π.χ., Γερμανία, Πορτογαλία) έχουν κατά τι μεγαλύτερο % συνολικών φόρων στο ΑΕΠ, μα μικρότερο ως σημαντικά μικρότερο % φόρων ακινήτων και κατοχής ακινήτων.
· Κάποιες (π.χ., Ισπανία) έχουν παρόμοιο % συνολικών φόρων στο ΑΕΠ και παρόμοιο % φόρων ακινήτων και κατοχής ακινήτων.
Δεύτερη προσέγγιση: Διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριών (δηλ. μετά την αφαίρεση όλων των προσωπικών φόρων, άρα και φόρων κατοχής), σε US$ και σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης το 2011
Σε σχέση με τις χώρες του ΟΟΣΑ, ειδικότερα με τις ΗΠΑ, Αυστραλία, Γερμανία, Καναδά, Γαλλία, Σουηδία, Ην. Βασίλειο, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, η Ελλάδα έχει το προτελευταίο διαθέσιμο εισόδημα, ανώτερο μόνο της Πορτογαλίας. Συγκεκριμένα, ΟΟΣΑ = 23,938, Ελλάδα = 19,095, Πορτογαλία = 18,806. Ομως την ίδια στιγμή τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν τα λιγότερα χρηματοοικονομικά διαθέσιμα: ΟΟΣΑ = 42,903. Ελλάδα = 14,004, Πορτογαλία = 29,640! Συνεπώς, οι φόροι κατοχής έχουν μεγαλύτερο βάρος στην Ελλάδα διότι συνδυάζονται με μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα και με μικρότερα χρηματοοικονομικά διαθέσιμα, συνυπολογιζομένου του τι αγοράζουν τα ανωτέρω στην κάθε χώρα.
Τρίτη προσέγγιση: Συνυπολογισμός παραοικονομίας και κατανομών εισοδήματος και ακίνητης περιουσίας
Οσο μεγαλύτερη η παραοικονομία και όσο πιο άνιση η κατανομή εισοδημάτων σε σχέση με την κατανομή ακίνητης περιουσίας, τόσο μεγαλύτερο το βάρος των φόρων κατοχής (γι’ αυτούς που δεν κρύβουν εισόδημα). Συνεπώς η Ελλάδα, με 24.3% παραοικονομία (τη μεγαλύτερη στο Δυτικό κόσμο) και μια ευρύτατη κατανομή ακίνητης περιουσίας (χωρίς αυτό να σημαίνει πως η κατανομή είναι ίση!), επιβαρύνεται ιδιαίτερα απ’ τους φόρους κατοχής (αλλά κι απ’ τους υπόλοιπους φόρους εν γένει, ακριβώς λόγω της παραοικονομίας).
Το συμπέρασμα και απ’ τις τρεις προσεγγίσεις είναι πως το βάρος των φόρων κατοχής επί των ελληνικών νοικοκυριών είναι εξωπραγματικά μεγάλο, με αντίστοιχα μεγάλη συμβολή στην ύφεση της ελληνικής οικονομίας (λόγω μείωσης των διαθέσιμων εισοδημάτων και της κατανάλωσης).
Η μελέτη συμπεραίνει, επίσης, πως τα επιχειρήματα «κατά» της ύπαρξης φόρων κατοχής ακινήτων είναι πιο ισχυρά από τα επιχειρήματα «υπέρ» (τα οποία και συζητεί).
Η μελέτη διαψεύδει επιχειρήματα πως είτε είναι μικρό το συνολικό φορολογικό βάρος των Ελλήνων σε σχέση με τις χώρες του ΟΟΣΑ είτε είναι μικρό ειδικά το βάρος των φόρων κατοχής. Αντιθέτως, είναι το μεγαλύτερο, ειδικά σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα και εν γένει τις οικονομικές δυνατότητες των νοικοκυριών. (Το βάρος, βεβαίως, των φόρων ακινήτων μπορεί να αξιολογηθεί και ως επίπτωση σε κτηματαγορά και οικοδομή, που έχουν υποστεί καθίζηση απ’ το 2009 και μετά. Η μελέτη τονίζει σχετικά πως γι’ αυτήν την καθίζηση πολύ μεγαλύτερο ρόλο, πέραν βεβαίως των αυξομειώσεων του ΑΕΠ, παίζουν οι φόροι κατοχής, των οποίων η επίπτωση εκδιπλώνεται σε βάθος χρόνου, παρά οι φόροι μεταβίβασης, των οποίων η επίδραση τείνει να λαμβάνει χώρα εφάπαξ, κατόπιν, δε, να απορροφάται απ’ την κτηματαγορά.)