Ελπίδες για την οριστική λήξη της πανδημίας του κορωνοϊού δημιουργεί η φαρμακευτική αντιμετώπιση του ιού μέσω αντιϊικών χαπιών.
Τα χάπια θα χορηγούνται εύκολα από το στόμα και θα έχουν εξειδικευμένη δράση κατά του ιού.
Τα φάρμακα αυτά θα μπορούν να παρεμποδίζουν την εξέλιξη της αρχικής λοίμωξης σε σοβαρή νόσο, χωρίς να απαιτείται προσέλευση σε νοσοκομείο, και να μιλάμε πλέον για μια ολοκληρωμένη φαρμακευτική προσέγγιση της λοίμωξης που προκαλείται από τον ιό Sars-Cov-2.
Αρκετά τέτοια μόρια βρίσκονται σε διάφορα στάδια προκλινικής ή κλινικής ανάπτυξης. Από αυτά υπάρχουν τρία ιδιαίτερα ελπιδοφόρα, καθώς βρίσκονται σε προχωρημένα στάδια κλινικών δοκιμών:
Το PF-07321332 της Pfizer, το molnupiravir της Merck & Co (στην Ευρώπη MSD), και το ΑΤ-527 των ΑΤΕΑ / Roche.
Έχουν με επιτυχία ολοκληρώσει την 1η πρώτη φάση των κλινικών δοκιμών και βρίσκονται τώρα σε εξέλιξη μελέτες φάσης 2/3. Προορίζονται για την αντιμετώπιση της Covid-19 σε συμπτωματικούς ενήλικες που δεν ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου και δεν έχουν νοσηλευτεί.
Μονοκλωνικά αντισώματα
Μέχρι στιγμής, εκτός από τα εμβόλια, προσωρινή έγκριση για την πρόληψη της σοβαρής νόσου έχουν λάβει τα μονοκλωνικά αντισώματα.
Η έγκριση αφορά σε ασθενείς υψηλού κινδύνου και για τη χορήγησή τους απαιτείται προσέλευση στο νοσοκομείο. «Τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι χρήσιμα, αλλά είναι ακριβά και δύσχρηστα. Στις ΗΠΑ, όπου είναι διαθέσιμα και έχουν γίνει μεγάλες προμήθειες, αρκετά έχουν μείνει αχρησιμοποίητα σε πολλές πολιτείες.
Αυτό συμβαίνει γιατί η χορήγηση της θεραπείας γίνεται σε νοσοκομείο», αναφέρει στο Insider, o καθηγητής Φαρμακολογίας, Φαρμακογονιδιωματικής και Ιατρικής Ακριβείας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Φαρμακολογίας, Ευάγγελος Μανωλόπουλος.
Σύμφωνα με το σχετικό θεραπευτικό πρωτόκολλο, από τη στιγμή που κάποιος διαγιγνώσκεται με COVID θα πρέπει μέσα σε 48 ώρες να επισκεφθεί νοσοκομείο και να του γίνει έγχυση διάρκειας μίας ώρας. Ωστόσο, ο ίδιος μπορεί να μην εμφανίζει κανένα σύμπτωμα, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να ξεκινούν δύσκολα για το νοσοκομείο, προκειμένου να υποβληθούν σε αυτήν τη διαδικασία.
«Παρά τη διαδικασία θεωρώ ότι τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι χρήσιμα και πρέπει να διατεθούν και στη χώρα μας, όπου έχουμε καθυστερήσει σε αυτό το ζήτημα. Αν και δεν έχουν εγκριθεί στην Ευρώπη, θα μπορούσε να γίνει απευθείας συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με την εταιρεία.
Ωστόσο, έχουμε επιλέξει να ακολουθήσουμε την επίσημη γραμμή της ΕΕ, η οποία ήταν αρκετά συντηρητική στο θέμα αυτό», αναφέρει ο καθηγητής, επισημαίνοντας ότι οι μελέτες για την έγκριση των μονοκλωνικών αντισωμάτων στην Αμερική ήταν των 500 ατόμων, έναντι των 40.000 για την έγκριση των εμβολίων. Πάντως, η ΕΕ έχει ήδη συνάψει κάποιες συμφωνίες για την προμήθεια μονοκλωνικών αντισωμάτων τους τελευταίους μήνες.
Σύμφωνα με τον κ. Μανωλόπουλο, το γεγονός ότι πολλές εταιρείες αναπτύσσουν από του στόματος αντιιϊκα φάρμακα, τα οποία θα χορηγούνται στα αρχικά στάδια της λοίμωξης και θα προλαμβάνουν την εξέλιξη της νόσου, χωρίς να απαιτείται η προσέλευση σε νοσοκομείο, είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρο για την οριστική αντιμετώπιση της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης.
«Είναι σε εξέλιξη αρκετές μελέτες, εκ των οποίων τουλάχιστον τρεις είναι κλινικές για τα φάρμακα που προαναφέρθηκαν. Πρόσφατα, η αμερικανική κυβέρνηση διέθεσε 3 δισ. δολάρια για την επιτάχυνση των μελετών για αντιιϊκα φάρμακα.
Αν η ανθρωπότητα σταθεί τυχερή, όπως ήταν με τα εμβόλια, μπορεί μέχρι το τέλος του χρόνου να ακούσουμε ότι ένα ή περισσότερα από αυτά έχει υψηλή αποτελεσματικότητα και ασφάλεια και υποβάλλεται προς έγκριση. Άρα ενδέχεται από τις αρχές του επόμενου έτους να έχουμε εγκεκριμένο ένα ή περισσότερα αντιιϊκα φάρμακα, που θα χορηγούνται στο αρχικό στάδιο της νόσου», σημειώνει ο καθηγητής.
Όπως ο ίδιος εξηγεί, αυτή τη στιγμή υπάρχουν θεραπείες που χορηγούνται σε άτομα που νοσούν και νοσηλεύονται, με μέτρια ή σοβαρή νόσο, με αποτελεσματικότητα 20-40%. Η ευρεία χορήγηση φαρμάκων, με αποτελεσματικότητα της τάξεως του 70-90%, στα πρώτα στάδια της λοίμωξης, θα αποτελούσε το ιδανικό σενάριο.
«Ο στόχος είναι αυτά τα φάρμακα να χορηγούνται από το στόμα, να είναι φθηνά, όπως τα εμβόλια, και να μπορεί να τα πάρει οποιοσδήποτε προληπτικά έναντι της σοβαρής COVID-19.
Μια τέτοια εξέλιξη, μαζί με τα εμβόλια, θα ολοκλήρωνε τη φαρμακευτική προσέγγιση. Έχουμε τα εμβόλια που αποτρέπουν περίπου στο 80% τη νόσο σε περίπου 80-90% των ατόμων.
Το υπόλοιπο 10-20% που δεν αναπτύσσει επαρκή ανοσία θα προστατεύεται με τα αντιιϊκα φάρμακα, όπως επίσης και οι σπάνιες περιπτώσεις ασθενών χαμηλού κινδύνου οι οποίοι, για αδιευκρίνιστους επί του παρόντος λόγους, νοσούν σοβαρά», αναφέρει, σημειώνοντας ότι λόγω της μείωσης του ιϊκού φορτίου που επιτυγχάνεται με τις αντιιϊκές θεραπείες, ταυτόχρονα θα μειώνεται και η μεταδοτικότητα του ιού.