Πού θα μπορούσε να είναι σήμερα ο διαβόητος έμπορος ναρκωτικών Πάμπλο Εσκομπάρ;
«Πολλοί άνθρωποι θα έλεγαν στην κόλαση… Αν είναι εκεί, σίγουρα έχει air condition», λέει ο γιος του, Σεμπαστιάν Μαροκέν -ή αλλιώς Χουάν Πάμπλο Εσκομπάρ- ο άνθρωπος που έζησε μια παιδική ηλικία που δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος.
Οταν ο Χουάν Πάμπλο Εσκομπάρ Τζούνιορ είχε γενέθλια, μπορούσε να ζητήσει οτιδήποτε -κυριολεκτικά. Η αυτοκρατορία κοκαΐνης του πατέρα του χρηματοδοτούσε μια αμύθητη ζωή: από ελικόπτερα και σπορ αυτοκίνητα, έως χρυσά πιάτα και μια δική του ποδοσφαιρική ομάδα. Τίποτε δεν ήταν εκτός ορίων.
Στο «πικ» του, ο Εσκομπάρ έβγαζε 420 εκατ. δολάρια εβδομαδιαίως από τη διακίνηση ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ. Το 1987, το περιοδικό Forbes τον κατέταξε στην 7η θέση των πιο πλούσιων ανθρώπων στον κόσμο, με προσωπική περιουσία 3 δισ. δολαρίων. Ωστόσο, όλα έχουν το τίμημά τους: ο Εσκομπάρ ενεπλάκη σε έναν «ναρκοπόλεμο» στην Κολομβία, σκοτώνοντας χιλιάδες αστυνομικούς, ντίλερ, αλλά και αθώους πολίτες. Το 1993, παγιδεύτηκε και τον σκότωσαν σε μια ταράτσα.
Η ζωή του Πάμπλο Εσκομπάρ έγινε σίριαλ, που μάλιστα βρίσκεται σταθερά στην κορυφή της τηλεθέασης όπου κι αν προβλήθηκε. Αλλά για τον Σεμπαστιάν, είναι κάτι παραπάνω από ένα σίριαλ: είναι η ιστορία της ζωής του.
Μιλώντας αποκλειστικά στη Mirror Online από το σπίτι του στην Κολομβία, ο Σεμπαστιάν είπε: «Οταν ήμουν 7 ή 8 ετών, ήμασταν στον Παναμά και ο πατέρας μου μου είπε “γιε μου, είμαι ένας επαγγελματίας δολοφόνος”. Από τότε που ήμουν μικρό παιδί, συνέχεια μου έλεγε με τι ασχολούνταν, αλλά φυσικά όταν είσαι 7 ετών δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις το πραγματικό μέγεθος αυτών των λέξεων».
«Ο πατέρας μου με είχε προειδοποιήσει από μικρή ηλικία για τα ναρκωτικά», συνεχίζει ο Σεμπαστιάν. «Οταν ήμουν 8 ετών, μου άπλωσε όλους τους τύπος ναρκωτικών στο τραπέζι, με έβαλε να καθίσω δίπλα του και μου είπε τα πάντα για αυτά: πώς λέγονταν, ποιες επιπτώσεις είχαν, ποια ήταν η όψη τους. Μάλιστα, όταν έγινα 9 ετών με πήγε σε ένα από τα εργοστάσια κοκαΐνης που είχε. Ηθελε να έχω μια ξεκάθαρη εικόνα για τους κινδύνους των ναρκωτικών. Μου έλεγε μάλιστα ότι γενναίος είναι αυτός που δεν τα δοκιμάζει. Κατά παράδοξο τρόπο, αυτός ο άνθρωπος ήταν ο μεγαλύτερος διακινητής ναρκωτικών του τελευταίου αιώνα».
Ενδεχομένως δικαιολογημένα, ως παιδί ο Σεμπαστιάν δεν ήθελε να εστιάζει στη σκοτεινή πλευρά του κόσμου των ναρκωτικών. «Είχαμε τόσο πολλά λεφτά, που δεν ξέραμε τι να τα κάνουμε», λέει. Τα Χριστούγεννα στην Κολομβία, είναι παράδοση να μαγειρεύουν τοπικά φαγητά και να τα δίνουν σε φίλους και συγγενείς. «Η διαφορά ήταν ότι εμείς τα στέλναμε με ελικόπτερο», λέει ο γιος του Πάμπλο Εσκομπάρ.
Και συνεχίζει: «Η μητέρα μου έπαιρνε κάθε εβδομάδα λουλούδια από την πρωτεύουσα Μπογκοτά, με ιδιωτικό τζετ. Το σερβίτσιο μας ήταν από χρυσάφι και είχε σχεδιαστεί από τον Δανό Georg Jensen το 1980. Τα 24 κομμάτια του σερβίτσιου κόστιζαν 400.000 δολάρια. Μάλιστα, οι άνθρωποι του Jensen έλεγαν ότι είχαν πάρει τέτοια παραγγελία μόνο από τη βασιλική οικογένεια. Αλλά από αυτό το σερβίτσιο φάγαμε μόνο δύο φορές. Η γεύση του φαγητού είναι ίδια, είτε τρως από χρυσά πιάτα είτε όχι. Είχαμε σπίτια, διαμερίσματα, αεροπλάνα, αυτοκίνητα, μηχανές, τζετ σκι… Ο πατέρας μου είχε φτιάξει ζωολογικό κήπο, αεροδρόμιο, τεχνητές λίμνες. Είχαμε πάνω από 600 υπαλλήλους εκεί, 60 οχήματα, 10 σπίτια. Δεν υπήρχαν όρια».
Χωρίς αμφιβολία, ο Πάμπλο Εσκομπάρ έγινε ο βασιλιάς της κοκαΐνης χάρη σε έναν ανελέητο πόλεμο. Κατά τις δεκαετίς του 1970 και του 1980, υπολογίζεται ότι συνδέθηκε με περίπου 7.000 θανάτους. Ο Σεμπαστιάν και η υπόλοιπη οικογένεια πέρασαν τα τελευταία χρόνια ζωής του Εσκομπάρ στον δρόμο. Κρύβονταν σε ασφαλή σπίτια και ζούσαν μια ζωή που δεν μπορούσε να συγκριθεί με τα πρότερα χρόνια της χλιδής.
«Ενα συγκεκριμένο μέρος έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου, όταν μας κυνηγούσε η αστυνομία», λέει ο Σεμπαστιάν. «Βρισκόμασταν σε μια γειτονιά στην πόλη Μεντεγίν. Δεν ήξερα πού ακριβώς, γιατί μας μετακινούσαν συνέχεια με καλυμμένα τα πρόσωπά μας. Ο πατέρας μου είχε δώσει εντολή γι’ αυτό, έτσι ώστε σε περίπτωση που μας πιάσουν και μας βασανίσουν, να μην μπορούμε να πούμε πού ήμασταν, επειδή δεν ξέραμε.
»Η αστυνομία είχε περικυκλώσει το σπίτι και μάλιστα είχε βάλει φρουρούς στην είσοδο. Το σπίτι όμως φαινόταν εγκαταλελειμμένο και γι’ αυτό η αστυνομία δεν μπήκε ποτέ μέσα, αλλά εμείς ξεμείναμε από φαγητό και νερό. Το μόνο που είχαμε ήταν εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά, αλλά πεθαίναμε από την πείνα. Δεν μπορούσαμε να φύγουμε από το σπίτι, μολονότι μπορούσαμε με τα λεφτά να αγοράσουμε ολόκληρο σουπερμάρκετ.
»Οι αστυνομικοί βρίσκονταν μόλις 4 εκατοστά μακριά -όσο είναι το πάχος της πόρτας. Ο πατέρας μου κοιτούσε από την κλειδαρότρυπα, αλλά οι αστυνομικοί κοιτούσαν τον δρόμο, όχι το σπίτι. Δεν υπήρχε έξοδος διαφυγής. Ξέραμε ότι αν η αστυνομία έμπαινε μέσα, θα μας σκότωνε όλους. Εκείνες ακριβώς τις στιγμές συνειδητοποίησα το εξής: ποιο είναι το νόημα να έχεις τόσα λεφτά από ναρκωτικά αν δεν έχεις την ελευθερία να βγεις από το σπίτι;».
Μετά τον θάνατο του Εσκομπάρ, ο Σεμπαστιάν μαζί με τη μητέρα του και την αδερφή του διέφυγαν στην Αργεντινή, όπου άλλαξαν τα ονόματά τους και προσπάθησαν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Ωστόσο, τα τοπικά Μέσα τους αποκάλυψαν και τους πήρε πολλά χρόνια μέχρι να επιστρέψουν σε μια μορφή κανονικής ζωής.
Τώρα, ο Σεμπαστιάν έχει γράψει δύο βιβλία για τη ζωή του πατέρα του, το τελευταίο από τα οποία («Πάμπλο Εσκομπάρ: Ο πατέρας μου») εκδόθηκε πριν από λίγες ημέρες. Θεωρεί ότι έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τον πατέρα του;
«Το μόνο πράγμα που πήρα από τον πατέρα μου είναι αυτό το διπλό πηγούνι», λέει αστειευόμενος. «Εχω πάρει το know-how του πατέρα μου για τη βιομηχανία των ναρκωτικών. Αλλά γνωρίζω πολύ καλά τις συνέπειες και γι’ αυτό επέλεξα να μην ακολουθήσω αυτόν τον τρόπο ζωής -γι’ αυτό άλλωστε θεωρώ πως είμαι ακόμα ζωντανός».
»Νομίζω ότι ο πατέρας μου είχε πολλά καλά και κακά μαζί. Ηταν ένας πολύπλοκος άνθρωπος. Η ζωή του άλλαζε συνεχώς από μέρα σε μέρα. Ηταν πολύ δύσκολο να τον καταλάβει κάποιος. Ο,τι είναι αμαρτία στα μάτια του ανθρώπου δεν είναι στα μάτια του Θεού».