O μάντης Μεγιστίας, το τέλος του Εφιάλτη και η ιστορική αλήθεια για τους «300».
Η μάχη των Θερμοπυλών, που έγινε στα τέλη Αυγούστου (κατά την επικρατέστερη εκδοχή) του 480 π.Χ., αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά γεγονότα όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. Έχουν γραφτεί γι’ αυτήν χιλιάδες άρθρα και βιβλία, ενώ δεν άφησε ανεπηρέαστη και την τέχνη.
Στο άρθρο αυτό, θα επικεντρωθούμε, κυρίως, σε σχετικά άγνωστες λεπτομέρειες της μάχης. Βασική πηγή γι’ αυτήν, είναι ο “πατέρας της ιστορίας” Ηρόδοτος.
Κατά την αρχαιότητα, η περιοχή των Θερμοπυλών, διέφερε πολύ από την εικόνα που έχει σήμερα. Ο Στράβωνας (64 π.Χ. – 19 μ.Χ.), τοποθετεί τα στενά μεταξύ του Μαλιακού Κόλπου και του όρους Καλλίδρομο. Ο Σπερχειός και οι παραπόταμοί του, δημιούργησαν με τις προσχώσεις τους, τους επόμενους αιώνες, τη σημερινή κοιλάδα.
Κατά τη δεύτερη περσική εκστρατεία στην Ελλάδα, υπό την αρχηγία του Ξέρξη, ο στρατός των Μήδων, αφού διέσχισε τη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, στρατοπέδευσε κοντά στην Τραχίνια, ανάμεσα στους ποταμούς Μέλα και Ασωπό. Υπολογίζεται ότι ο Ξέρξης είχε μαζί του 300.000 – 400.000 στρατιώτες.
Οι Έλληνες, στο συνέδριο της Κορίνθου (481 π.Χ.) επέλεξαν ως καταλληλότερη τοποθεσία για την αντιμετώπιση των Περσών, το στενό των Θερμοπυλών. Επικεφαλής των Ελλήνων, ήταν ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας Α’, γιος του Αναξανδρίδα Β’ και ετεροθαλής αδελφός του Κλεομένη Α’ τον οποίο και διαδέχθηκε. Παντρεύτηκε μάλιστα την κόρη του, Γοργώ και απέκτησε μαζί της ένα γιο, τον Πλείσταρχο. Συνολικά, ο Λεωνίδας είχε 6.200 άνδρες, που είχαν στρατοπεδεύσει στα Στενά των Θερμοπυλών, πίσω από ένα τείχος που είχαν χτίσει οι Φωκείς και ενίσχυσαν με πρόσθετα οχυρωματικά έργα.
Οι Αθηναίοι έστειλαν όλους τους άνδρες τους με τον στόλο στο Αρτεμίσιο και δεν διέθεσαν στρατό στον Λεωνίδα.
Μολών Λαβέ
Ο Ξέρξης, αρχικά, υπολόγιζε ότι οι Έλληνες θα υποχωρούσαν μπροστά στον όγκο του στρατεύματός του. Όταν αυτό δεν έγινε, έστειλε κήρυκες στον Λεωνίδα ζητώντας την παράδοση των όπλων. Η περήφανη απάντηση του Σπαρτιάτη βασιλιά “Μολών Λαβέ” (όπως αναφέρει ο Πλούταρχος), του χάρισε υστεροφημία και τον κατέταξε στις θρυλικές μορφές της παγκόσμιας ιστορίας…
Οργισμένος, ο Ξέρξης διέταξε επίθεση εναντίον των Ελλήνων. Όλες οι επιθετικές ενέργειες των δύο πρώτων ημερών αποκρούστηκαν από τους άνδρες του Λεωνίδα. Αυτό οφειλόταν στη στρατηγική του Σπαρτιάτη βασιλιά, στην υπεροχή των Ελλήνων σε οπλισμό και στη στενότητα του χώρου, που δεν επέτρεπε στους Πέρσες να αναπτυχθούν σε πλάτος και να αξιοποιήσουν τους εξαίρετους τοξότες τους. Ωστόσο, την τρίτη μέρα, τα πράγματα άλλαξαν… Ένας κάτοικος της Τραχίνιας, ο Εφιάλτης, γνώστης της περιοχής, υπέδειξε στον Ξέρξη το ορεινό πέρασμα (μονοπάτι) της Ανοπαίας ατραπού, που περνώντας από το όρος Καλλίδρομο, κατέληγε στα μετόπισθεν των Ελλήνων.
Μην έχοντας άλλη επιλογή, ο Ξέρξης δέχθηκε τη συμβουλή του Εφιάλτη και έστειλε τον Υδάρνη, επικεφαλής του επίλεκτου σώματος των Αθανάτων, να κυκλώσει τους Έλληνες. Ο Λεωνίδας είχε αναθέσει τη φύλαξη της Ανοπαίας ατραπού, σε χίλιους Φωκείς, οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν από την κίνηση των Περσών και έφυγαν χωρίς καμία αντίσταση.
Σε λίγο, έφτασε η είδηση στο ελληνικό στρατόπεδο. Ο Λεωνίδας, βλέποντας πλέον ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αντιμετωπίσει τους Πέρσες, διέταξε τους συμμάχους του να φύγουν για να γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο. Τελικά, με 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς πολέμησε γενναία, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους Πέρσες. Οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες και αφού ο Λεωνίδας είχε ήδη σκοτωθεί, υποχώρησαν πίσω από το τείχος των Φωκέων, στον λόφο του Κολωνού, όπου μετά από μια άνιση μάχη με τους άνδρες του Υδάρνη, σκοτώθηκαν όλοι.
Η γενναία αντίσταση του Λεωνίδα και των ανδρών του καθυστέρησε την κάθοδο των Περσών προς την Αθήνα, έδωσε τον χρόνο στον ελληνικό στόλο που ναυμαχούσε στο Αρτεμίσιο να υποχωρήσει έγκαιρα στα λιμάνια της Αττικής και το γεγονός της θυσίας τους, χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα υπακοής στους νόμους και εκτέλεσης του χρέους προς την πατρίδα.
Ο μάντης Μεγιστίας: Έμεινε δίπλα στον Λεωνίδα αν και «είδε» το θάνατό του Όπως όμως σε κάθε μεγάλη μάχη, έτσι και σ’ αυτή των Θερμοπυλών, υπάρχουν κάποια πρόσωπα και γεγονότα που δεν είναι ευρέως γνωστά.
Ο Μεγιστίας ήταν μάντης από την Ακαρνανία. Βρισκόταν στις Θερμοπύλες, κοντά στον Λεωνίδα και προέβλεψε την εξέλιξη της μάχης και το επερχόμενο τέλος όλων (“… Μάντιος, ος τότε Κήρας επερχομένας σάφα ειδώς…”). Ωστόσο, ήταν ο μόνος, μαζί με τους Θεσπιείς, που έμεινε να πολεμήσει μαζί με τους Σπαρτιάτες.
Περήφανοι οι συμπατριώτες του, ανέθεσαν στον σπουδαίο επιγραμματοποιό και φίλο του Μεγιστία, Σιμωνίδη τον Κείο, να γράψει ένα επίγραμμα στον τάφο του “Αυτός εδώ, είναι ο τάφος του δοξασμένου Μεγιστία που κάποτε τον σκότωσαν οι Μήδοι όταν πέρασαν τον Σπερχειό, του μάντη που ενώ γνώριζε καλά πως πλησιάζει ο θάνατος δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει τον βασιλιά της Σπάρτης”.
Πόσοι ήταν τελικά οι «300»; Το δεύτερο γεγονός που θα εξετάσουμε είναι αν ήταν όντως 300 οι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα. Φαίνεται ότι τελικά δεν ήταν 300 αλλά 298. Τι είχε γίνει;
Ο Λεωνίδας διέταξε τον Παντίτη, ένα από τους άνδρες του, να μεταβεί στη Θεσσαλία για να ζητήσει ενισχύσεις. Όταν επέστρεψε στις Θερμοπύλες, είδε όλους τους συντρόφους του νεκρούς. Γυρίζοντας στη Σπάρτη, κατηγορήθηκε για δειλία. Μην αντέχοντας να ζει μ’ αυτή την κατηγορία, κρεμάστηκε, δίνοντας τέλος στη ζωή του.
Ο Αριστόδημος, λίγο πριν τη μάχη, έχασε το ένα μάτι του λόγω μόλυνσης, όπως και ο Εύρυτος. Ο Λεωνίδας τους διέταξε να επιστρέψουν στη Σπάρτη. Ο Εύρυτος ωστόσο, έμεινε, πολέμησε και σκοτώθηκε ενώ ο Αριστόδημος γύρισε στην πατρίδα του. Εκεί συνάντησε γενική περιφρόνηση και ονομάστηκε “τρέσας”, εκείνος δηλαδή που δείλιασε. Όμως, τον επόμενο χρόνο, πήρε μέρος στη μάχη των Πλαταιών πολεμώντας γενναία και παράτολμα. Κατά μία εκδοχή σκοτώθηκε, ενώ σύμφωνα με άλλη, τραυματίστηκε βαριά και έζησε τουλάχιστον ως τη μάχη του Ευρυμέδοντα (470 π.Χ.), στην οποία ο Κίμωνας νίκησε τους Πέρσες.
Το τέλος του Εφιάλτη Στον Εφιάλτη αναφερθήκαμε και παραπάνω. Το όνομά του έγινε συνώνυμο του προδότη.
Αν και όλοι γνωρίζουμε τον Εφιάλτη, πόσοι ξέρουν τι απέγινε μετά τη μάχη των Θερμοπυλών; Ήταν γιος του Ευρύδημου, Τραχίνιος, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή. Μετά τη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.), κατέφυγε στη Θεσσαλία θέλοντας να αποφύγει τη σύλληψη καθώς “οι πυλαγόρες” (οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο) της Δελφικής Αμφικτιονίας τον είχαν επικηρύξει με μεγάλο ποσό. Το 469 π.Χ. επέστρεψε στην Αντίκυρα, όπου δολοφονήθηκε από τον επίσης Τραχίνιο Αθηνάδη. Οι Σπαρτιάτες για την πράξη του αυτή, τίμησαν τον Αθηνάδη ως ήρωα.
Η επικήρυξη του Εφιάλτη και η ηρωοποίηση του Αθηνάδη κάνουν πολύ λίγο πιθανές τις εκδοχές να οδήγησαν μέσω της Ανοπαίας ατραπού τους Πέρσες στα νώτα των Ελλήνων κάποιοι άλλοι.
Ο Ονήτης από την Κάρυστο και ο Κορυδαλλός από την Αντίκυρα, σύμφωνα με παράδοση σύγχρονη του Ηρόδοτου ή οι αρχηγοί των Τραχινίων Καλλιάδης και Τιμαφέρνης, σύμφωνα με τον Κτησία.