Ακόμη και μια μικρή αλλά σταθερή αύξηση της χοληστερίνης μετά τα 35, μπορεί να έχει μακροχρόνιες συνέπειες για την καρδιά.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα νέας αμερικανικής επιστημονικής έρευνας, όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα παραμένει υψηλή η χοληστερίνη, τόσο αυξάνει ο καρδιαγγειακός κίνδυνος. Κάθε δεκαετία με αυξημένους δείκτες χοληστερίνης (υπερλιπιδαιμίας) αυξάνει τον κίνδυνο καρδιοπάθειας (στεφανιαίας νόσου) κατά περίπου 40%.
Οι ερευνητές του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Ντιουκ, με επικεφαλής την καρδιολόγο Αν-Μαρί Ναβάρ-Μπογκάν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό καρδιολογικό περιοδικό “Circulation”, μελέτησαν επί 20 χρόνια 1.478 άτομα με μέση ηλικία 55 ετών. Όλοι έκαναν τακτικό έλεγχο στη χοληστερίνη τους κατά την προηγούμενη εικοσαετία.
Η μελέτη έδειξε ότι όσοι είχαν υψηλή χοληστερίνη επί 11 έως 20 χρόνια, είχαν κατά μέσο όρο 16,5% κίνδυνο καρδιοπάθειας, ενώ όσοι είχαν υψηλή χοληστερίνη επί ένα έως δέκα χρόνια, είχαν μικρότερο κίνδυνο (8,1%). Όσοι δεν είχαν ποτέ υψηλή χοληστερίνη, είχαν κίνδυνο μόνο 4,4%.
Οι ερευνητές συμπέραναν ότι για ορισμένους τουλάχιστον ανθρώπους με αυξημένη χοληστερίνη θα ωφελούσε μια πιο έγκαιρη και επιθετική θεραπεία με φάρμακα (στατίνες). Επεσήμαναν πάντως ότι δεν υπάρχουν στοιχεία σε βάθος χρόνου για το κατά πόσο είναι ασφαλές να παίρνει κανείς στατίνες επί δεκαετίες συνεχώς. Γι’ αυτό, τόνισαν ότι ήλθε η ώρα να μελετηθούν οι δυνητικές ωφέλειες από μια μακρόχρονη θεραπεία με στατίνες.
Όπως είπε η Αν-Μαρί Ναβάρ-Μπογκάν, «δεν χρειάζεται να ξεκινήσει τις στατίνες κάθε 35χρονος με ελαφρώς έως μέτρια αυξημένη χοληστερίνη, αλλά οι νεαροί ενήλικες θα πρέπει να έχουν επίγνωση για τον μελλοντικό κίνδυνο που διατρέχει η καρδιά τους».
«Οι πλάκες στις αρτηρίες που σπάνε και προκαλούν εμφράγματα αργότερα στη ζωή, κάνουν χρόνια για να αναπτυχθούν. Αυτό που συμβαίνει στα αιμοφόρα αγγεία -και ιδίως τα επίπεδα της χοληστερίνης- κατά την τρίτη και τέταρτη δεκαετίας της ζωής, επηρεάζει την υγεία της καρδιάς μετά τα 50, τα 60 ή τα 70», πρόσθεσε.
Οι ερευνητές παρομοίασαν τις σωρευτικές συνέπειες της χρόνιας υψηλής χοληστερίνης με τις συνέπειες λόγω του καπνίσματος επί χρόνια. Οι ερευνητές βρήκαν ότι το πρόβλημα αφορά όσους έχουν «κακή» χοληστερίνη (LDL) πάνω από 130, καθώς και ολική χοληστερίνη μείον την «καλή» (HDL) πάνω από 160.
Η Αν-Μαρί Ναβάρ-Μπογκάν επεσήμανε ότι «οι συνέπειες φαίνεται να είναι πιο μεγάλες μεταξύ των ενηλίκων που είναι υγιείς κατά τα άλλα. Έτσι, ακόμη κι αν κανείς ελέγχει κάθε τι στη ζωή του -δεν καπνίζει, δεν έχει υψηλή πίεση, έχει φυσιολογικό βάρος- αν έχει υψηλή χοληστερίνη για πολλά χρόνια, πάλι μπορεί να αντιμετωπίσει προβλήματα σε βάθος χρόνου».