Το πολύ αλάτι επιβαρύνει την καρδιαγγειακή υγεία των νεότερων ανθρώπων περισσότερο απ’ ότι των ηλικιωμένων, σύμφωνα με επιστήμονες από τις ΗΠΑ με επικεφαλής έναν Έλληνα καθηγητή.
Μελετώντας ομάδα 2.642 εθελοντών, ηλικίας 71 έως 80 ετών, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι θάνατοι από καρδιαγγειακά αίτια ήταν παραπλήσιοι είτε κατανάλωναν λιγότερα από 1.500 χιλιοστά του γραμμαρίου (mg) νάτριο την ημέρα είτε περισσότερα από 2.300 mg.
Τα 1.500 mg νατρίου αντιστοιχούν σε 3,75 γραμμάρια αλάτι (όσα περιέχουν τα 3/4 κουταλάκια του γλυκού αλάτι), ενώ τα 2.300 mg σε 6 γραμμάρια αλάτι (ή ένα κουταλάκι του γλυκού αλάτι).
Ως ιδεώδης ημερήσια πρόσληψη αλατιού στις ηλικίες άνω των 50 ετών θεωρούνται τα 1.500 mg νάτριο αλλά μελέτες δείχνουν πως στη Δύση είναι, σε όλες τις ηλικίες, πολύ υψηλότερη. Στη χώρα μας λ.χ. μελέτες του Πανεπιστημίου Κρήτης την έχουν προσδιορίσει σε 10 ή περισσότερα γραμμάτια αλάτι την ημέρα.
Την μελέτη έκανε ο δρ Ανδρέας Καλογερόπουλος, επίκουρος καθηγητής Καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο Emory, στην Ατλάντα, και συνεργάτες του από τέσσερα άλλα πανεπιστήμια των ΗΠΑ.
Όπως γράφουν οι ερευνητές στην επιθεώρηση «JAMA Internal Medicine», παρακολούθησαν επί μία δεκαετία την πορεία της υγείας των εθελοντών. Στο διάστημα αυτό, οι 881 έχασαν τη ζωή τους, οι 572 εκδήλωσαν στεφανιαία νόσο και οι 398 παρουσίασαν καρδιακή ανεπάρκεια.
Κατά την έναρξη της μελέτης οι εθελοντές είχαν συμπληρώσει ειδικό ερωτηματολόγιο διατροφής, για να υπολογιστεί η κατανάλωση άλατος. Στη συνέχεια χώρισαν τους εθελοντές τους σε τρεις ομάδες: σε όσους κατανάλωναν λιγότερα από 1.500 mg νάτριο, σε όσους κατανάλωναν 1.500-2.300 mg και όσους κατανάλωναν πάνω από 2.300 mg.
Η θνησιμότητα στην δεκαετία ήταν 33,8%, 30,7% και 35,2% αντιστοίχως στις τρεις ομάδες, ενώ ο κίνδυνος στεφανιαίας νόσου και καρδιακής ανεπάρκειας ήταν σχεδόν ίδιος στις τρεις ομάδες.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι ίσως το αλάτι δεν επιβαρύνει τόσο πολύ την καρδιαγγειακή υγεία των ηλικιωμένων, όσο των νεώτερων ανθρώπων.
Ωστόσο οι ερευνητές επισημαίνουν ότι επειδή η μελέτη βασίσθηκε σε όσα δήλωσαν οι εθελοντές και όχι σε επιστημονικές καταγραφές της διατροφής τους, θα πρέπει να διεξαχθούν προσεκτικά σχεδιασμένες μελέτες, πριν εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα.