Ήταν 1987, μια παρέα πιτσιρικάδων αποφασίζουμε να πάμε σινεμά για να δούμε μια ταινία που είχαμε ακούσει πως είναι πολύ καλή, ο τίτλος της «Καλημέρα Βιετνάμ». Αυτή αποτέλεσε και την πρώτη μου ουσιαστικά επαφή με τον ηθοποιό Ρόμπιν Γουίλιαμς. Η αλήθεια είναι πως εκείνη την περίοδο, όπως είναι φυσικό άλλωστε, δεν είχα «δει», όλα όσα ανακάλυψα αργότερα γύρω από την ταινία και τον πρωταγωνιστή της. Αυτό που είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, όχι μόνο σε εμένα αλλά και σε ολόκληρη την παρέα, ήταν το χαρακτηριστικό «Goooooooooooooood morning Vieeeeeeeeeeeeetnam» που χρησιμοποιούσε ο Γουίλιαμς κατά την διάρκεια της υποτιθέμενης ραδιοφωνικής του εκπομπής.
Ήταν μερικά χρόνια αργότερα όταν συνειδητοποιούσα πως ο χαρακτήρας που υποδυόταν ο Γουίλιαμς στην συγκεκριμένη ταινία δεν ήταν ο ανάλαφρος dj που πίστευα. Ήταν ένας χαρακτήρας με τεράστια εσωτερική σύγκρουση, υποχρεωμένος να προκαλεί το γέλιο σε αυτούς που αντιμετώπιζαν καθημερινά τον θάνατο στα πεδία των μαχών και παράλληλα βαθιά απογοητευμένος για τη φρίκη και τη θηριωδία ενός πολέμου που θεωρούσε άδικο.
Τα χρόνια περνούσαν και εγώ ανακάλυπτα και άλλες ταινίες μέσα από τις οποίες ο Ρόμπιν Γουίλιαμς ξεδίπλωνε το ταλέντο της τέχνης του, ταινίες στις οποίες μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που προσέγγιζε τον ήρωα του, ταινίες που ακόμη και να μην το ήθελες φορτιζόσουν συναισθηματικά γιατί αυτός ο μεσαίου αναστήματος συμπαθητικός κύριος κατάφερνε να σε «βάζει» στην ψυχολογία και την ψυχοσύνθεση του ήρωά του. Πώς να ξεχάσω τα «Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών» (Dead Poets Society, 1989), «Ο βασιλιάς της μοναξιάς» (The Fisher King, 1991) και «Ο Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ» (Good Will Hunting, 1997).
Τι και αν για πολλούς δεν αποτελούσε τον μεγάλο αστέρα με το ανάλογο lifestyle, τι και αν έπαιξε σε μία σειρά ταινιών εμπορικού χαρακτήρα, τι και αν δεν βραβεύτηκε με όσα βραβεία θα έπρεπε να είχε βραβευτεί; (Όσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου το 1997 για την ταινία «Ο Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ», είχε προταθεί άλλες τρεις φορές για βραβείο Όσκαρ Ά ανδρικού ρόλου. Έλαβε επίσης δύο βραβεία Emmy, τέσσερις Χρυσές Σφαίρες, δύο βραβεία Screen Actors Guild και πέντε βραβεία Grammy) Όλα αυτά δεν μπορούν να διαγράψουν το μοναδικό του ταλέντο, την υποκριτική του φύση, που άλλοτε περπατούσε στο τεντωμένο σχοινί του δράματος και άλλοτε στη χαλαρότητα της κωμωδίας.
Και αν οι περισσότεροι θα τον θυμάστε για το άφθονο γέλιο που σας χάρισε μέσα από μία σειρά ταινιών, εγώ θα τον θυμάμαι γιατί υπήρξε ο καλύτερος Ποπάι τον παιδικών μου χρόνων, ο πραγματικός Πήτερ Παν που δεν ήθελε να μεγαλώσει ποτέ, ένας ηθοποιός που μπορούσε με την ίδια ευκολία να με κάνει να γελάσω, όσο και να δακρύσω.