Οι ανησυχίες από τις συνέπειες του εμπορικού πολέμου ΕΕ-Ρωσίας – Τα αρμόδια υπουργεία εκτιμούν ότι μέχρι στιγμής το πρόβλημα δεν έχει δραματικές διαστάσεις
Τα φορτηγά με τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα που γύρισαν πίσω από την Ρωσία έφεραν την κυβέρνηση αντιμέτωπη με τις συνέπειες του ρωσικού εμπάργκο και του ιδιόμορφου εμπορικού πολέμου Ρωσίας-ΕΕ.
Αν και με τα δεδομένα που υπάρχουν η ζημιά δεν είναι μεγάλη η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν επιτρέπει έστω και μικρές απώλειες εισοδημάτων που θα επιφέρουν και αντίστοιχες κοινωνικές αντιδράσεις.
Πέρα από τις πολιτικές κορώνες όπως η δήθεν επικοινωνία του υπουργείου Εξωτερικών με την ρωσική κυβέρνηση και το αίτημα για εξαίρεση των ελληνικών προϊόντων η Αθήνα διερευνά την δυνατότητα να διεκδικήσει ευρωπαϊκές αποζημιώσεις για την αγροτική παραγωγή που θα μείνει αδιάθετη. Ήδη έχουν γίνει συσκέψεις τόσο στο επίπεδο των αρμόδιων υπουργών Οικονομικών, Αγροτικής Ανάπτυξης και Εξωτερικών όσο και των υπηρεσιακών παραγόντων για την αναζήτηση λύσεων. Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό και αντίστοιχη θα πρέπει να είναι η λύση με την έννοια ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε το εμπάργκο και εκείνη είναι που θα πρέπει να αποζημιώσει τους παραγωγούς που πλήττονται. Μετά την σύσκεψη που έγινε το υπουργείο Οικονομικών επισημαίνει ότι η η ελληνική κυβέρνηση παρενέβη έγκαιρα ζητώντας την κινητοποίηση της ΕΕ και την προστασία των ευρωπαϊκών προϊόντων κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ουκρανία, πριν ακόμα ληφθεί η απόφαση για το ρωσικό εμπάργκο.
Τα αρμόδια υπουργεία εκτιμούν ότι μέχρι στιγμής το πρόβλημα δεν έχει δραματικές διαστάσεις αφού το σύνολο των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων προς την Ρωσία ανέρχεται σε 180 εκατομμύρια ευρώ και από αυτά τα 100 εκατομμύρια αφορούν τα προιόντα στα οποία επιβλήθηκε εμπάργκο ενώ ένα ποσό έχει ήδη εξαχθεί. Πάντως από τις αρμόδιες υπηρεσίες ξεκίνησε η διαδικασία της καταγραφής ώστε να υπάρξει ακριβής εικόνα και να γίνει η διεκδίκηση των αποζημιώσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μέχρι στιγμής το πρόβλημα από τον εμπορικό πόλεμο ΕΕ-Ρωσίας δεν είναι μεγάλο και θεωρείται αντιμετωπίσιμο. Οι προβληματισμοί τόσο στην Αθήνα όσο και στις Βρυξέλλες και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες εστιάζονται στο τι θα γίνει αν ο οικονομικός πόλεμος κλιμακωθεί και επεκταθεί σε βιομηχανικά προϊόντα που είναι ο κύριος όγκος των συναλλαγών Γερμανίας – Ρωσίας ή γενικευθεί με περιορισμούς στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης σε φυσικό αέριο. Το ερώτημα είναι σε τι βαθμό μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να διαχωρίσει την θέση της από τις Ηνωμένες Πολιτείες που επέβαλαν τα αρχικά μέτρα εναντίον της Ρωσίας και υποχρέωσαν την Ευρώπη να συμμετάσχει. Στο ζήτημα εμπλέκεται η Γερμανία με την αποτυχημένη πολιτική που ακολούθησε όταν έστειλε στις αρχές του έτους τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Βεστερβέλε στην Ουκρανία να υποθάλπει την αντίδραση κατά του Γιανουκόβιτς ευνοώντας την επικράτηση των νεοναζιστών. Για την Γερμανία το πρόβλημα είναι μείζον αφού ήδη έχει πληγεί και αναστέλλεται το ανατολικό άνοιγμα που φιλοτέχνησε και ξεκίνησε ο πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ -ο οποίος αργότερα κατέλαβε σημαντική θέση στην Gazprom- και κορυφώθηκε επί Μέρκελ που όμως χρεώνεται τους αποτυχημένους χειρισμούς στο ουκρανικό. Προς το παρόν το πρόβλημα για την Γερμανία είναι πολιτικό και αφορά την στρατηγική της επέκτασής της προς την ανατολή και τις φιλοδοξίες της να εξελιχθεί σε μεγάλη δύναμη. Στον οικονομικό τομέα το κόστος από το εμπάργκο στα αγροτικά προϊόντα είναι μηδαμινό και δεν απασχολεί. Ενδεχόμενη όμως επέκταση του εμπορικού πολέμου στα βιομηχανικά προϊόντα -πχ αυτοκίνητα- θα πλήξει την γερμανική οικονομία εμβαθύνονται την ευρωπαϊκή κρίση και περιορίζοντας τις δυνατότητες του Βερολίνου να βοηθήσει, αφού θα αντιμετωπίζει η ίδια η χώρα πρόβλημα.
Ελληνορωσικές σχέσεις
Για την Ελλάδα υπάρχουν ιδιαιτερότητες. Η παραδοσιακή καλή σχέση με την Ρωσία που λειτουργούσε και σαν αντίβαρο στην Τουρκία διαταράχθηκε πρώτα επί Γιώργου Παπανδρέου και στην συνέχεια με πρωθυπουργό τον κ. Αντώνη Σαμαρά. Είναι ενδεικτική η απαγόρευση που επέβαλαν οι Βρυξέλλες στην είσοδο της Gazprom στην ΔΕΠΑ και οι χειρισμοί που έγιναν τότε και προκάλεσαν πάγωμα των σχέσεων. Με την συμμετοχή της στον ψυχρό οικονομικό πόλεμο της Δύσης η Ελλάδα διακινδυνεύει να χάσει έναν παραδοσιακό σύμμαχο στο γεωπολιτικό παιχνίδι. Επιπλέον η Ρωσία είναι ένας πιθανός επενδυτής και η κυβέρνηση επιδιώκει προσέλκυση κεφαλαίων ενώ είναι σημαντική η συμβολή των Ρώσων επισκεπτών τα τελευταία χρόνια στην άνοδο της τουριστικής κίνησης. Δεν είναι δίχως σημασία ότι η Ρωσία στρέφεται προς την Τουρκία για να αντικαταστήσει τα αγροτικά προϊόντα που απαγορεύει από τις ευρωπαϊκές χώρες. Δυνητική προσέγγιση των δύο χωρών ενισχύεται από την πολιτική της Τουρκίας έναντι του Ισραήλ που την φέρνει σε απόσταση από την Ουάσινγκτον. Ήδη η αντιπολίτευση ζητά από την ελληνική κυβέρνηση να επικαλεστεί τις ελληνικές ιδιομορφίες, άλλωστε η χώρα βρίσκεται εν μέσω οικονομικής κρίσης, και να πετύχει διακριτική στάση έναντι της Ρωσίας.
Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο αποκτά ενδιαφέρον η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Νιούπορτ της Ουαλίας όπου βέβαια θα συζητηθεί το θέμα των σχέσεων ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
Πηγή