Είναι χαρακτηριστικό πως μία από τις πιο σοβαρές παραβάσεις είναι η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ.
Αυτή η επικίνδυνη συμπεριφορά οδηγού προκαλεί σημαντική μείωση της δυνατότητας αντίληψης και ανταπόκρισης στο τιμόνι. Συγκεκριμένα, η κατανάλωση αλκοόλ επηρεάζει την οξυδέρκεια του οδηγού, κάνοντάς τον λιγότερο ικανό να αντιληφθεί και να αντιδράσει σε ξαφνικές αλλαγές στο περιβάλλον της οδού.
Επιπλέον, αυξάνει την αίσθηση υπνηλίας, γεγονός που κάνει τον οδηγό πιο επιρρεπή σε λάθη. Αυτό δεν είναι απλώς μια θεωρητική ανησυχία. Σύμφωνα με στατιστικές, ένα σημαντικό ποσοστό τροχαίων ατυχημάτων συνδέεται άμεσα με την κατανάλωση αλκοόλ. Συνεπώς, η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ δεν αποτελεί μόνο μια παράβαση των κανόνων οδικής κυκλοφορίας, αλλά και μια σοβαρή απειλή για την ασφάλεια όλων των χρηστών του δρόμου.
Δεδομένων των σοβαρών κινδύνων που ενέχει η συγκεκριμένη τροχαία παράβαση, ο υφιστάμενος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας επιφυλάσσει ιδιαίτερα αυστηρές ποινές στους παραβάτες, που μπορεί να φτάσουν στην επιβολή προστίμου ύψους 2.000 ευρώ, ταυτόχρονα με την αφαίρεση της άδειας οδήγησης για πέντε χρόνια και ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι ετών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Άρθρο 42 «Οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος, φαρμάκων ή τοξικών ουσιών», ο οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 gr./l.) και άνω, μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου.